Κεφάλαιο 4ο

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας. 

Κεφάλαιο 4ο
Γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ Θεός; Ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἀκατάληπτος.

    «Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀλλὰ εἶναι τελείως ἀκατάληπτο  καὶ ἄγνωστο τί εἶναι στὴν οὐσία καὶ τὴ φύση του. Ἐπίσης, εἶναι φανερὸ  ὅτι εἶναι ἀσώματος. Διότι, πὼς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄπειρος (Θεός), ὁ ἀόριστος, ὁ  ἀσχημάτιστος, ὁ ἀψηλάφητος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἁπλὸς καὶ ἀσύνθετος νὰ εἶναι σῶμα;  Κι ἂν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ καὶ νὰ πάθει, πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀμετάβλητος;  Καὶ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ στοιχεῖα καὶ διαλύεται σ’ αὐτά, πὼς θὰ εἶναι καὶ  ἀπαθές. Διότι ἡ σύνθεση εἶναι αἰτία διαμάχης, ἡ διαμάχη χωρισμοῦ καὶ ὁ  χωρισμὸς αἰτία τῆς διασπάσεως. Καὶ ἡ διάσπαση εἶναι τελείως ξένη πρὸς τὸ Θεό.  Πῶς ὅμως θὰ ἔχει ἰσχὺ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς «ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μέσα σ’ ὅλα καὶ  ὅλα τὰ γεμίζει». «Λέει ὁ Κύριος: δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ γεμίζω ὅλο τὸν οὐρανὸ καὶ  τὴ γῆ;». Διότι εἶναι ἀδύνατο τὸ σῶμα νὰ περνᾶ μέσα ἀπὸ σώματα χωρὶς νὰ τὰ  τέμνει οὔτε τὸ ἴδιο νὰ τέμνεται ἢ νὰ συντίθεται καὶ νὰ ἀντιπαρατίθεται, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ὑγρὰ ποὺ ἀναμειγνύονται καὶ ἀποτελοῦν ἕνα κράμα.  Καὶ ἐὰν πάλι ὁρισμένοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπάρχει ἄϋλο σῶμα, ὅπως αὐτὸ ποὺ οἱ  Ἕλληνες σοφοὶ τὸ ὀνόμαζουν πέμπτο σῶμα πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατο, σίγουρα  ὅμως αὐτὸ θὰ κινεῖται ὅπως ὁ οὐρανός. Διότι αὐτὸς εἶναι τὸ πέμπτο σῶμα. Καὶ  ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ τὸ κινεῖ; Διότι καθετὶ ποὺ κινεῖται, ἀπὸ ἄλλον κινεῖται. Καὶ  ἐκεῖνον ποιὸς τὸν κινεῖ; Κι ἔτσι θὰ πᾶμε ὡς τὸ ἄπειρο, ἕως ὅτου φθάσουμε σὲ  κάτι ἀκίνητο. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἀκίνητο ποὺ κινεῖ, καὶ εἶναι τὸ θεῖον. Καὶ πὼς  πάλι αὐτὸ ποῦ κινεῖται δὲν περιορίζεται σὲ τόπο; Ἑπομένως, μόνο τὸ θεῖον εἶναι  ἀκίνητο καὶ κινεῖ μὲ τὴν ἀκινησία τοῦ τὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ θεωρήσουμε  τὸ θεῖο ἀσώματο.
    Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ (ἡ ἀκινησία) μπορεῖ νὰ παραστήσει τὴν οὐσία του, ὅπως οὔτε  ἡ ἔννοια ἀγέννητος, ἄναρχος, ἀναλλοίωτος, ἄφθαρτος καὶ ὅσα λέγονται γιὰ τὸ  Θεὸ ἢ σχετικὰ μὲ τὸ Θεό. Διότι αὐτὰ δὲν φανερώνουν τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ τί  δὲν εἶναι. Πρέπει βέβαια αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁρίσει τὴν οὐσία κάποιου ὄντος  νὰ πεῖ τί εἶναι, καὶ ὄχι τί δὲν εἶναι. Ὅμως, γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ ποῦμε τί  εἶναι στὴν οὐσία του. Εἶναι περισσότερο εὔκολο νὰ μιλήσουμε μὲ τὴν ἀφαίρεση  ὅλων τῶν ἰδιωμάτων του· ἐπειδὴ δὲν ταυτίζεται μὲ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα· ὄχι ὅτι  τάχα δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ διότι ξεπερνᾶ ὅλα τὰ ὄντα καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἔννοιά της ὑπάρξεως.  Διότι, ἂν στὰ ὄντα ἀνήκουν οἱ γνώσεις, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ γνώση  εἶναι καὶ πάνω ἀπὸ  ὴν οὐσία? καὶ τὸ ἀντίστροφο, αὐτὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν  οὐσία, εἶναι καὶ πάνω ἀπὸ τὴ γνώση.
    Ἑπομένως, τὸ θεῖο εἶναι ἀπεριόριστο καὶ ἀκατάληπτο? τὸ μόνο ποὺ  καταλαβαίνουμε γι’ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπεριόριστο καὶ ἀκατάληπτό του. Καὶ ὅσα  λέμε καταφατικὰ γιὰ τὸ Θεό, δὲν φανερώνουν τὴ φύση του, ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μ’  αὐτήν. Ἡ ἔννοια ἀγαθός, δίκαιος, σοφὸς κι ὅ,τι ἄλλο ποῦμε, δὲν ἀναφέρονται στὴ  φύση τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ στὰ σχετικὰ μ’ αὐτήν. Ὑπάρχουν καὶ ὁρισμένες καταφατικὲς  ἔννοιες ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεὸ μὲ καθαρὴ ἀρνητικὴ ἔννοια· π.χ. λέγοντας σκοτάδι  γιὰ τὸ Θεό, δὲν ἐννοοῦμε σκοτάδι, ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει φῶς ποὺ ξεπερνᾶ τὸ δικὸ Τοῦ φῶς»· καὶ λέγοντας φῶς, ἐννοοῦμε ὅτι δὲν εἶναι σκοτάδι.»