Φιλιπ. β΄7

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀλλ’ ἐκένωσε τόν ἑαυτόν του, διότι ἐμίκρυνε μόνος του πρός καιρόν τήν δόξαν καί τό μεγαλεῖον τῆς θεότητός του καί ἔλαβε μορφήν δούλου, γενόμενος ὅμοιος πρός ἀνθρώπους» ( Ἀπό τήν «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ἂς ἀφήσωμεν τὴν σκέψιν μας νά γυρίση ὀπίσω πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια καὶ ἂς χρησιμοποιήσωμεν ὡς ὁδηγὸν μας εἰς τὴν ἀναδρομὴν αὐτὴν τὸν θεόπνευστον λόγον τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μία πανάμωμος Κόρη, συνοδευομένη ἀπὸ τὸν μνηστῆρα καὶ προστάτην της, ἀφήνει τὸν τόπον τῆς διαμονῆς της τὴν Ναζαρετ, καὶ σπεύδει πρὸς τὴν Βηθλεέμ. Πρὸ ἐννέα μηνῶν εἶχε δεχθῇ τὴν ἐπίσκεψιν οὐρανίου ἐπισκέπτου, τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τῆς ἀπεκάλυψε «τὸ ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον». Τῆς ἀνεκοίνωσεν ὅτι αὐτή ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ηὐδόκησε νά γίνῃ καὶ Υἱὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἰδοὺ ὅτι αὐτὴν τὴν πρώτην νύκτα, ποὺ ἔφθασεν εἰς τὴν Βηθλεέμ, θὰ ἐγεννᾶτο ὡς ἄνθρωπος «ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων καὶ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων». Εἶχεν ἔλθει ἡ μεγάλη στιγμή, ποὺ τὴν ἐπόθησαν αἰῶνες καὶ τὴν ἐνοστάλγησαν γενεαὶ γενεῶν! «Ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» νά γεννηθῇ ὡς ἄνθρωπος ὁ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου! Νά ζήση ἐπὶ τῆς γῆς ὁ ποιητὴς τῆς γῆς! Νά ἴδῃ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης!
    Ἔκθαμβος στέκει ὁ Ἰωσήφ ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου. Σιωπηλὴ ἡ ἁγία Παρθένος προσφέρει τάς πρώτας στοργικάς περιποιήσεις εἰς τὸ οὐράνιον Βρέφος. Καθε εὐλαβής πιστός, ἀναλογιζόμενος τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος τοῦ μεγάλου  μυστηρίου, διερωτᾶται:  «Ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρὸς πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;». Καὶ ὁ ὑψιπετὴς τῆς θεολογίας ἀετός, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, βροντοφωνεῖ: «Ὁ Λογος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. α’ 14). Ὁ δὲ οὐρανοβάμων Παῦλος γράφει: «Ἑαυτὸν ἐκένωσε, μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β’ 7). Ἐσμίκρυνε τὴν δόξαν του. Περιέστειλε τὴν αἴγλην καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς θεότητός του. Καὶ ἰδού, λοιπόν, ὁ Λόγος γεννᾶται ὡς ἄνθρωπος καὶ σπαργανοῦται ὡς βρέφος καὶ θηλάζει ὡς νήπιον καὶ ἀνακλίνεται εἰς τὴν φάτνην!
    «Ἑαυτὸν ἐκένωσε». Εἰς τὴν πρώτην, τὴν ὑλικὴν δημιουργίαν, ἐκλάμπει τὸ θεϊκόν μεγαλεῖον εἰς ἄφθαστον μεγαλοπρέπειαν. Κατὰ τὴν γέννησιν ὅμως τοῦ Θεανθρώπου ἐκπλήσσει ἡ ἄφατος ταπείνωσις.
    Σκεφθῆτε τὴν μητέρα, ἂς εἶναι καὶ βασίλισσα ἀκόμη, πόσον συγκαταβαίνει, εἰς ποίας πράξεις ταπεινάς προβαίνει, προκειμένου νά περιποιηθῇ τὸ νήπιον, ποὺ ἔφερεν εἰς τὸν κόσμον καὶ τὸ ὁποῖον μίαν ἡμέραν θὰ γίνῃ βασιλεύς! Πόσον κατέρχεται εἰς τὸ νοητικὸν ἐπίπεδον τοῦ παιδίου της, διὰ νά τοῦ μεταδώσῃ ἀπὸ τάς γνώσεις τῆς! Πόσον προσπαθει νά τοῦ ὁμιλῇ καὶ τοῦ συμπεριφερεται μὲ τρόπον ὅσον τὸ δυνατὸν πλησιέστερον καὶ οἰκειότερον πρὸς τὴν νοητικὴν καὶ συναισθηματικὴν τοῦ κατάστασιν! Σμικρύνει ὅσον εἶναι δυνατὸν τὸν ἑαυτὸν της, διὰ νά πλησιάσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον τὸ νήπιον τέκνον της. ‘Ἀλλὰ πρὸς τὴν τοιαύτην συμπεριφορὰν καὶ συγκαταβασιν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὀσονδηποτε μεγάλη καὶ ἂν εἶναι ἡ νοητικὴ ἀπόστασις, ποὺ τοὺς χωρίζει, εἶναι ἀδύνατον νά συγκριθῇ ἡ κένωσις τοῦ Λόγου. Ἀποτελεῖ ἡ κένωσις πρᾶξιν ταπεινωσεως ἀκατάληπτον διὰ τὸ ἀνθρώπινον λογικόν, ἀφθαστον δὲ καὶ ἀπραγματοποιητον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον.
    «Ἑαυτὸν ἐκένωσε». Πῶς θὰ μᾶς ἐφαίνετο, ἐὰν μᾶς ἐλεγε κανείς, ὅτι ὁ ἥλιος πού μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, ὁ ἥλιος πού εἶναι κατὰ ἕν ἑκατομμύριον καὶ τριακοσίας περίπου χιλιάδας φορὰς μεγαλύτερος ἀπὸ τὴν γῆν, ἔγινεν ὡς ἕνας κόκκος σίτου, χωρὶς νά χάσῃ τίποτε ἀπολύτως ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴν θερμότητά του! Καὶ ὅμως, τὸ νά γεννηθῇ ὁ Κύριος ὡς βρέφος καὶ νά ζήση ὡς ἄνθρωπος, χωρὶς νά ἀποβάλῃ τὴν θεότητά του, αὐτό εἶναι ἀπείρως περισσότερον.
    «Ἑαυτὸν ἐκένωσε». Ὄχι, δέν ἦτο τοῦτο ἐκδήλωσις ἀδυναμίας. Δεν ἐγεννήθη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Βηθλεέμ, εἰς τὴν ἀπροσμέτρητον ἐκείνην πτωχείαν τοῦ σπηλαίου καὶ τῆς φάτνης, διότι δέν ἠμποροῦσε νά κάμῃ διαφορετικά. Δέν περιεβλήθη τὴν εὐτέλειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διότι τὸν ἐπίεζε κάποια ἀνάγκη, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἦτο ἀδύνατον νά ξεφύγη. Ὄχι. Ἡ θεία Του ἀνανθρώπησις ἧτο ἔργον τῆς ἀπολύτως ἐλευθέρας θελήσεώς Του, ἔργον βαθυτάτης καὶ ἀφθάστου ἀγάπης πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
    Ἔκπληκτοι αἱ στρατιαὶ τῶν ἀγγέλων, ὅταν ὁ παντοδύναμος Κύριος ἐδημιούργει τὰ σμήνη τῶν γαλαξιῶν καὶ τάς ἀναριθμήτους μυριάδας τῶν ἀστέρων, «ᾔνεσαν φωνὴ μεγάλη» τὸν «κραταιὸν καὶ δυνατόν» (Ψαλμ. κγ’ 8), εἰς τὸ νεῦμα τοῦ ὁποίου τὰ πάντα ἀνεξαιρετως λαμβανουν ὑπόστασιν καὶ ὑποτάσσονται. Καὶ τώρα, ποὺ βλέπουν τὸν ἐπὶ θρόνου Χερουβικοῦ ἐποχούμενον νά κάμνῃ θρόνον του τὴν Παναγίαν Μητέρα τοῦ καὶ νά μεταβάλλῃ τὸ σπήλαιον εἰς οὐρανόν, σπεύδουν ἐκεῖ αἱ οὐράνιαι στρατιαί, διὰ νά προσφέρουν τὴν λατρείαν των καὶ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἀσιγήτως καὶ ἀκαταπαύστως εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνυμνοῦν καὶ μεγαλύνουν.
    «Ἑαυτὸν ἐκένωσεν». Ἀλλὰ δέν ἐκπλήττει μόνον ἡ ἄκρα συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἐνανθρωπησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐξ ἴσου, ἂν μὴ καὶ περισσότερον, ἐκδηλωνεται καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ. Ποία ἧτο ἡ βαθύτερα αἰτια, ποῦ παρεκίνησε τὴν θείαν παντοδυναμιαν νά ἐκδηλωθῇ τόσον μεγαλειώδης, ὅσον ἐφάνη κατὰ τὴν πρώτην δημιουργίαν; Ποία ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν ἄνθρωπον; Ἐπρόκειτο νά πραγματοποιηθῇ ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ, «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. α’ 26). Ἡ πατρικὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη τοῦ παναγάθου Δημιουργοῦ διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐκίνησε τὴν παντοδυναμίαν του, διὰ νά ἐκδηλωθῇ καὶ ἐκλάμψῆ εἰς τὸ θαῦμα ἐκεῖνο τῆς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργίας.  
    Ἡ αὐτή ὅμως ἀστείρευτος πηγὴ τῆς ἀγάπης γίνεται ἡ γενεσιουργὸς αἰτία καὶ διὰ τὴν κένωσιν τοῦ Λόγου. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δέν κατενόησε καὶ δέν ἐξετίμησε τὴν πρώτην ἐκδήλωσιν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν εὐτυχίαν τοῦ Παραδείσου τῆς Ἐδέμ, ἰδοὺ καὶ νέα ἐκδήλωσις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πλάσμα του. «Ἐτι ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητὸν αὐτοῦ», «οὐκ ἐφείσατο», ἀλλ’ «ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν ἔσχατον πρὸς αὐτούς» (Μαρκ. ιβ’ 6). Καὶ αὐτός, διὰ νά ἔλθῃ πλησίον μας καὶ μᾶς δείξῃ τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του, «ἑαυτόν ἐκένωσε, μορφὴν δούλου λαβών».  Ὤ, ἀγάπη ὑπερβαίνουσα κάθε μέτρον!
    Ἂς θαυμαζουν οἱ ἄνθρωποι τὴν δύναμιν, ὁπουδήποτε καὶ ὁπωσδήποτε καὶ ἂν ἐκδηλώνεται αὐτή, εἴτε ὡς ῥώμη σωματικὴ εἴτε ὡς δύναμις φυσικὴ εἴτε ὡς ἐνέργεια προκαλουμένη ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ γεγονός εἶναι ὅτι τὴν ἀνθρωπότητα ἐν τῷ συνόλῳ της, ἀλλὰ καὶ ἕκαστον ἄτομον ἰδιαιτέρως, δέν ὠφέλησε καὶ δέν ὠφελεῖ τόσον ἡ δύναμις, ὅσον ἡ ἀγάπη. Ὄχι τὰ τηλεβόλα καὶ τὰ κατευθυνόμενα βλήματα, οὔτε αἱ ὑδρογονο βόμβα ἤ καί οἱ πύραυλοι, οὔτε οἱ τεχνητοὶ δορυφόροι. Δεν εἶναι αὐτά πού ἐξυπηρετοῦν τάς σωματικὸς καὶ τάς πνευματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ ὁ καλὸς Σαμαρείτης, ὁ κυπτων στοργικως ἐπανῶ εἰς τὰ τραύματα καὶ τὰ ἕλκη τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅσον περισσοτεραν ἐνέργειαν κατορθωνει νά ἀποδεσμευση ἀπὸ τὴν ὕλην ἡ ἀνθρωπότης, τόσον συντελεῖ εἰς τὸ νά αὐξανοῦν οἱ φόβοι καὶ αἱ ἀνησυχίαι της. Ὅσον ὅμως μεγαλυτέραν ἀγάπην ἐκδηλώνει, τόσον οἱ φόβοι διαλύονται καὶ τὰ μίση ὑποχωροῦν καὶ αἱ ψυχαὶ γαληνεύουν καὶ ἡ ἀνθρωπότης εὐημερεῖ.
    Καὶ μὲ τὸν συνδυασμὸν τῆς βαθυτέρας ταπεινώσεως πρὸς τὴν θερμοτέραν ἀγάπην δημιουργεῖται τὸ ἰσχυρὸν θεμέλιον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου κτίζεται ἀσφαλῶς ὁλόκληρον τὸ οἰκοδόμημα τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Μιμούμενος ὁ ἄνθρωπος Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν ἄπειρον πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην τοῦ κινούμενος «ἑαυτὸν ἐκένωσε, μορφὴν δούλου λαβών», θὰ ἀνυψωθῇ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, διὰ νά συναντήσῃ ἐκεῖ καθήμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, ἔνδοξον καὶ λαμπρὸν καὶ ἀπαστράπτοντα, τὸν θεάνθρωπον Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ ἀπείρῳ του παντοδυναμίᾳ παρακινούμενος ἀπὸ τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην του, «ἑαυτὸν ἐκένωσε, μορφὴν δούλου λαβών», θά ἀνυψωθῇ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ, διά νά συναντήσῃ ἐκεῖ καθήμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ θεοῦ, ἔνδοξον καί λαμπρόν καί ἀπαστράπτοντα, τόν θεάνθρωπον Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ ἀπείρῳ του παντοδυναμίᾳ παρακινούμενος ἀπό τήν αὐτήν πρός ἡμᾶς ἀγάπην του, ἑαυτόν ἐκένωσε, μορφήν δούλου λαβών» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἐπί γῆς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).