Αποκάλ. γ΄20

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἰδού στέκομαι ἔξω ἀπό τήν θύραν καί κτυπῶ δυνατά. Ἐάν κανείς ἀκούσῃ τήν φωνήν μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν τῆς καρδίας του, θά .ἔμβω εἰς αὐτόν, θά συνδεθῶ μέ αὐτόν στενῶς καί μέ πολλήν οἰκειότητα καί θά συμφάγω μαζί του χαίρων καί ἀγαλλόμενος διά τήν σωτηρίαν του. Καί αὐτός θά συμφάγῃ μαζί μου ἀπολαμβάνων τήν εὐφροσύνην καί τήν χαράν τῆς μακαρίας μου ζωῆς»  ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ (Β)

    Η ὑπόσχεσις πού δίνει ὁ Κύριος σ’ ὅποιον ἀνοίξῃ τήν θύρα τῆς ψυχῆς του καί τόν δεχθῇ μέσα του, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, εἶναι ἐκπληκτική. Τί ὑπόσχεται; ῞Οποιος ἀκούσῃ τήν φωνή μου καί μοῦ ἀνοίξῃ, θά μπῶ μέσα στό σπίτι τῆς ψυχῆς του καί θά δειπνήσω μαζί του. Θά συμφάγουμε καί θά τοῦ χαρίσω τήν δυνατότητα νά γίνῃ μέτοχος τῆς εὐτυχίας μου. «…εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (᾿Αποκ. γ´ 20).
    Ποιός πιστός ἀλήθεια δέν συγκινεῖται μέ μιά τέτοια ὑπόσχεσι καί διαβεβαίωσι, βγαλμένη ἀπό τά πανάγια χείλη τοῦ Κυρίου; Ποιός Χριστιανός μπορεῖ νά μή σταθῇ εὐλαβικά ἐμπρός σ’ αὐτά τά θεϊκά λόγια, γιά νά δῇ καλύτερα καί νά ἐννοήσῃ βαθύτερα τό μήνυμά τους;
    Τί λοιπόν ἐννοεῖ ὁ Κύριος, ὅταν λέγῃ «θά εἰσέλθω σ’ αὐτόν πού θά μοῦ ἀνοίξῃ καί θά δειπνήσω μαζί του καί αὐτός θά δειπνήσῃ μαζί μου»; Κανείς βέβαια ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθῇ ὅτι γνωρίζει πλήρως καί σ’ ὅλο της τό βάθος τήν διαβεβαίωσι αὐτή τοῦ Κυρίου. Διότι «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;» (Ρωμ. ια´ 34). Ποιός ἀπό ἐμᾶς τούς μικρούς καί ἀδυνάτους ἀνθρώπους μπορεῖ νά ξέρῃ ἀκριβῶς τό πῶς σκέπτεται ὁ Θεός καί τί σχέδια ἔχει ᾿Εκεῖνος, ὅταν λέγῃ ἤ ἐνεργῇ αὐτό ἤ ἐκεῖνο;
    ῞Ομως ἀπό ἀνάλογες φράσεις καί ἐνέργειες τοῦ Κυρίου κάτι ὁπωσδήποτε μποροῦμε νά καταλάβουμε καί νά πλησιάσουμε κάπως στό νόημα τῶν λόγων καί ὑποσχέσεών Του. Δέν μᾶς ἀφήνει ἡ ἀγάπη Του ἐντελῶς ἀ-κατατοπίστους. ᾿Ανοίγει παράθυρα ἐμπρός στά μάτια μας, γιά νά ἀντικρίσουμε ἀπό αὐτά τίς οὐράνιες πραγματικότητες.
    Χρησιμοποιεῖ λοιπόν ἐδῶ ὁ Κύριος τήν εἰκόνα τοῦ δείπνου, γιά νά δείξῃ τήν εὐφροσύνη καί εὐτυχία πού θά δοκιμάσῃ αὐτός πού θά ἀνοίξῃ τήν καρδιά του στά κτυπήματά Του. Στήν ᾿Ανατολή τά δεῖπνα ἦσαν οἱ πιό ἐγκάρδιες, οἱ πιό εὐχάριστες καί πιό εὐφρόσυνες στιγμές τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Διαρκοῦσαν ὥρα πολλή καί ἐκτός ἀπό τό φαγητό περιελάμβαναν καί εὐχάριστες ὡς ἐπί τό πλεῖστον συζητήσεις. Στίς ὧρες τοῦ δείπνου οἱ φίλοι, οἱ συγγενεῖς, οἱ ἀδελφοί ἑνώνονταν ἀκόμη πιό πολύ μεταξύ τους καί ἔνιωθαν στήν πληρότητά της τήν χαρά τῆς ἀδελφικῆς καί ἄδολης ἐπικοινωνίας. ᾿Ακόμη καί τότε πού διάφορα θλιβερά γεγονότα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, ἀσθένειες, θάνατοι κ.λ.π., συγκέντρωναν γύρω ἀπό τό ἴδιο τραπέζι γιά τό δεῖπνο τούς συγγενεῖς, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν καί πάλι πολύ φιλική καί ἤρεμη. ῾Ημέρευε ὁ πόνος καί μαλάκωνε, καί ἠρεμοῦσαν οἱ ἀναστατωμένες καρδιές.
    Σ’ ἕνα τέτοιο λοιπόν δεῖπνο, ἀσυγκρίτως ὅμως πιό εὐφρόσυνο καί ἀπό τά πλέον εὐχάριστα ἀνθρώπινα δεῖπνα, θά παρακαθήσῃ ὁ Κύριος μέ τόν ἄνθρωπο πού θά τόν δεχθῇ μέσα του. Συνδαιτυμόνες στό ἐξαίσιο αὐτό δεῖπνο θά εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος! Τά τρία Πρόσωπα τῆς ῾Αγίας καί ῾Ομοουσίου καί ᾿Αδιαιρέτου Τριάδος καί ἡ κάθε ψυχή πού ἔχει τήν καλή διάθεσι νά συνάψῃ σχέσεις μέ τόν Κύριο.
    Δέν τό χωρεῖ ἀλήθεια ὁ νοῦς μας! Πῶς ὁ ἄπειρος καί παντοδύναμος Θεός, πού δέν χρειάζεται τίποτε καί οὔτε ἔχει ἀνάγκη τροφῆς, θά καθίσῃ στό ἴδιο τραπέζι γιά φαγητό μέ τόν ἄνθρωπο! ᾿Εδῶ βρίσκεται τό θαῦμα καί ἡ ἐκπληκτική πραγματικότης τοῦ θαυμασίου αὐτοῦ δείπνου. Αὐτό δέ τό δεῖπνο ἀρχίζει ἀπό αὐτήν τήν ζωή μέ τήν συμμετοχή στό μυστικό δεῖπνο τῆς θείας Κοινωνίας καί ἐπεκτείνεται στήν αἰωνιότητα, στήν ἀνέκφραστη ἀγαλλίασι τοῦ δείπνου τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
    Θά περιτριγυρίζουν δέ καί θά διακονοῦν τούς εὐτυχεῖς συνδαιτυμόνες τοῦ πανευφροσύνου αὐτοῦ δείπνου τά ἀπειράριθμα σμήνη τῶν ἁγίων ᾿Αγγέλων καί ᾿Αρχαγγέλων, τῶν Χερουβείμ καί τῶν Σεραφείμ, πού βρίσκονται διαρκῶς κοντά στόν Θεό καί ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα καί δοξολογοῦν χωρίς διακοπή τήν μεγαλωσύνη Του.
    Τά δέ ἐδέσματα πού θά παρατίθενται σ’ αὐτό τό δεῖπνο θά εἶναι ἐκπληκτικά. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος, πού ἀξιώθηκε, ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε στήν γῆ, νά ὑψωθῇ στούς οὐρανούς καί νά βρεθῇ γιά λίγο στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶπε γιά τά ἀγαθά πού ὑπάρχουν ἐκεῖ· «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός» γιά ὅσους τόν ἀγαποῦν (Α´ Κορ. β´ 9). Πρωτάκουστα, πρωτοφανῆ καί ὑπερκόσμια, οὐράνια, πνευματικά τά ἐδέσματα τοῦ δείπνου αὐτοῦ. Τό ἴδιο τό πανάγιο Σῶμα καί τό πάντιμο Αἷμα Του, πού τρέφουν τήν ψυχή. Καί τά λόγια Του πού δροσίζουν καί εὐφραίνουν τήν καρδιά. ῎Ετσι θά μᾶς ἑνώνῃ μαζί Του κατά τρόπο ἀνέκφραστο, γιά νά μᾶς κάμνῃ μετόχους τῆς μακαριότητός Του.
    ῾Η δέ ἐκπληκτικώτερη στιγμή τοῦ δείπνου θά εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία θά σηκωθῇ ὁ Κύριος καί θά σταθῇ ἐμπρός στόν κάθε συνδαιτυμόνα Του ἄνθρωπο, γιά νά τόν ὑπηρετήσῃ ὁ ῎Ιδιος. Μᾶς τό ἀπεκάλυψε ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι ἐκείνους πού θά ἀξιωθοῦν νά συνδειπνήσουν μέ τόν Θεό θά τούς τιμήσῃ ἰδιαιτέρως ὁ  Κύριος. «…περιζώσεται καί ἀνακλινεῖ αὐτούς, καί παρελθών διακονήσει αὐτοῖς» (Λουκ. ιβ´ 37). Θά ζωσθῇ ὁ Κύριος καί θά περάσῃ ἐμπρός ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο πού θά παρακάθεται στό δεῖπνο Του, καί θά τόν ὑπηρετήσῃ. Θά τοῦ προσφέρῃ ὁτιδήποτε χρειάζεται. Θά τοῦ ἱκανοποιήσῃ μέ προθυμία, μέ εὐγένεια καί ἀγάπη κάθε ἱερή ἐπιθυμία του.
    Πῶς νά μή συγκινῆσαι, ἀδελφέ μου, ὅταν σκέπτεσαι τήν ἐκπληκτική αὐτή εἰκόνα τοῦ θεϊκοῦ δείπνου; Πῶς νά μή σέ κυριεύῃ ἱερόν δέος καί θαυμασμός, καθώς ἀναλογίζεσαι καί τόν ἑαυτό σου συνδαιτυμόνα τοῦ Θεοῦ στό δεῖπνο Του; Μόνο ἡ ἀγάπη καί ἡ ἄπειρη συγκατάβασις τοῦ Κυρίου μποροῦν νά κάμουν πραγματικότητα καί γιά μᾶς αὐτή τήν εὐτυχία. Γιατί ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς. Χάρι μᾶς κάμνει ᾿Εκεῖνος, ὅταν καταδέχεται νά δειπνήσῃ μαζί μας.
    Πάντως τό ὑπόσχεται ὡς βραβεῖο καί ἀμοιβή σ’ αὐτόν πού θά τοῦ ἀνοίξῃ τήν πύλη τῆς καρδιᾶς του, γιά νά μπῇ μέσα ᾿Εκεῖνος. Καί ὅταν ὑπόσχεται κάτι ὁ ἀληθινός Θεός, δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι θά γίνῃ ὁπωσδήποτε πραγματικότης ἡ ὑπόσχεσίς Του.
    ῎Ας προσέχουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας· ἄς τόν ἐξαγνίζουμε μέ τά ἁγιαστικά Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί ἄς ἔχουμε θερμή πάντα τήν διάθεσι νά παρακαθήσουμε κι ἐμεῖς στό πανευφρόσυνο αὐτό δεῖπνο. Στήν «δεσποτικήν ξενίαν καί τήν ἀθάνατον τράπεζαν», ὅπως ψάλλει ἡ ᾿Εκκλησία μας. Θά ἀπολαμβάνουμε τότε εὐφροσύνην καί ἀγαλλίασιν ἀσυγκρίτως ἀνωτέραν ἀπό κάθε ἀπόλαυσιν τοῦ κόσμου τούτου. Καί θά δοξάζουμε κι ἐμεῖς μέ τούς ἀγγέλους ἀσιγήτως τήν «τρισήλιον θεότητα». ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).