Ματθ. β΄6

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καί σύ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γάρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τόν λαόν μου τόν Ἰσραήλ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί σύ, Βηθλεέμ, πού περιλαμβάνεσαι εἰς τήν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, μολονότι φαίνεσαι χωρίον μικρόν, δέν εἶσαι ὅμως καθόλου ἡ πλέον ἀσήμαντος ἀπό τάς πρωτευούσας πόλεις, πού ἡγεμονεύουν εἰς τήν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Καί δέν εἶσαι ἡ πλέον μικρά, διότι ἀπό σέ θάβγῇ ἄρχων, ὁ ὁποῖος θά ποιμάνῃ τόν λαόν μου τόν Ἰσραήλ» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα).

ΣΧΟΛΙΟ

    «Βηθλεέμ… Τὴν λέξιν αὐτὴν προφΈρουν τὰ χείλη ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων κατὰ τάς ἡμέρας αὐτάς, ἐνῶ ἡ σκέψις των γυρίζει δύο περίπου χιλιάδες χρόνια ὀπίσω. Προσπαθεῖ νά ἀναπαραστήση τὸ μικρὸν καὶ ἤρεμον χωριό, τὸ ὁποῖον εἰς ὡρισμένην, μοναδικὴν καὶ ἐξαιρετικῶς κρίσιμον στιγμὴν προσέφερε μίαν πτωχικήν καὶ ἀπέριττον γωνίαν εἰς τὸν βασιλέα καὶ κυρίαρχον τῆς ὅλης δημιουργίας.
    Δεν ἦτο ἡ Βηθλεέμ ἀπὸ τάς μεγάλας πόλεις τοῦ ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους. Τὸ ὄνομά της καὶ ἡ ζωὴ της δέν ἐκάλυψε σελίδας πολλὰς εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ἱστορίας τοῦ περιουσίου λαοῦ. Μικρὰ κωμόπολις ἦτο, ὀλίγον ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ὅμως αἰῶνας πρὸ Χριστοῦ, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς προφήτας, φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐξεφράσθησαν δι’ αὐτὴν μὲ ἰδιαιτέραν στοργὴν καὶ τῆς ἔπλεξαν ἐγκώμια θαυμαστά. Τὰ ὅσα εἶπαν δέν ἀπέβλεπαν εἰς τὴν θέσιν καὶ τὴν σημασίαν της εἰς τὴν Ἱστορίαν τοῦ παλαιοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἰς τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν δόξαν, ἡ ὁποία θὰ τὴν περιέβαλλε κατὰ τοὺς ἐσχάτους καιρούς. Ὅπως ὅλα, ὅσα σχετίζονται μὲ τὸν «Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου», εἶχαν πρὸ πολλοῦ ἐξαγγελθῇ, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ ἐνανθρώπησίς του ἀνῆκεν εἰς τάς γνώσεις, τάς ὁποίας τὸ προφητικὸν πνεῦμα εἶχεν ἐμπιστευθῆ εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὁ τόπος λοιπόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπρόκειτο νά γεννηθῇ, ἦτο γνωστὸς πρὸ αἰώνων. «Καὶ σύ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἰ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ» (Μιχ. ε’ 1, Ματθ. β’ 6). Καὶ σύ, Βηθλεέμ, ποὺ περιλαμβάνεσαι εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Ἰούδα, μολονότι φαίνεσαι μικρον καὶ ἄσημον χωριό, δεν εἶσαι καθόλου ἀσήμαντος μεταξὺ τῶν μεγάλων πόλεων τῆς φυλῆς Ἰούδα. Διότι ἀπὸ σὲ θὰ προέλθῃ ἄρχων, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνῃ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ.
    Τὰ χρόνια ἐπερνοῦσαν καὶ ἡ Βηθλεέμ ἦτο ὡσὰν νά μὴ ὑπῆρχε. Ἡ Βηθλεέμ ἔμενεν εἰς τὴν ἀφάνειαν. Ἦλθεν ὅμως ἡ ἡμέρα, καὶ ἡ βυθισμένη εἰς τὸ σκότος τῆς ἀφανείας Βηθλεέμ ἐφωτίσθη ἀπὸ οὐράνιον φῶς καὶ ἐδοξάσθη μὲ δόξαν ἀθάνατον. Φάτνη πενιχρὰ εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαιά της, ὡσὰν πτωχική, ἀλλὰ θερμή ἀγκαλιά, ἔγινε τὸ λίκνον τοῦ βασιλέως Χριστοῦ. Ἀναρίθμητοι στρατιαί οὐρανίων δυνάμεων, ἔνδοξα καὶ ἀστραποβόλα Χερουβείμ καὶ Σεραφείμ, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ἀνεβοκατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς αὐτήν. Καὶ οἱ ἀγράμματοι ποιμένες τῆς μικρᾶς πόλεως ἤκουσαν τὸν ὑπέροχον ὕμνον ἀπὸ τὰ στόματα τῶν οὐρανίων ἐπισκεπτῶν. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Χαρῆτε ὅλοι καὶ πανηγυρίσατε. Εἰς αὐτὸν τὸν τόπον τὸν πτωχὸν ἐγεννήθη τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής…
    Ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς νέα περίοδος τῆς ἱστορίας ἤρχισε νά γράφεται μὲ τὴν προμετωπίδα «Ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθη ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας». Εἰς τὴν νέαν αὐτὴν περίοδον ἡ μικρὰ καὶ ἄσημος πόλις, ἐνῶ εἰς ἔκτασιν ἔμεινε μικρά, ἔγινεν εἰς δόξαν μεγάλη. Ἡ φήμη της ἁπλώθη εἰς τοῦ κόσμου τὰ πέρατα. Καὶ τὸ ὄνομά της ἀκουόμενον προκαλεῖ συγκίνησιν εἰς τάς καρδίας ὅλων τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων.
    «Καὶ σὺ Βηθλεέμ… οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ…». Ἐλᾶτε τώρα, ἀδελφοί μου, νά στρέψωμεν τὴν προσοχὴν μας εἰς μίαν ἄλλην Βηθλεέμ, ἡ ὁποία δέν εἶναι κτισμένη εἰς τὴν πλαγιάν κάποιου λόφου τῆς Ἰουδαίας, ἀλλ’ εὑρίσκεται κοντὰ μας, πολὺ κοντὰ μας. Ἡ Βηθλεέμ αὐτή εἶναι ἐντός μας εἶναι ἡ καρδία μας. Εἶναι ἴσως ἄσημος καί ταπεινή. Ἴσως εἶναι καὶ φοβερὰ λερωμένη. Εὑρίσκεται πιθανὸν εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ποὺ καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅταν στρέφωμεν τὴν προσοχὴν μας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν της, δοκιμάζομεν αἴθημα ἐντροπῆς. Σπήλαιον, λάσπες, φάτνη ἀλόγων ζῴων εἶναι ἡ ἰδική μας Βηθλεέμ! Πόσον καιρὸν ἆραγε ἔχει νά πλυθῇ καὶ νά καθαρισθῇ; Ἀπὸ πότε ἔχει νά εἰσέλθῃ εἰς τὰ κλειστὰ καὶ σκοτεινὰ βάθη τῆς κάποια ἀκτὶς τοῦ ἡλίου; Καὶ ὅμως, εἰς αὐτὴν τήν ἄσημον καὶ ταπεινὴν Βηθλεέμ τῆς καρδίας μας ζητεῖ νά ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. «Υἱέ, δός μοι σὴν καρδίαν» (Παροιμ. κγ’ 26). Θέλει ὁ νεογέννητος Βασιλεύς τοῦ οὐρανοῦ νά ἔλθῃ νά κατοικήσῃ εἰς αὐτήν. Θέλει νά τὴν ἀποσπάση ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ κακοῦ καὶ νά τὴν λούσῃ εἰς τὸ φῶς τῆς λυτρώσεως. Ποθεῖ ὁ Κύριος νά ἔλθῃ εἰς τὴν ψυχὴν μας, νά κατοικήσῃ μονίμως, νά διαμείνῃ αἰωνίως εἰς αὐτήν. Ἐπιθυμεῖ πολὺ νά τὴν καθαρίση ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν καὶ νά τὴν κάμῃ ἰδικόν του θρόνον καὶ ἰδικόν του παλάτι. Ἐπιθυμεῖ νά τὴν ἀποσπάση ἀπὸ τὴν ἀφάνειαν καὶ τὴν ἀδοξίαν καὶ νά τὴν κάμῃ ἔνδοξον νά τῆς ἀφαιρέση κάθε «σπίλον ἤ ῥυτίδα», ποὺ τῆς ἐπροκάλεσεν ἡ ἁμαρτία, καὶ νά τὴν καταστήσῃ «ἁγίαν καὶ ἄμωμον», ὥστε νά ἀκτινοβολῇ θείαν δόξαν καὶ νά σκορπίζῃ γύρῳ τῆς τὸ ἄρωμα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος.
    Ἂς τὸ σκεφθῶμεν καλὰ αὐτό. Καὶ ὅταν κατὰ τὴν ἁγίαν νύκτα τῶν Χριστουγέννων θὰ σημάνῃ ἡ καμπάνα τοῦ ναοῦ, ἂς τρέξωμεν μὲ πόθον ἱερὸν εἰς τὴν φωτολουσμένην ἐκκλησίαν μας. Καὶ ἐκεῖ, ἀκούοντες τὰ ψάλματα καὶ τοὺς ἑορτίους ὕμνους, ἂς προσπαθήσωμεν νά ἀναπαραστήσωμεν μὲ τὴν φαντασίαν μας τὸ ὑπέροχον, τὸ ἄφθαστον, τὸ μοναδικὸν ἐκεῖνο γεγονὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ἂς ἀφήσωμεν τὴν ψυχὴν μας νά λατρεύσῃ μὲ ὅλην της τὴν δύναμιν τὸ θεῖον Βρέφος, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὸν πτωχικόν σταῦλον τῆς Βηθλεέμ. Ταπεινοὶ προσκυνηταί τοῦ λατρευτοῦ μας Ἰησοῦ, ἂς προσέλθωμεν «μετὰ φοβοῦ Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης», διὰ νά τὸν ὑποδεχθῶμεν εἰς τὴν φάτνην τῆς πιστῆς καὶ εὐλαβοῦς καρδίας μας. Ἂς πλησιάσωμεν μὲ θάρρος, ἀφοῦ προηγουμένως καθαρίσωμεν τὴν ψυχὴν μας μὲ τὸ λουτρὸν τῆς μετανοίας καὶ τὴν ἐξαγνίσωμεν μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ πάρωμεν τὴν χάριν τῆς ἀφέσεως. Καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος δεν θὰ μᾶς ἀποστραφῇ καὶ δέν θὰ μᾶς περιφρονήσῃ, ἂς τοῦ εἴπωμεν:
    Ἔλα, κοσμοπόθητε Σωτήρ, ἔλα, οὐράνιε Λυτρωτά, ἔλα, Χριστὲ μας, νά κατοικήσῃς εἰς τὴν Βηθλεέμ τῆς καρδίας μας. Δέν εἶναι ὅπως σύ τὴν εἶχες πλάσει, ἁγνή καὶ ἀναμάρτητος… Ἡμεῖς, χρησιμοποιοῦντες κακῶς τὸ δῶρον τῆς ἐλευθερίας, τὴν ἔχομεν ἀπογυμνώσει ἀπὸ τὴν δόξαν της καὶ τὴν ἔχομεν κάμει πτωχήν. Ναί, εἶναι γεμάτη ἀπὸ κηλῖδες καὶ τραύματα! Ἔλα σύ, Κύριε, νά τὴν καθαρίσῃς καὶ νά τὴν ἁγιάσῃς, νά τὴν κάμῃς θρόνον ἰδικόν σου, ὥστε νά μένῃς Σὺ ἐντός μας καὶ ἡμεῖς «ἐν Σοί». Ἔλα, νεογέννητε Χριστέ, εἰς τὴν Βηθλεέμ τῆς ψυχῆς μας· Σὲ ἱκετεύομεν. Σὲ προσκυνοῦμεν καὶ Σὲ δοξάζομεν. Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἐπί γῆς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).