Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
Κεφάλαιο 8ο Γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα (Ε)
«Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάνουμε λόγο γιὰ τρεῖς θεούς, γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἕνα Θεό, τὴν Ἁγία Τριάδα, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἀναφέρονται σὲ ἕνα αἴτιο· δὲν συνθέτουν οὔτε συγχωνεύονται, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Σαβέλλιου γιὰ συνένωση διότι, ὅπως εἴπαμε, ἑνώνονται ὄχι γιὰ νὰ συγχέονται, ἀλλὰ νὰ ἀλληλοϋπάρχουν· καὶ ἔχουν τὴν ἀλληλοπεριχώρηση χωρὶς καμιὰ συγχώνευση ἢ ἀνάμειξη· οὔτε βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὴν οὐσία τους οὔτε χωρίζονται, σύμφωνα μὲ τὴ διαίρεση τῆς διδαχῆς τοῦ Ἀρείου. Διότι, ἂν πρέπει νὰ τὸ πῶ μὲ συντομία, ἡ θεότητα –ἂν καὶ χωρισμένη σὲ μέρη ειναι ἀδιαίρετη, σὰν μία σύνθεση καὶ συνένωση τοῦ φωτὸς σὲ τρεῖς ἥλιους ἑνωμένους καὶ ἀχώριστους μεταξύ τους. Ὅταν, λοιπόν, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὴ θεότητα, στὴν πρώτη αἰτία καὶ μοναδικὴ ἀρχή, στὴν ἑνότητα καὶ ταυτότητά της θεότητος, στὴν κίνηση, τὴ βούληση καὶ τὴν ταυτότητα τῆς οὐσίας, τῆς δυνάμεως, τῆς ἐνέργειας καὶ ἐξουσίας, ἕνα γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴ φαντασία μᾶς. Ὅταν πάλι στρέψουμε τὴν προσοχὴ σ’ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχει ἡ θεότητα, ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια, σ’ αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὴ θεότητα καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν πρώτη αἰτία προαιωνίως, μὲ κοινὴ συμφωνία καὶ χωρὶς διαίρεση, ἐννοῶ δηλαδὴ τὶς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, τότε τρία εἶναι αὐτὰ ποὺ προσκυνᾶμε. Ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας, ὁ Πατέρας ποὺ εἶναι ἄναρχος, δηλαδὴ χωρὶς αἰτία· διότι δὲν τὸν δημιούργησε κάποιος. Ἕνας εἶναι ὁ Υἱός, ὁ Υἱὸς ποὺ δὲν εἶναι χωρὶς ἀρχή, δηλαδὴ ἔχει αἰτία· διότι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἂν ὅμως ὑπολογίσεις τὴν ἀρχὴ μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ χρόνου, τότε εἶναι καὶ ἄναρχος· διότι αὐτὸς δημιούργησε τὸ χρόνο, καὶ δὲν ὑπόκειται στὸ χρόνο. Ἕνα εἶναι τὸ Πνεῦμα, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὄχι ὡς υἱὸς ἀλλὰ ἐκπορευόμενο. Οὔτε ὁ Πατέρας χάνει τὴν ἀγεννησία ἐπειδὴ γέννησε, οὔτε ὁ Υἱὸς χάνει τὴ γέννηση ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγέννητο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Οὔτε τὸ Πνεῦμα μεταβάλλεται σὲ Πατέρα ἢ σὲ Υἱό, ἐπειδὴ ἐκπορεύεται καὶ εἶναι Θεός· διότι ἡ ἰδιότητα μένει σταθερή. Καὶ πὼς θὰ μείνει σταθερὴ ἡ ἰδιότητα, ὅταν κινεῖται καὶ μεταβάλλεται; Διότι, ἐὰν ὁ Πατέρας εἶναι Υἱός, δὲν εἶναι κυριολεκτικὰ Πατέρας. Κι ἂν ὁ Υἱὸς εἶναι Πατέρας, δὲν εἶναι κυριολεκτικὰ Υἱός· ἐπειδὴ ἕνας εἶναι στὴν κυριολεξία ὁ Υἱὸς καὶ ἕνα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι γιὰ τὸν Πατέρα λέμε ὅτι δὲν γεννήθηκε ἀπὸ κάποιον· λέμε ὅμως ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Υἱοῦ. Γιὰ τὸν Υἱὸ λέμε ὅτι δὲν εἶναι οὔτε ὁ αἴτιος οὔτε Πατέρας· λέμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ εἶναι Υἱὸς τοῦ Πατέρα. Καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάλι λέμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ καλοῦμε Πνεῦμα τοῦ Πατέρα. Καὶ δὲν λέμε ὅτι τὸ Πνεῦμα προέρχεται ἀπὸ τὸν Υἱό· τὸ ὀνομάζουμε Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ· λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος: «ἐὰν κάποιος δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς δὲν ἀνήκει σ’ αὐτόν». Ὁμολογοῦμε ὅτι μὲ τὸν Υἱό μας φανερώθηκε καὶ μεταδόθηκε. Λέει ὅτι «Φύσησε» καὶ εἶπε στοὺς μαθητές του: «Λάβετε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀκτίνα καὶ ἡ λάμψη προέρχονται ἀπὸ τὸν ἥλιο διότι αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀκτίνας καὶ τῆς λάμψεως, καὶ μὲ τὴν ἀκτίνα μᾶς μεταδίδεται ἡ λάμψη καὶ αὐτὴ εἶναι πού μας φωτίζει καὶ στὴν ὁποία μετέχουμε. Γιὰ τὸν Υἱό, βέβαια, οὔτε λέμε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Πνεύματος οὔτε γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα.»