Θεοτόκου Η΄

    Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό Ἐγκώμιο στό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τό βιβλίο τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τίτλο «Ἡ Θεοτόκος». Ἡ λογοτεχνική ἀπόδοση τῆς ὁμιλίας εἶναι τοῦ Ἐλ.Μάϊνα.

Τοῦ ταπεινοῦ μοναχοῦ καί ἱερέα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Λόγος στό Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Η΄

    9. «Ἀμπέλι καλοκλήματο» ἐφυτρωσε ἀπ’ τὴν Ἄννα, κι ἔβγαλε ἀνθὸ σταφύλι γλύκα, πιοτὸ θεϊκό, νὰ τὸ πιοῦν οἱ χωματένιοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν στὸν αἰώνα. Ὁ Ἰωακείμ καὶ ἡ Ἄννα δοθήκανε σπορὰ «δικαιοσύνης» καὶ θερίσανε «καρπὸ ζωῆς». Φωτισθήκανε μὲ τὸ «φῶς τῆς γνώσεως» καὶ ψάξανε νὰ βροῦν τὸν Κύριο, καὶ τοὺς βρῆκε καρπός δικαιοσύνης. Ἄς θαρρέψη ἡ γῆ καὶ «γιομίστε χαρὰ τὰ παιδιὰ τῆς Σιών γιὰ τὸν Κύριο καὶ Θεό σας», γιατί πρασίνισε ἡ ἔρημο. Ἡ στείρα καρποφόρησε. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα σὰ μυστικὲς κορφὲς βουνῶν στάλαξαν γλύκα. Νιῶ¬σε χαρά, εὐλογημένη Ἄννα, γιατί γέννησες κορίτσι. Γιατί αὐτὸ τὸ κορίτσι θὰ γίνη μάνα τοῦ Θεοῦ, πύλη τοῦ φωτός, πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ θὰ ἐξαφανίση τὸ ἔγκλημα τῆς γυναιίκας.
Τὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ αὐτοῦ «θὰ ἱκετεύσουν οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ». Τὸ κορίτσι τοῦτο θὰ προσκυνήσουν οἱ βασιλιάδες τῶν ἐθνῶν προσφέροντας δῶρα. Τὸ κορίτσι τοῦτο θὰ ὁδηγήσης στὸ Θεό, στὸ βασιλιὰ τῶν ὅλων, ντυμένο στὰ «χρυσά κρόσσια» τὰ στολίδια τῶν ἀρετῶν, καὶ στολισμένο μὲ τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, κι «ἡ δόξα του ἀπὸ μέσα». Γιατί ἂν δόξα κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄντρας ποὺ στέκεται στὸ πλάϊ της, τῆς Παναγίας ἡ δόξα εἶναι ἀπὸ μέσα, ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων της.
Κορίτσι ποθητὸ καὶ τρισευλογημενο· «εὐλογημένη μέσα ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες σύ, κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων σου». Κορίτσι, θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, καὶ μάνα τοῦ βασιλιᾶ τῶν ὅλων, τοῦ Θεοῦ. Θεϊκὸ κι ὁλοζώντανο ἄγαλμα, ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ σἔπλασε, ποὔχεις τὸ πνεῦμα σου θεοκυβέρνητο καὶ μόνο στὸ Θεὸ γυρνᾶς τὴν προσοχή σου. Κάθε σου πόθος στρέφει στὸν μόνο ποθητό κι ἀγαπημένο. Τὸν θυμό σου χύνεις μοναχὰ στὴν ἁμαρ¬τία καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ γέννησε τὴν ἁμαρτία. Ἐζοῦσες ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν φύση. Ὄχι ζωὴ δική σου, γιατί ἐσὺ δὲν ἐγεννήθηκες γιὰ σένα. Γιὰ τὸν Θεὸ λοιπὸν ἐζοῦσες, γι’ Αὐτὸν ἦλθες στὴ ζωή, Αὐτὸν πιστὰ νὰ ὑπηρετήσης στὴν παγκόσμια σωτηρία, γιὰ νὰ πληρωθῆ ἡ «προαιώνια ἀπόφαση» τοῦ Θεοῦ, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ δίκη μας θέωση.  Ἡ ὄρεξή σου μὲ θεϊκὰ νὰ τρέφεσαι λόγια, καὶ μὲ τὸ χυμό τους νὰ δυναμώνης, σὰν «ἐλιὰ ὁλόκαρπη στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, σά δένδρο, ποὺ φυτεύθηκε στὴν ἀκροποταμιά» τοῦ Πνεύματος, σά δένδρο τῆς ζωῆς, ποὺ καρποφόρησε στὸν καιρὸ ποδχε ἀπὸ τὸ Θεὸ ταχθῆ, Θεὸ ἐνσαρκωμένο, τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὰ πλάσματα Τοῦ δλᾶ. Κρατᾶς κάθε λογισμὸ ποὺ τρέφει κι ὠφελεῖ τὴν ψυχή, καὶ ρίχνεις πέρα, πρὶν κἄν τὸ δοκιμάσης, κάθε τί ποὺ ἄχρηστο σοῦ εἶναι καὶ βλαβερό. Μάτια «γιὰ πάντα στὸν Κύριο δοσμένα» βλέπουν τὸ αἰώνιο κι «ἀπλησίαστο φῶς». Αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε τὸν θεϊκὸ λόγο κι εὐφραίνονται μὲ τὴν κιθάρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀπὸ μέσα τους πέρασε ὁ Λόγος γιὰ νὰ σαρκωθῆ. Ρουθούνια γοητευμένα μὲ τὴν εὐωδία τῶν ἀρωμάτων τοῦ Νυμφίου, ποὺ ἄρωμα θεϊκὸ ξεχύνεται ἐλεύθερα καὶ χρίει τὴν ἀνθρώπινή Του φύση. «Ἄρωμα ποὺ χύθηκε τ’ ὄνομά σου» λέγει ἡ Ἁγία Γραφή. Χείλη ποὺ δοξολογοῦν τόν Κύριο καὶ μένουν κολλημένα στὰ δικά Του χείλη. Ἡ γλώσσα κι ὁ οὐρανίσκος ποὺ ξέρουν νὰ διακρίνουν τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ μὲ τὴν θεϊκή τους νὰ χορταίνουν γλύκα. Καρδιά καθαρή κι ἀμόλυντη, ποὺ βλέπει καὶ ποθεῖ τὸν ἀόρατο Θεὸ .
    Σπλάχνα, ποὺ μέσα τους ἦρθε νὰ κατοικήση ὁ ἀχώρητος, καὶ στῆθος, ποὺ μὲ τὸ γάλα του, τράφηκε ὁ Θεός, ὁ Ἰησοῦς παιδί. Πύλη τοῦ Θεοῦ παρθενικὴ γιὰ πάντα. Χέρια, ποὺ κράτησαν τὸν Θεό, καὶ γόνατα, ποὺ γίνηκαν θρονὶ ψηλότερο κι ἀπὸ τὰ χερουβίμ. Μ’ αὐτὰ στερεώθηκαν τὰ «παράλυτα χέρια καὶ τ’ ἀδύναμα ππόδια». Πόδια ὁδηγημένα, σὰ μὲ λυχνάρι φωτεινό, ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τρέχουν στὸ κατόπι Του ἀνεπίστροφα, ὥσπου κι ἐτράβηξαν τὸν Ποθητό σ’ αὐτή ποὺ Τὸν ποθοῦσε. Μ’ ὅλο τὸ εἶναι σου δωμάτιο νυφικό τοῦ Πνεύματος, πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ «εὐφραίνουν τὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ», τὰ κύματα δήλ. τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Πεντάμορφη καὶ πολυαγαπημένη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀφοῦ ξεπέρασε τὰ χερουβίμ κι ἀνέβηκε ψηλότερα κι ἀπὸ τὰ σεραφίμ, ἔγινε πραγματικά τοῦ Θεοῦ ἡ πολυαγαπημένη.