Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
Κεφάλαιο 8ο
Γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα (Β΄)
«Γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἀσέβεια νὰ λέμε ὅτι μεσολάβησε χρονικὸ διάστημα καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε χρονικὰ μετὰ τὸν Πατέρα. Διότι ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα. Καὶ ἂν δὲν δεχθοῦμε ὅτι ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνυπῆρχε μὲ τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ γεννήθηκε, θεσμοθετοῦμε μεταβολὴ στὴν ὑπόσταση τοῦ Πατέρα· ὅτι, δηλαδή, δὲν ἦταν στὴν ἀρχὴ Πατέρας ἀλλὰ ἔγινε κατόπιν. Μπορεῖ βέβαια ἡ κτίση νὰ ἔγινε μετέπειτα, ἀλλὰ δὲν προῆλθε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα, ἐφόσον δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ τὴ θέληση καὶ τὴ δύναμή Του· ἔτσι αὐτὸ δὲν σημαίνει μεταβολὴ στὴ φύση τοῦ Θεοῦ. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση τοῦ γεννημένου ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ γεννήτορα καὶ ὁμοιότητα στὴν οὐσία· ἀντίθετα, πλάση καὶ δημιουργία σημαίνει ὅτι τὸ δημιούργημα εἶναι ἀπέξω καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ δημιουργοῦ καὶ παντελῶς ἀνόμοιο. Γιὰ τὸ Θεὸ ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀπαθής, ἀναλλοίωτος, ἀμετάβλητος καὶ παραμένει αἰώνια στὴν ἴδια κατάσταση, καὶ ἡ γέννηση καὶ ἡ δημιουργία εἶναι ἀπαθεῖς ἰδιότητες. Ἀφοῦ, σὰν ἁπλὸς καὶ ἀσύνθετος, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ἀπαθὴς καὶ ἀμετάβλητος· δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ ὑφίσταται πάθος ἢ μεταβολή, οὔτε ὅταν γεννᾶ οὔτε ὅταν δημιουργεῖ, καὶ δὲν χρειάζεται βοήθεια ἀπὸ κανέναν. Ἡ γέννησή του εἶναι χωρὶς ἀρχὴ καὶ αἰώνια, ἐπειδὴ εἶναι ἔργο της φύσεως καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐσία του· ἔτσι ὁ γεννήτορας δὲν ὑφίσταται μεταβολή· δὲν ὑπάρχει προηγούμενος καὶ ἑπόμενος Θεός, ὥστε νὰ δεχθεῖ προσθήκη. Ἡ κτίση, ὄντας ἔργο τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸ Θεό, ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ μηδὲν δὲν γίνεται νὰ εἶναι σύγχρονο μὲ τὸ ἄναρχο καὶ αἰώνιο. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεὸς δὲν δημιουργοῦν μὲ ἴδιο τρόπο —διότι ὁ ἄνθρωπος τίποτε δὲν δημιουργεῖ ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ ὅ,τι φτιάχνει, τὸ κάνει ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη· καὶ τὸ κάνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλησε, ἀλλὰ καὶ ἀφοῦ σκέφτηκε καὶ σχεδίασε πρῶτα στὸ νοῦ τοῦ τὸ μελλούμενο νὰ γίνει· ἔπειτα τὸ δουλεύει μὲ τὰ χέρια καὶ ὑπομένει κόπο καὶ κούραση· καὶ πολλὲς φορὲς ἀπέτυχε, διότι δὲν ἔγινε τὸ ἔργο τοῦ ὅπως τὸ θέλει· ἀντίθετα ὁ Θεός, μόνο μὲ τὴ θέλησή του τὰ δημιούργησε ὅλα ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὕπαρξη ἔτσι, λοιπόν, δὲν δημιουργεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος. Διότι ὁ Θεός, ὄντας ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ χωρὶς ἀρχή, ἀπαθής, ἀμετάβλητος, ἀσώματος, μόνος καὶ αἰώνιος, γεννᾶ ἐκτὸς χρόνου καὶ χωρὶς ἀρχή, ἀπαθῶς καὶ χωρὶς μεταβολὴ καὶ δίχως συνεργασία. Μάλιστα, ἡ ἀκατάληπτη γέννηση τοῦ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος. Γεννᾶ χωρὶς ἀρχή, διότι εἶναι ἀμετάβλητος· γεννᾶ χωρὶς μεταβολή, διότι εἶναι ἀπαθὴς καὶ χωρὶς σῶμα· γεννᾶ, ἐπίσης, χωρὶς συνεργασία, διότι εἶναι καὶ πάλι ἀσώματος, ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεός, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἀνάγκη ἄλλου· καὶ γεννᾶ χωρὶς τέλος καὶ διακοπῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἄναρχος, ἄχρονος, αἰώνιος καὶ ἀμετάβλητος πάντοτε. Διότι τὸ ἀπὸ τὴ φύση του χωρὶς ἀρχὴ εἶναι καὶ χωρὶς τέλος, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ χαριστικὰ εἶναι χωρὶς τέλος δὲν εἶναι καὶ ὁπωσδήποτε χωρὶς ἀρχή, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ὁ αἰώνιος, λοιπόν, Θεὸς γεννᾶ χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος τὸ Λόγο του, ποὺ εἶναι τέλειος· ἔτσι ὥστε νὰ μὴ γεννᾶ μέσα στὸ χρόνο ὁ Θεός, ποὺ ἔχει τὴ φύση καὶ τὴν ὕπαρξή του πάνω ἀπὸ τὸ χρόνο. Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φανερὸ ὅτι γεννᾶ μὲ ἀντίθετο τρόπο, διότι καὶ ὁ ἴδιος γεννιέται καὶ φθείρεται, εἶναι ρευστὸς καὶ πολλαπλασιάζεται, ἔχει σῶμα καὶ διακρίνεται ἡ φύση του σὲ ἀρσενικὸ καὶ θηλυκὸ γένος. Διότι τὸ ἀρσενικὸ γένος χρειάζεται τὴ βοήθειά του θηλυκοῦ. Ἀλλὰ ἄς μας σπλαγχνισθεῖ ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος εἶναι πέρα ἀπ’ ὅλα καὶ ξεπερνᾶ κάθε ἔννοια καὶ ἀντίληψη.»