Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό Ἐγκώμιο στό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τό βιβλίο τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τίτλο «Ἡ Θεοτόκος». Ἡ λογοτεχνική ἀπόδοση τῆς ὁμιλίας εἶναι τοῦ Ἐλ.Μάϊνα.
Τοῦ ταπεινοῦ μοναχοῦ καί ἱερέα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Λόγος στό Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ζ΄
8. Λέγουν πὼς τὰ ἀντίθετα γιατρεύουν τ’ ἀντίθετά τους, μὰ δὲν μπορεῖ τ’ ἀντίθετα καὶ νὰ γεννοῦν τ’ ἀντίθετά τους. Μολονότι κάθε πλάσμα ὑφαίνει αὐτό, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι ἀντιμετωπίζοντας τ’ ἀντίθετά του τὸ κατορθώνει βέβαια ἀπ’ τὸν πλοῦτο τῆς δύναμης ποὺ κλείνει μέσα στὴ φύση του. Κι ὅπως ἀκριβῶς «ἡ ἁμαρτία ἐχρησιμοποίησε τὸ καλό, τὴν ἐντολὴ τοῦ Νόμου, γιὰ τὸν θάνατό μου, κι ἔγινε ὑπερβολικὰ ἁμαρτωλή», ἔτσι κι ὁ αἴτιος τῶν καλῶν, ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τ’ ἀντίθετό τους, τὸν θάνατο, κατεργάζεται γιὰ μᾶς τὸ καλό, ποὺ τοῦ εἶναι φυσικό. «Ἐπειδὴ ὅπου φούντωσε ἡ ἁμαρτία, ξεχείλισε ἡ χάρη». Ἂν εἴχαμε φυλάξει τὴν πρώτη μας κοινὴ ζωὴ μὲ τὸν Θεό, δὲν θὰ ἀξιωνόμαστε τὴν πιὸ μεγάλη καὶ τὴν πιὸ θαυμαστὴ ζωὴ μαζί Του. Τώρα ὅμως μὲ τὴν ἁμαρτία, κριθήκαμε ἀνάξιοι τῆς πρώτης μας κοινῆς ζωῆς μὲ τὸν Θεό, γιατί δὲν κρατήσαμε τὸ δῶρο, πού μᾶς δόθηκε. Ἀλλὰ μὲ τὴν συμπάθεια τοῦ Θεοῦ ἐλεηθήκαμε καὶ μᾶς πῆρε πάνω του καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του, γιὰ νὰ γίνη πιὸ σίγουρη ἡ κοινὴ ζωὴ μαζί Του. Γιατί Αὐτὸς πού μᾶς ἀγκάλιασε καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατήση ἀδιάσπαστη τὴν ἕνωση.
Γιατί ἐπειδὴ ὁλόκληρη ἡ γῆ ἔγινε πόρνη καὶ γεννᾶ τέκνα πορνείας, γιαυτό κι ὁ λαὸς τοῦ Κύριου «πλανήθηκε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας», μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του, ποὺ τὸν ἔκανε λαὸ δικό του μὲ «δυνατὸ χέρι καὶ ψηλὸ βραχίονα», καὶ ποὺ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς σκλαβιᾶς τοῦ Φαραώ, καὶ τὸν πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, καὶ τὸν ὁδήγησε «μὲ νεφέλη τὴν ἡμέρα καὶ στήλη φωτιᾶς κάθε νύχτα». Καὶ πῆρε στροφὴ ἡ καρδιά τους γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔγινε ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου «μὴ λαὸς τοῦ Κύριου», κι αὐτὸς ποὺ ἐλεήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐλεήθηκε, κι αὐτὸς ποὺ ἀγαπήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπήθηκε.
Γι’ αὐτὸ γεννιέται τώρα Παρθένος, ἀντίπαλος τῆς προγονικῆς πορνείας κι ἀρραβωνιάζεται μὲ τό Θεὸ τὸν ἴδιο, καί γεννάει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεται λαός τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν πρῶτα λαός τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν ἐλεημένος ἐλεήθηκε, κι ὁ μὴ ἀγαπημένος ἀγα πήθηκε. Γιατί ἀπ’ αὐτή γεννιέται ὁ «ἀγαπητὸς Γιός» τοῦ Θεοῦ ποὺ σ’ αὐτὸν εὐδόκησε ὁ Πατέρας – Θεός.