ΚΕΙΜΕΝΟ
«Γινώσκετε γάρ τήν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵθνα ὑμ[εις τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Δέν εἶναι ἀνάγκη νά σᾶς διατάξω. Διότι γνωρίζετε καλά τήν χάριν, πού ἔδειξεν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός· διότι διά σᾶς ἔγινε πτωχός, ἐνῶ ἦτο πλούσιος λόγῳ τοῦ ἀπείρου μεγαλείου τῆς θεότητός του. Καί ἐφόρεσε τήν πτωχήν ἀνθρωπίνην φύσιν καί ἔγινεν ἄνθρωπος, διά νά γίνετε σεῖς πλούσιοι πνευματικῶς μέ τήν πτωχείαν Ἐκείνου» ( Ἀπό τήν «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ἐὰν δεν ἧτο γραφικὴ ἡ ἔκφρασις «ὁ πτωχεύσας Θεός», τὸ πρᾶγμα θὰ ἧτο ἀπίστευτον. Καὶ ὅμως, αὐτή εἰναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς «ἐπτώχευσε, πλούσιος ὤν». Καὶ ἡ «πτώχευσις» αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι μία, ἤ μᾶλλον ἡ ὑψίστη ἀπὸ τάς ἐκδηλώσεις καὶ ἐνεργείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν καταφαίνεται ὁ ἄπειρος πλοῦτος τῆς θεότητός Του. Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς βεβαιώνει, ὅτι «ὁ Θεός, ἀγάπη ἐστὶ» (Α’ Ἰωάν. δ’ 16). Ἀκριβῶς δὲ διότι εἶναι ὅλος ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπον, «ἐπτώχευσε, πλούσιος ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν» (Β’ Κορ. η’ 9). Καὶ ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Χριστιανωσύνης, ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ βάσις ὅλων τῶν ἑορτῶν, ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τὰ τόσον συμπαθῆ καὶ προσφιλῆ «Χριστούγεννα», μᾶς παρέχουν ἀφορμήν, διὰ νά μελετήσωμεν μερικάς ὄψεις τοῦ βαθυτάτου καὶ ἀκαταλήπτου μυστηρίου τοῦ «πτωχεύσαντος Θεοῦ».
«Ἐπτώχευσε, πλούσιος ὤν». Ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ὡς νήπιον εἰς τὴν Βηθλεέμ, εἶναι ὁ ἄπειρος Θεὸς ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν μορφὴν τοῦ δούλου καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος. Καὶ ἡ πτωχεία του εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε ἀπὸ τὸ στόμα του να ἀκούωνται οἱ κλαυθμυρισμοὶ ἑνός νεογεννήτου βρέφους. Αὐτός, ποὺ κυβερνᾷ καὶ κατευθύνει τὰ ἀπειροπληθῆ ἄστρα τοῦ στερεώματος, τώρα ἔχει τὴν ἀνάγκην τῶν στοργικῶν περιποιήσεων τῆς Παναγίας μητρὸς του. Ὁ Θεὸς «ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» (Ψαλμ. ργ’ 3), ὁ ἐπαναπαυόμενος ἐπὶ τῶν Χε-ρουβείμ, περιτυλίσσεται εἰς τὰ πτωχικά σπάργανα καὶ ἀνακλίνεται εἰς τὴν φάτνην. «Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ ἐπὶ θρόνου θεότητος» μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα εἰς τὸ παγερὸν σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ συντροφεύεται ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα καὶ θερμαίνεται ἀπὸ τὴν ἀναπνοὴν των!
Ὤ, ναί! Αὐτὸς ὁ πλαστουργός μας, ὁ Κύριος καὶ ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς μας, «δι’ ἡμᾶς ἐφάνη καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος». Καὶ καταδέχεται νά ὑποβάλλεται εἰς ὅλας τάς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, αὐτὸς ὁ νομοδότης. Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε ζωήν γεμάτην ἀπὸ κόπους καὶ στερήσεις καὶ ταλαιπωρίας, ἀφοῦ παρεγνωρίσθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρωπους, ἀφοῦ καθ’ ὅλην τὴν ἐπίγειον ζωήν του «οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ», ὑπεβλήθη καὶ εἰς τὸν μέγιστον βαθμὸν πτωχεύσεως. Διότι ἐτελείωσε τὴν ἐπίγειον ζωήν του ὡς περιφρονημένος καὶ αἱμόφυρτος κατάδικος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ!
«Ἐπτώχευσε, πλούσιος ὤν». Ἀλλά τί, λοιπόν; Ἔχασε τὸν ἄπειρον πλοῦτον τῆς δυνάμεώς του; Ἀπώλεσε τὴν ἁγιότητά του; Ἐστερήθη τῶν θεϊκῶν του προσόντων; Ἔχασε «τοὺς θησαυροὺς τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως»; Τοῦ ἔλειψεν ἡ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖον; Ἔπαυσαν νά τὸν ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι; Ἐξέφυγε τὸ σύμπαν ἀπὸ τὴν κυριαρχίαν του; Ὄχι· μυριάκις ὄχι! Ἡ κατάστασις τῆς πτωχείας, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθε, δὲν σημαίνει ὅτι ἐστερήθη ὅσα εἶχε προηγουμένως. Ἐξακολουθεῖ νά κυβερνᾷ τὸν κόσμον, ὡς ἀπόλυτος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός. Ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὁ «πλούσιος» ἐν δυνάμει, ὁ «πλούσιος» ἐν σοφίᾳ, ὁ «πλούσιος» ἐ ἀγάπη. Εἶναι ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος κατὰ τρόπον μυστηριώδη συγκεντρώνει καὶ συνδυάζει τὸν ἄπειρον πλοῦτον τῆς θεότητος μὲ τὴν ἐσχάτην πτωχείαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αἱ μεγάλαι καὶ βαθεῖαι αὐταί ἀντιθέσεις κατὰ τρόπον ἁρμονικῶς συνυπάρχουν εἰς ἕν καὶ τὸ αὐτό πρόσωπον. Δι’ αὐτό οἱ οὐρανοὶ πανηγυρίζουν καὶ οἱ ἄγγελοι δοξολογοῦν καὶ οἱ ποιμένες θαυμάζουν καὶ οἱ μάγοι προσκυνοῦν. Διότι τὸ βρέφος τῆς ἀειπαρθένου κόρης εἶναι ἄπειρος καὶ παντοδύναμος, ἀλλὰ «πτωχεύσας Θεός».
Ἀλλ’ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς πληροφορεῖ καὶ διὰ τὸν σκοπὸν τῆς πτωχεύσεως αὐτῆς. Ἐπτώχευσε, λέγει, «δι’ ὑμᾶς… ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτίσητε»• διὰ νά λάβετε καὶ σεῖς μέρος ἀπὸ τὸν ἄπειρον πλοῦτον τῆς μακαριότητος καὶ τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς τελειότητος, ποὺ ἔχει Ἐκεῖνος.
Καὶ ἦτο ἡ πτωχεία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πολὺ μεγάλη. Τὰ ὅσα ἐγνωρίζαμεν οἱ ἄνθρωποι περὶ τοῦ Θεοῦ, προτοῦ γίνῃ ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἦσαν ἐλάχιστα. Αἱ γνώσεις μας ἦσαν ὀλίγαι καὶ περιωρισμέναι. Ὁ Θεός, ὡς πατὴρ πανάγαθος καὶ πλήρης ἐλέους πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἐκπεσόντα ἄνθρωπον, ἔγινε γνωστὸς μόνον διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Τὴν πτωχείαν μας εἰς τὸ κεφάλαιον τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας τὴν ἀντικατέστησε μὲ τὸν πλοῦτον τῆς γνώσεως «τῶν μυστηρίων τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅσον περισσότερον κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος να εἰσχωρῂ εἰς τὴν γνῶσιν τῶν μυστηρίων αὐτῶν, ὅσον βαθύτερον κατανοεῖ τὴν προσωπικότητα τοῦ πτωχεύσαντος Λυτρωτοῦ, τόσον μεγαλύτερον πλοῦτον θεογνωσίας ἀπολαμβάνει.
Ἡ πτωχεία μας ἐξετείνετο ἀνάλογος καὶ εἰς τὸ ἠθικὸν πεδίον. Ἤμεθα πτωχοὶ καὶ ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας• πτωχοὶ εἰς ἀρετήν, εἰς ἁγιότητα, εἰς ἔργα καλά. Καὶ Ἐκεῖνος, ὅταν ἐπτώχευσε, ἤνοιξε τοὺς θησαυροὺς τῆς χάριτός Του καὶ μᾶς ἐδώρησε ἄφθονα τὰ πνευματικὰ του χα¬ρίσματα. Μᾶς ἐσκόρπισε πλουσίας τάς δωρεὰς του. Μᾶς ἔκαμε «πλουσίους ἐν πίστει» (Ἰακ. β’ 5). Μετέδωκε ἀπὸ τὴν ἰδικήν του ἁγιότητα εἰς τάς ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας νεκρωμένας ψυχὰς μας καὶ τάς ἐζωογόνησε. Καὶ εἰς τὴν μίαν χάριν προσέθεσε καὶ ἄλλην καὶ ἄλλην, ὥστε ὁ ἀπόστολος Πέτρος να λέγῃ, ὅτι μὲ τὸ νά πτωχεύσῃ ὁ Χριστός, ἡμεῖς ἐγίναμεν «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β’ Πέτρ. α’4). Διότι τί ἄλλο μεγαλύτερον θὰ ἠμπροῦσε νά μᾶς κάμῃ; Μᾶς ἀνεκήρυξε ἀδελφοὺς του. Μᾶς ἀνέδειξε παιδιὰ κατά χάριν τοῦ οὐρανίου Πατρός. «Ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά Σου τοῖς ἀδελφοῖς μου» (Ἑβρ. β’ 12), λέγει πρὸς τὸν οὐράνιον Πατέρα Του. Καὶ καυχᾶται καὶ χαίρει, διότι αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος εἶναι «πρωτοτόκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς», ὡς μεγαλύτερος δὲ ἀδελφὸς αὐτός, αἰσθανόμενος πρὸς ἡμᾶς ἰδιαιτέραν στοργήν, μᾶς ἐπιδεικνύει εἰς τὸν ἀγγελικὸν κόσμον. «Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός» (Ἑβρ. β’ 13). Καὶ ὑπάρχει, λοιπόν, ἄλλος πλοῦτος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πλοῦτον τῆς θεϊκῆς υἱοθεσίας; Ὁ «πτωχεύσας Θεός» μᾶς δίδει τὸ δικαίωμα νά λέγωμεν «νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν» (Α’ Ἰωάν. γ’ 2).
Ὡς συνέπεια ἀναπόφευκτος ὅλων αὐτῶν ἔρχεται τώρα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ πολλὴν συγκίνησιν καὶ εὐγνωμοσύνην ἔγραφεν ὅτι δηλαδή, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀναγνωρίζει παιδιά του κατὰ χάριν, κατά συνέπειαν μᾶς ἀναγνωρίζει καὶ κληρονόμους Του. Μᾶς ἀναγνωρίζει κληρονόμους ὄχι ἐπιγείου πλούτου, ἀλλὰ οὐρανίων καὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν. Ἐφ’ ὅσον εἴμεθα τέκνα τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα καὶ κληρονόμοι τῶν ἀγαθῶν του. «Εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι· κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ» (Ρωμ. η’ 17). Εἴμεθα συγκληρονομοι τοῦ Χριστοῦ ποῖοι; Ἡμεῖς οἱ πτωχοὶ καὶ ἀδύνατοι καὶ ἀτελεῖς ἄνθρωποι.
Καὶ τώρα δέν εἶναι δύσκολον νά ἐννοήσωμεν ποῖον εἶναι τὸ καθῆκον τῶν ἀληθινῶν ὀπαδῶν τοῦ πτωχεύσαντος Θεοῦ μας. Ὅπως Ἐκεῖνος ἐπτώχευσε διὰ νά πλουτήσωμεν ἡμεῖς, οὕτω καὶ ὁ πραγματικὸς Χριστιανὸς ὀφείλει να ἐκδηλώνῃ πρὸς τὸν πλησίον του ἀγάπην ὁμοίαν πρὸς ἐκείνην, ποὺ ἔδειξεν ὁ Χριστὸς πρὸς ἡμᾶς. Αὐτή ἡ κατανόησις καὶ βοήθεια εἰς τάς πνευματικάς καὶ ὑλικὰς ἀνάγκας τοῦ πλησίον θὰ μᾶς ἀναδείξῃ ἀληθινοὺς μαθητὰς τοῦ πτωχεύσαντος Θεοῦ. Δεν εἶναι νοητὸν τὸ νά στέκεται ὁ Χριστιανὸς ἀπαθὴς θεατὴς τῆς θλίψεως καὶ τῆς δυστυχίας τοῦ ἄλλου, ἐνῶ ἠμπορεῖ νά τὸν βοηθήσῃ. Δέν εἶναι ἀρκετὸν τὸ νά μὴ προξενήσωμεν κακὸν εἰς κανένα. Τὸ παράδειγμα τοῦ πτωχεύσαντος Θεοῦ μᾶς διδάσκει, ὅτι πρέπει ἐν ἀνάγκῃ καὶ μὲ θυσίαν νά ἐκδηλώνωμεν τὴν πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς μας ἀγάπην. Τὰ με¬γάλα ἔργα δέν γίνονται χωρὶς προσπάθειαν καὶ θυσίαν. Δέν εἶναι δυνατὸν νά βοηθήσῃς τὸν ἀδύνατον, ἂν δέν συγκαταβῇς εἰς τὴν ἀδυναμίαν του. Δέν ἠμπορεῖς νά παρηγορήσῃς τὸν θλιβόμενον, ἂν δέν κλαύσῃς μαζὶ του. Δέν θὰ γίνῃς πραγματικὸς προστάτης εἰς τὸν πάσχοντα, τὸν πτωχόν, τὸν ἀδικούμενον, ἂν δέν συγκακοπαθήσῃς καὶ δέν γίνῃς καὶ σὺ μέτοχος τῶν θλίψεων ἐκείνου. Ὅ¬πως ὁ Κύριος συμμετέσχεν εἰς τὴν ἰδικήν μας πτωχείαν καὶ συγκατέβη μὲ ἀγάπην εἰς τὸν πόνον μας, τοιουτοτρόπως καὶ ἡμεῖς μὲ ἀγάπην καὶ καλωσύνην καὶ μὲ θυσίας πρέπει να συμμετέχωμεν καὶ νά ἀνακουφίζωμεν τὸν πόνον τῶν ἀδελφῶν μας καὶ πρὸ παντὸς νά ὁδηγῶμεν αὐτους πρὸς Ἐκεῖνον. Διότι ἕνας μόνον ἠμπορεῖ νά χαρίσῃ χαρὰν εἰς τὴν πολυπαθῆ ἀνθρωπότητα. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε, πλούσιος ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἐπί γῆς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).