Λουκκ. β΄7

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καί ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύμματι»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί ἐγέννησε τόν πρῶτον καί μμονογενῆ υἱόν της, καί τόν περιετύλιξε μέ σπάργανα καί τόν ἔβαλε μέσα εἰς τήν φάτνην, διότι λόγῳ τῆς συρροῆς πολλῶν ξένων πού ἦλθαν νά ἀπογραφοῦν, δέν ὑπῆρχε δι’ αὐτούς τόπος εἰς τό πανδοχεῖον, πού ἐστάθμευσαν διά νά περάσουν τήν νύκτα» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα).

ΣΧΟΛΙΟ

    «Εἶναι νύκτα καὶ ἡ Βηθλεέμ κοιμ[Αται. Ἔχουν ἐκεῖ συγκεντρωθ«Η ἸσραΗλῖται ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Ῥώμης εἶχε διατάξει γενικὴν ἀπογραφὴν καὶ  ὅλοι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά μεταβοῦν εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς των, ὅπου θὰ κατεγράφοντο εἰς τοὺς καταλόγους. Κανεὶς ὅμως ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς ἡσύχου πολίχνης δέν ἔλαβεν εἴδησιν περὶ τοῦ θείου ἐπισκέπτου, ὁ ὁποῖος τῆς ἐπεφύλασσεν ἰδιαιτέραν ὅλως τιμήν. Ποῖος θὰ ἔδιδε σημασίαν εἰς ἕνα ἄγνωστον πρεσβύτην, ποὺ συνώδευε νεαρὰν Παρθένον καὶ ἐζητοῦσε μέρος, διὰ νά περάσουν τὴν νύκτα ἐκείνην; Ἂν καὶ κατήγοντο καὶ οἱ δύο, ὁ Ἰωσήφ καὶ ἡ Παρθένος, ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, «ἐξ οἴκου καὶ πατριὰς Δαυίδ» (Λουκ. β’ 4), ὅμως εἰς τὰ σπίτια ὅλα τῆς Βηθλεέμ δέν ὑπῆρχε χῶρος δι’ αὐτούς. Κτυποῦν τὴν θύραν τοῦ πανδοχείου. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος». Ὤ! καὶ ἔφθασεν ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Παρθένος Μαρία θὰ φέρῃ εἰς τὸν κόσμον «τὸν Υἱὸν Δαυίδ» (Ματθ. ιβ’ 23), τὸν ἐκλεκτόν καὶ εὐλογημένον ἀπόγονον τοῦ ἐνδόξου γενάρχου της! Ποῦ λοιπόν, ἐκεῖ εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαυίδ, θὰ κατακλίνῃ τὸν Μονογενῆ της; Στιγμὴ ἱερά, μοναδικὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ κόσμου! Ἂς μὴ χρησιμοποιήσωμεν λόγους ἀνθρωπίνους. Ἂς ἀκούσωμεν τοὺς λόγους τοῦ Πνεύματος. «Καὶ ἔτεκε τὸν Υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτοτόκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β’ 7). Ὤ, ταπεινώσεως βάθος δυσθεώρητον! Ὤ, ἀγάπης θησαυρὸς ἀνεκτιμητος!
     «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος». Ἀδελφέ μου, δυσφορεῖς διὰ τὴν σκληράν συμπεριφορὰν τῶν κατοίκων ἐκείνων τῆς Βηθλεέμ, οἱ ὁποῖοι δεν ἀνταπεκρίθησαν εἰς τὴν παράκλησιν τοῦ Ἰωσήφ, νά παραχωρήσουν μίαν ζεστὴν γωνίαν εἰς τὴν Θεοτόκον. Ἴσως ὅμως ἡ ἄρνησις ἐκείνη νά ἔχῃ πολλὰ ἐλαφρυντικά. Τὸ νά ὑπάρχουν ὅμως καὶ σήμερον ἀκόμη, ἔπειτα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι φέρονται μὲ τὸν ἴδιον ψυχρὸν καὶ ἀδιάφορον τρόπον, αὐτό εἶναι τὸ κατ’ ἐξόχην θλιβερόν. Κτυπᾶ καὶ σήμερον ὁ Κύριος τὴν θύραν πολλῶν ἀνθρώπων. «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. γ’ 20). Κτυπᾶ καὶ ζητεῖ. «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν» (Παροιμ. κγ’ 26). Δέξου με νά ἔλθω νά κατοικήσω εἰς τὴν ψυχήν σου. Ἀναγνώρισέ με Θεόν σου, δημιουργὸν σου, νομοθέτην σου. Σωτῆρα σου, Κύριόν σου. Καὶ ὅμως ποία ἀγνώμων συμπεριφορά! Πόσαι ψυχαὶ καὶ σήμερα δέν τοῦ ἀνοίγουν! Καὶ εἶναι αἱ ψυχαὶ αὐταί ἀνήσυχοι, ἀνικανοποίητοι, λυπημέναι, ἀπογοητευμέναι, διότι δέν ὑπάρχει εἰς αὐτὰς τόπος ἤ μᾶλλον δέν παρεχώρησαν αἱ ψυχαὶ αὐταί μίαν μικράν ἔστω γωνίαν εἰς τὸν Σωτῆρα Κύριον. Αἱ μέριμναι καὶ αἱ φροντίδες τοῦ βίου τάς ἀπασχολοῦν ἐξ ὁλοκλήρου. Αἱ χαραὶ ἤ αἱ λῦπαι τοῦ κόσμου εἶναι τὸ περιεχόμενόν των. Ποῦ νά μείνῃ ὁ Κύριος, διὰ νά μεταδώσῃ φῶς καὶ χαρὰν καὶ εἰρήνην εἰς τάς ταλαιπωρουμένας ψυχάς; Ἡ λάμψις τοῦ ἀξιώματος καὶ ἡ χλιδὴ τοῦ πλούτου ἤ, ἀντιθέτως, ἡ καταθλιπτική ἀπομόνωσις καὶ ἡ πικρὰ πτωχεία ἔχουν ζαλίσει τάς ψυχάς αὐτάς. Ἂν ὅμως προσέφεραν κάποιαν θέσιν εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν, ἂν ἄνοιγαν μικράν ἔστω δίοδον, διὰ νά εἰσέλθῃ ἐκεῖνος, πόσον τὰ πράγματα θὰ μετεβάλλοντο! Καὶ αὐτή ἀκόμη ἡ πτωχική καλύβη θὰ ἐγίνετο οὐρανός! Τοὺς στεναγμοὺς θὰ διεδέχοντο δοξολογίαι. Τὴν λύπην ἡ χαρά. Τὴν ἐρημίαν καὶ ἐγκατάλειψιν, ἡ συντροφιά θείων ἀπεσταλμένων. Ἂν ὑπῆρχεν εἰς κάθε ψυχὴν τόπος διὰ τὸν Κύριον, τὶ τότε θὰ ἔλειπεν ἀπὸ τὴν ψυχὴν αὐτήν; Ἔτσι ἐπαναλαμβάνεται καὶ μὲ τάς ψυχὰς αὐτὰς εἰς τάς ἡμέρας μας τὸ θλιβερὸν γεγονός, ποὺ συνέβη τότε εἰς τὴν Βηθλεέμ, ὅταν διὰ τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν Μητέρα του «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καταλύματι».
     «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος». Χαρούμενοι καὶ γελαστοὶ μέσα εἰς καινούργια καὶ ζεστά ἐνδύματα θὰ ἑορτάσουν τάς μεγάλας ἑορτὰς καὶ θὰ καθίσουν εἰς τὸ Χριστουγεννιάτικο τραπέζι των οἱ Χριστιανοί. Αὐτό κανεὶς δεν θὰ τὸ κατηγορήσῃ. Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἂς γίνῃ ἀφορμὴ διὰ νά ἀπολαύσουν οἱ πιστοὶ τὰ δῶρα καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂς σκεφθῶμεν ὅμως, μήπως κατὰ τάς ἁγίας αὐτὰς ἡμέρας τῶν ἑορτῶν θὰ ὑπάρχουν ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, κατὰ συνέπειαν δὲ καὶ ἀδελφοὶ ἰδικοί μας, διὰ τοὺς ὁποίους θὰ λεχθῇ ὅτι καὶ κατ’ αὐτὰς ἀκόμη τάς ἁγίας ἡμέρας τῶν ἑορτῶν «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος»! Μήπως δηλαδὴ θὰ ὑπάρξουν χριστιανικά σπίτια, τὰ ὁποῖα θὰ κλείσουν τὴν πόρτα των καὶ θὰ διώξουν τοὺς πτωχοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὴν δικαιολογίαν «δέν χωρᾶμε, δέν ἠμποροῦμε, δέν μᾶς περισσεύει, δέν ὑπάρχει καὶ διὰ σᾶς τόπος»! Διατί νὰ κατηγοροῦμεν τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ δέν ἔδωσαν μίαν γωνίαν διὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καὶ σήμερον ὑπάρχουν χριστιανικαί οἰκογένειαι, εἰς τάς ὁποίας δέν ὑπάρχει τόπος διὰ τοὺς πτωχοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρα δι’ αὐτὸν τὸν Χριστόν; «Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοὶ ἐποιήσατε», λέγει ὁ Κύριος (Ματθ. κε’ 45).
    Πεθαίνουν ἄλλοι εἰς τὴν σοφίταν ἤ εὑρίσκονται νεκροί εἰς τὸν δρόμον ἀπὸ τὸ κρύο, διότι «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος» εἰς τὰ φιλανθρωπικά καταστήματα τῶν χριστιανικῶν πόλεων ἤ, μᾶλλον, διότι δέν ὑπάρχει ἀγάπη εἰς τάς ψυχὰς ἐκείνων, ποὺ λέγονται Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως κατηγοροῦν τοὺς κατοίκους τῆς Βηθλεέμ, διότι δέν παρεχώρησαν ἕνα θερμὸν δωμάτιον εἰς τὸν νεογέννητον Σωτῆρα. Περιφέρουν ἀπὸ νοσοκομείου εἰς νοσοκομεῖον καὶ ἀπὸ κλινικῆς εἰς κλινικήν τὸν αἰφνιδίως ἀσθενήσαντα ἐργάτην καὶ εὑρίσκουν τάς θύρας ὅλας κλειστάς, μὲ διαφόρους προφάσεις καὶ δικαιολογίας, καὶ ὁ ἄρρωστος ἀποθνῄσκει, διότι «οὐκ ἦν αὐτῷ τόπος».
    Ἀλλ’ ἕως πότε ἡ ἀντιχριστιανική αὐτή συμπεριφορὰ θὰ συνεχίζεται; Ἕως πότε ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ θὰ θαυμάζεται μὲν καὶ θὰ ἐπαινῆται, ἐλάχιστα ὅμως θὰ ἐφαρμόζεται; Πότε οἱ Χριστιανοὶ θὰ ἐμφανίσουν τὴν χριστιανικὴν των ἰδιότητα, ὄχι μὲ λόγια καὶ διακηρύξεις, ἀλλὰ μὲ ἔργα ἀγάπης καὶ εὐποιίας χριστιανικῆς; Πότε ὁ Ἰησοῦς δέν θὰ εἶναι μόνον πρόσωπον σκέψεων καὶ συζητήσεων ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, ἀλλὰ θὰ γίνῃ δύναμις ἀγάπης, ποὺ θὰ φλογίζῃ τὴν καρδίαν των καὶ θὰ τοὺς παρακινῇ εἰς τὰ ἀθάνατα ἔργα τῆς ἀγάπης;
    Ὁ Ἰησοῦ, ταπεινὲ τῇ καρδίᾳ! Ὢ πρᾶε καὶ ἀνεξίκακε Σωτήρ! Πόσον ἐκακοπάθησες χάριν ἡμῶν ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς γεννήσεώς σου εἰς τὸ σπήλαιον καὶ τὴν φάτνην τῆς Βηθλεέμ, διότι δέν εὑρέθη διὰ σὲ καὶ τὴν Παναγίαν Μητέρα σου τόπος εἰς κανένα σπίτι! Πόσον ἔλειπε τότε ἡ ἀγάπη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως δυστυχῶς καὶ σήμερον λείπει ἀπὸ πολλούς! Δὸς μας, Κύριε, τὴν χάριν σου, διὰ νά σοῦ δώσωμεν ὁλόθερμον τὴν ἀγάπην μας, νά σοῦ ἀνοίξωμεν διάπλατα τάς καρδίας μας, διὰ νά εἰσέλθῃς εἰς αὐτὰς καὶ κατοικῇς μονίμως, αἰώνιος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς καὶ ἐμπνευστής τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης ἐν τῷ προσώπῳ τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν σου. Ἔλα, Κύριε, νά κατοικήσῃς εἰς τὸν καθένα μας. Ἔλα νά κατοικήσῃς εἰς τὴν χριστιανικὴν οἰκογένειαν, διὰ νά τὴν ἁγιάσῃς. Μένε, Κύριε, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν σου καὶ ἁγίαζε τὰ μέλη της καὶ ὁδήγει τοὺς πιστοὺς εἰς ἔργα ἀγάπης, ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἔμπρακτος ἀπόδειξις τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας πρὸς σέ, τὸν ἄναρχον καὶ αἰώνιον καὶ πανταχοῦ παρόντα Θέον μας. Ἂς μὴ ὑπάρξῃ πότε ἄνθρωπος ἤ κοινωνία ἤ ἐποχή, ποὺ νά μὴ προσφέρῃ τόπον διὰ σέ. Ἀλλ’ ἂς εἶναι τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης ὅλων μας ἡ ἔκφρασις εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν θείαν σου μεγαλωσύνην, τὸ «δόξα ἐν ὑψίστοις», ποὺ ἠκούσθη ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ στόματα κατὰ τὴν νύκτα τῆς θείας γεννήσεώς σου εἰς τὸ σπήλαιον καὶ τὴν φάτνην τῆς Βηθλεέμ. Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἐπί γῆς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).