Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
Κεφάλαιο 12ο
Γιὰ τὰ ἴδια θέματα.
«Αὐτά, βέβαια, τὰ ἔχουμε διδαχθεῖ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, «ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀρχὴ ὅλων, ὁ χορηγός της φύσεως στὰ ὄντα, τῆς ζωῆς στὰ ζωντανά, τῆς λογικῆς στὰ λογικὰ ὄντα καὶ τοῦ νοῦ στὰ νοερά· εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ καὶ ἡ ἐπανόρθωση αὐτῶν ποὺ ἔχουν πέσει· ἡ ἀνακαίνιση καὶ ἀναμόρφωση ὅσων ἔχουν φθείρει τὴ φύση τοὺς· εἶναι ἡ ἱερὴ σταθερότητα αὐτῶν ποὺ κινοῦνται μὲ μία ἀνίερη ταραχή· ἡ ἀσφάλεια αὐτῶν ποὺ στέκονται σταθεροί· καὶ ἡ ὁδὸς καὶ χειραγώγηση πρὸς τὰ ἄνω αὐτῶν ποὺ βαδίζουν πρὸς Αὐτόν. Θὰ προσθέσω ἐπίσης ὅτι εἶναι Πατέρας αὐτῶν ποὺ δημιούργησε· καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὁ Θεός μας εἶναι Πατέρας μας, διότι Αὐτὸς καὶ ὄχι οἱ γονεῖς μᾶς, μᾶς ἔφερε στὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία· καθὼς οἱ γονεῖς μας ἔλαβαν ἀπ’ Αὐτὸν τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ γεννοῦν. Εἶναι ποιμένας αὐτῶν ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦν καὶ τοὺς ποιμαίνει· εἶναι ὁ φωτισμὸς τῶν φωτιζομένων, ὁ μύστης ὅσων μυοῦνται στὰ ἱερὰ μυστήρια, ἡ αἰτία τῆς θεώσεως τῶν θεουμένων, ἡ συμφιλίωση ὅσων ἔχουν φιλονικήσει, ἡ ἁπλότητα τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἡ ἑνότητα ὅσων ἑνώνονται μεταξύ τους. Εἶναι ἡ ἐξουσία πάνω ἀπὸ κάθε ἐξουσία, ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ ἡ ἀγαθὴ μετάδοση τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων, δηλαδὴ τῆς γνώσεώς Του στὸν καθένα, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο του δυνατοῦ καὶ ἐφικτοῦ». Ἀκόμη πιὸ λεπτομερῶς γιὰ τὰ ὀνόματα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ τὸ θεῖο εἶναι ἀκατάληπτο, σίγουρα θὰ εἶναι καὶ χωρὶς ὄνομα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε τὴν οὐσία του, ἃς μὴ ζητήσουμε τὸ ὄνομα τῆς οὐσίας τοῦ· διότι τὰ ὀνόματα φανερώνουν τὰ πράγματα. Ὁ Θεὸς ὅμως, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθὸς καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὕπαρξη γιὰ νὰ μετέχουμε στὴν ἀγαθότητά του, καὶ μᾶς ἔκαμε ὄντα μὲ γνώση, ἔτσι, ὅπως δέν μας μετάδωσε κάτι ἀπὸ τὴν οὐσία του, οὔτε μας ἔδωσε καὶ τὴ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν μία κτιστῆ φύση νὰ γνωρίσει τελείως τὴν ἀνώτερη ἀπ’ αὐτὴν φύση. Καὶ ἄν, μάλιστα, οἱ γνώσεις γιὰ τὰ ὄντα εἶναι ἐλλιπεῖς, πῶς θὰ γνωρίσουμε αὐτὸ ποῦ ξεπερνᾶ τὴν οὐσία; Ὁ Θεός, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγαθότητα, θέλησε νὰ παίρνει δικά μας ὀνόματα, ὥστε νὰ μὴν εἴμαστε ἐντελῶς ἀμέτοχοι ἀπὸ τὴ γνώση του, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ἔστω καὶ κάποια ἀμυδρὴ ἰδέα γι’ Αὐτόν. Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀκατάληπτος, εἶναι καὶ χωρὶς ὄνομα. Ὅλα τὰ ὄντα ὅμως ὁμολογοῦν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία ὅλων καὶ κατέχει ἐκ τῶν προτέρων τὸ λόγο καὶ τὴν αἰτία κάθε ὄντος· τὸ ὁμολογοῦν ἀκόμη καὶ τὰ ἀντίθετα μεταξύ τους, ὅπως τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι, τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιά, γιὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι Αὐτὸς δὲν εἶναι στὴν οὐσία τοῦ αὐτά. Ἀλλὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ὑπερούσιος, γι’ αὐτὸ καὶ χωρὶς ὄνομα· καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματά του βεβαιώνουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος κάθε ὄντος. Γι’ αὐτό, ἀπὸ τὰ θεία ὀνόματα ἄλλα χρησιμοποιοῦνται μὲ ἀποφατικὴ σημασία γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ ὑπερούσιο, ὅπως ἀνούσιος, ἄχρονος, ἄναρχος, ἀόρατος· ὄχι ὅτι εἶναι κατώτερος ἀπὸ κάποιον ἢ τοῦ λείπει κάτι διότι σ’ Αὐτὸν ἀνήκουν ὅλα καὶ Αὐτὸς τὰ δημιούργησε καὶ τὰ συνέστησε γιὰ τὸν ἑαυτό Του· ξεχωρίζει ἀπ’ ὅλα τὰ ὄντα, διότι ὑπερέχει δὲν εἶναι σὰν κάποιο ὄν, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα. Τὰ ὀνόματα πάλι, ποὺ χρησιμοποιοῦνται καταφατικὰ γιὰ τὸ Θεό, λέγονται ἐπειδὴ εἶναι αἴτιος ὅλων. Ὀνομάζεται ὧν καὶ οὐσία, διότι εἶναι αἴτιος κάθε οὐσίας τῶν ὄντων· ὀνομάζεται λόγος, λογικός, σοφία καὶ σοφός, διότι εἶναι αἴτιος κάθε λόγου καὶ σοφίας, δηλαδὴ τοῦ λογικοῦ καὶ τοῦ σοφοῦ. Παρόμοια λέγεται νοῦς, νοερός, ζωή, ζῶν, δύναμη καὶ δυνατός· καὶ σ’ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, ἐπίσης, θὰ κληθεῖ μὲ παρόμοια ὀνόματα, ποὺ θὰ ληφθοῦν περισσότερο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀξιόλογα καὶ κοντινὰ σ’ Αὐτὸν ὀνόματα. Πιὸ ἀξιόλογα καὶ κατάλληλα ὀνόματα γι’ Αὐτὸν εἶναι τὰ ἄϋλα ἀπὸ τὰ ὑλικά, τὰ καθαρὰ ἀπὸ τὰ ρυπαρὰ καὶ τὰ ἅγια ἀπὸ τὰ μιασμένα, ἐπειδὴ περισσότερο μετέχουν σ’ Αὐτόν. Διότι πιὸ κατάλληλα θὰ κληθεῖ ἥλιος καὶ φῶς παρὰ σκοτάδι, ἡμέρα παρὰ νύχτα, ζωὴ παρὰ θάνατος, καὶ φωτιὰ καὶ πνεῦμα καὶ νερό, διότι ἔχουν ζωή, παρὰ γῆ. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα θὰ ὀνομασθεῖ ἀγαθότητα καὶ ὄχι κακό. Τὸ ἴδιο, θὰ τὸν καλέσει κανένας «ὅν» παρὰ «μὴ ὅν»· διότι τὸ ἀγαθὸ εἶναι ὕπαρξη καὶ αἴτιο τῆς ὑπάρξεως, ἐνῷ τὸ κακὸ εἶναι στέρησή του ἀγαθοῦ, δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως. Αὐτά, λοιπόν, εἶναι τὰ ἀποφατικὰ καὶ καταφατικὰ ὀνόματα· καὶ εἶναι βέβαια πολὺ πετυχημένος ὁ συνδυασμός τους, γιὰ παράδειγμα «ὑπερούσια οὐσία, ὑπέρθεη θεότητα, ὑπεράρχια ἀρχή», καὶ τὰ παρόμοια. Ὑπάρχουν καὶ μερικὰ καταφατικὰ ὀνόματα ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεὸ καὶ ἔχουν ἔννοια ὑπερβολικῆς ἀρνήσεως, ὅπως «σκοτάδι»· ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σκοτάδι, ἀλλὰ δὲν εἶναι φῶς, ἐπειδὴ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ φῶς. Ὀνομάζεται, λοιπόν, ὁ Θεὸς νοῦς, λόγος, πνεῦμα, σοφία καὶ δύναμη, διότι εἶναι ὁ αἴτιος αὐτῶν καὶ ἄϋλος καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων καὶ παντοδύναμος.
Καὶ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, καὶ τὰ ἀποφατικὰ καὶ τὰ καταφατικά, ἀποδίδονται σὲ ὅλο τὸ κοινὸ (οὐσία) τῆς θεότητας. Τὸ ἴδιο ὅμως καὶ ἀπαράλλακτα ἀποδίδονται καὶ σὲ κάθε ξεχωριστὴ ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὅταν ἀναλογισθῶ μία ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις, τὴν ἀναγνωρίζω ὡς τέλειο Θεὸ καὶ τέλεια οὐσία. Καὶ ὅταν πάλι συγκεντρώσω καὶ ἀπαριθμήσω τὰ τρία (πρόσωπα), ἀναγνωρίζω ἕνα τέλειο Θεό. Διότι ἡ θεότητα δὲν εἶναι σύνθετη, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἀχώριστο καὶ ἀσύνθετο σὲ τρία τέλεια. Ὅταν πάλι ἀναλογισθῶ τὴ σχέση τῶν ὑποστάσεων μεταξύ τους, γνωρίζω ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ὑπερούσιος ἥλιος, πηγὴ ἀγαθότητος, ἄβυσσος οὐσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, θεότητος, πηγὴ ποὺ γεννᾶ καὶ προβάλλει τὸ ἀγαθὸ ποὺ κρύβει μέσα της. Ὁ ἴδιος, λοιπόν, εἶναι νοῦς, ἄβυσσός του Λόγου, γεννήτορας τοῦ Λόγου καὶ προβολέας μέσῳ τοῦ Λόγου του ἐκφαντορικοὺ Πνεύματος. Καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ μὲ δυὸ λόγια, δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν Πατέρα λόγος, σοφία, δύναμη, θέληση, παρὰ μόνον ὁ Υἱός του, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μοναδικὴ δύναμη τοῦ Πατέρα, ἡ πρώτη αἰτία τῆς δημιουργίας ὅλων. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὀνομάζεται Υἱός, διότι σὰν τέλεια ὑπόσταση γεννιέται ὅπως αὐτὸς γνωρίζει. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Πατέρα ποὺ φανερώνει τὰ κρύφια της θεότητος· δὲν γεννιέται ἀλλὰ ἐκπορεύεται μέσῳ του Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅπως αὐτὸς γνωρίζει· γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τελειοποιεῖ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος. Ὅσα, λοιπόν, ἁρμόζουν στὸν Πατέρα ποὺ εἶναι ὁ αἴτιος, ἡ πηγὴ καὶ ὁ γεννήτορας, πρέπει νὰ τὰ ἀποδίδουμε μόνο στὸν Πατέρα· ὅσα ἁρμόζουν στὸ ἀποτέλεσμα τῆς αἰτίας, στὸ γεννητὸ Υἱό, Λόγο, δύναμη προκαταρκτική, θέληση καὶ σοφία, νὰ τ’ ἀποδίδουμε στὸν Υἱό· ὅσα ἐπίσης ταιριάζουν στὸ ἀποτέλεσμα τῆς αἰτίας, τὸ ἐκπορευτό, ἐκφαντορικὸ καὶ τελεσιουργό, νὰ τ’ ἀποδίδουμε στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἡ πηγὴ καὶ αἰτία τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος· εἶναι Πατέρας μόνον τοῦ Υἱοῦ καὶ προβολέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱός, Λόγος, σοφία καὶ δύναμη, εἰκόνα, κατοπτρισμὸς καὶ τύπος τοῦ Πατέρα· προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Πατέρα, διότι ὁ Πατέρας τὸ ἐκπορεύει καὶ διότι καμιὰ κίνηση δὲν ὑπάρχει χωρὶς τὸ Πνεῦμα· τὸ Πνεῦμα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἐκπορεύεται ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ μέσῳ αὐτοῦ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα· διότι μοναδικὸς αἴτιος εἶναι ὁ Πατέρας.»