Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό Ἐγκώμιο στό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τό βιβλίο τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τίτλο «Ἡ Θεοτόκος». Ἡ λογοτεχνική ἀπόδοση τῆς ὁμιλίας εἶναι τοῦ Ἐλ.Μάϊνα.
Τοῦ ταπεινοῦ μοναχοῦ καί ἱερέα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Λόγος στό Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ε΄
6. Σήμερα ἀρχίζει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. «Δοξολογῆστε τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ, τραγουδῆστε καὶ χορέψτε καὶ παῖξτε τὰ ὄργανα»! Φωνάξτε δυνατά, φωνάξτε, μὴ φοβάστε, γιὰ χάρη μας γεννήθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἅγια Προβατική Πύλη, ἀπ’ ὅπου καταδέχθηκε νὰ γεννηθῆ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ πῆρε πάνω του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.
Σκιρτῆστε βουνά, λογικὲς φύσεις, ποὺ μὲ λαχτάρα ὑψώνεσθε στὶς κορφὲς τῆς πνευματικῆς θεωρίας. Γεννιέται τὸ ἀστραποβόλο βουνὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ ξεπερνάει κάθε ἀγγελικό βουνὸ καὶ κάθε ἀνθρώπινη μεγαλωσύνη, ἀπ’ ὅπου εὐδόκησε ν’ ἀποκοπῆ σωματικὰ τὸ ἀχειροποίητο ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, ἡ μιὰ ὑπόσταση, ποὺ ἕνωσε τὰ πρὶν χωρισμένα, τὴν θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸν σαρκικὸ Ἰσραήλ σ’ ἕνα καὶ μόνο πνευματικὸ Ἰσραήλ. «Βουνὸ τοῦ Θεοῦ, ξέχειλο ἀπὸ δῶρα, γιομάτο πλούτη, πλούσιο βουνό, τὸ βουνὸ ποὺ πάνω του καταδέχθηκε νὰ κατοικῆ ὁ Θεός». Τὸ «ἅρμα τοῦ Θεοῦ» ἀγγελοκυκλωμένο μὲ χίλιες – μυριάδες θεοχαριτωμένα χερουβίμ καὶ σεραφίμ. Ἡ πανάγια κορυφή, ποὺ ξεπερνάει τὸ Σινᾶ, ποὺ δὲν σκεπάζει καπνιὰ καὶ σκοτεινιά, θύελλα καὶ τρομερὴ φωτιά, ἀλλ’ ἡ ἀστραφτερή λάμψη τοῦ Πανάγιου Πνεύματος. Στὸ Σινᾶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγραψε μὲ δάχτυλο τὸ Πνεῦμα νομὸ σὲ πέτρινες πλάκες. Στὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὸ αἷμα τῆς σαρκώθηκε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ παρέδωσε λυτρωτικὸ φάρμακο γιὰ τὴ δική μας φύση τὸν Ἑαυτό του. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο τὸ μάννα. Ἐδῶ στὴν Παναγία Αὐτός, ποὺ ἔδωσε τὴ γλυκὰ στὸ μάννα. Ἄς σκύψη τὸ κεφάλι ἡ περίφημη σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἔφτιαξε στὴν ἔρημο ὁ Μωυσῆς, ἀπὸ πολύτιμα καὶ λογιῶν – λογιῶν ὑλικα, καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτή ἡ σκηνὴ τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, μπροστὰ στὴν ἔμψυχη καὶ λογικὴ σκηνή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔμψυχη αὐτή σκηνή, ἡ Παναγία, ὑποδέχθηκε ὄχι ἐνέργεια Θεοῦ, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο τό Πρόσωπο τοῦ Γιοῦ καὶ Θεοῦ. Ἄς νιώσουν καλὰ πὼς σὲ τίποτα δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μαζί της ἡ «χρυσοσκέπαστη σ’ ὅλα της κιβωτός» καὶ ἡ χρυσὴ στάμνα ποὺ βάσταγε τὸ μάννα καί ἡ ἑφτάφωτη λυχνία καὶ ἡ χρυσὴ τράπεζα τῆς προθέσεως κι ὅλα τ’ ἄλλα τὰ παλιά. Τὴν τιμὴ τους τὴν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Παρθένο ποὺ προεικόνιζαν, σὰν σκιὲς τοῦ ἀληθινοῦ προτύπου.