Αποκ. κα΄6-8

Τετάρτη 27 Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν.  ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα, καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός.  τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος."

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Καί μοῦ εἶπεν· Ἔχουν γίνει ὅλα νέα. Ἐγώ εἶμαι τό ἄλφα καί τό ὠμέγα, ἡ δημιουργική ἀρχή καί αἰτία τῆς κτίσεως καί ὁ ἔσχατος καί ὕψιχτος σκοπόςε ὅλων τῶν κτισμάτων. Ἐγώ εἰς ἐκεῖνον, πούη ἐδιψοῦσε κατά τόν ἐπίγειον βίον του τήν διθκαιοσύνην καί τήν εὐτυχίαν, θά τοῦ δώσω δωρεάν ἀπό τήν πηγήν τοῦ νεροῦ τῆς ἁγίας καί μακαρίας ζωῆς μου. Ὁ νικητής θά κληρονομήσῃ τά ἀγαθά, πού περιέχει τό νερόν αὐτό τῆς ζωῆς, καί ἐγώ θά εἶμαι δι’ αὐτόν Θεός καί αὐτός θά εἶναι δι’ ἐμέ υἱός. Δι’ αὐτούς δε πού ἐδειλίασαν εἰς τόν κατά τοῦ θηρίου ἀγῶνα καί διά τούς ἀπίστους καί δι’ ἐκείνους, πού μέ τά βδελυρά καί ἀκάθαερτα καί παρά φύσυιν ἁμαρτήματά τους ἔγιναν σιχαμένοι, καί διά τούς φονεῖς καί τούς πόρνους καί τούς μάγους καί τούς εἰδωλολάτρας καί δι’ ὅλους ἐν γένει, πού ἠγάπησαν τό ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, ἔχει ἐτοιμασθῆ τό μέρος καί ὀ τόπος των μέσα εἰς τήν λίμνην, πού βράζει ακί καίεται μέ φωτιά καί μέ θειάφι. καί ὀ αἰώνιος αὐτός χωρισμός ἀπό ἐμέ καί ἡ ἀτελεύτητος αὐτή τιμωρία καί βάσανος εἶναι ὀ δεύτερος θάνατος" (Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

      "Ἀφοῦ μίλησε γιά τήν ἐπουράνια Σκηνή, ὅπου θά συγκατοικῇ ὁ Θεός μέ τούς ἀνθρώπους, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, βεβαιώνει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ στήν συνέχεια ὅτι σ’ αὐτή τήν συγκατοίκησι δέν θά ὑπάρχῃ «ὁ θάνατος… οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος». ῞Ολα αὐτά ἦσαν πικρές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί τίς ἐζοῦσε ὁ προχριστιανικός κόσμος. Τώρα ὅμως, μετά τήν νίκη τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σατανᾶ, ἔγιναν ὅλα «καινά». ῎Εφυγαν τά παλαιά ὁριστικῶς. ῞Ολα ὅσα ἐχώριζαν τούς ἀνθρώπους, λέγει ὁ Θεός, ἀπό ᾿Εμέ πού εἶμαι τό Α καί τό Ω, «ἡ ἀρχή τῆς Δημιουργίας, ὁ αἴτιός της ἀλλά καί τό τέρμα, ὁ προορι-σμός της» (ΕΒ), ἔχουν διαλυθῆ. Νέα κατάστασις ἐπικρατεῖ πλέον.
      Θά δώσω τήν χαρά καί εὐφροσύνη τῆς Βασιλείας μου σέ καθένα πού διψοῦσε τήν εὐτυχία στόν κόσμο. Θά τοῦ δώσω  νά πίνῃ καί νά ξεδιψᾷ ἀπό τήν «πηγήν τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν». Δωρεάν, διότι δέν ὑπάρχει στήν γῆ κάποιο ἀντάλλαγμα ἀντάξιο αὐτῆς τῆς προσφορᾶς μου. «Δέν ὑπάρχει μέτρον συγκρίσεως ἀνάμεσα στούς ἀγῶνες καί στίς θυσίες πού θά κάνωμε ἐδῶ στή γῆ καί στήν ἀπερίγραπτη εὐτυχία τῆς αἰωνιότητος» (ΜΔ). ῾Η δόξα καί ἡ εὐτυχία πού μᾶς ἀναμένει στούς οὐρανούς εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπό τά τυχόν παθήματά μας γιά τήν Πίστι μας στήν γῆ (βλ. Ρωμ. η´ 18).
       Τό μόνο ἀντάλλαγμα πού ζητεῖ ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι νά ἀγωνίζεται σταθερά κατά τῆς ἁμαρτίας καί νά ἀναδειχθῇ νικητής τοῦ κακοῦ. Μόνον οἱ νικηταί τοῦ καλοῦ ἀγῶνος θά δοξάζωνται τότε καί θά ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Θά εἶμαι ὁ Θεός τους καί αὐτοί ἀγαπητά παιδιά μου, βεβαιώνει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ καί προσθέτει· «ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα».
       ᾿Αποκλείονται δηλαδή οἱ νικημένοι. Ποιοί εἶναι αὐτοί; ῞Οσοι δέν ἀγωνίζονται κατά τοῦ Σατανᾶ καί παρασύρονται στήν ζωή τῆς ἁμαρτίας. Τούς ἀναφέρει μάλιστα στό σημεῖο αὐτό ὁ Κύριος. Εἶναι οἱ δειλοί, οἱ ἄπιστοι, οἱ μολυσμένοι μέ πράξεις ἀνηθικότητος, οἱ φονεῖς, οἱ πόρνοι, οἱ μάγοι, οἱ εἰδωλολάτραι καί ὅλοι ὅσοι ἀγάπησαν τό ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας στήν ἐπί γῆς ζωή τους. ῾Η θέσις τους στό ἑξῆς θά εἶναι στήν «καιομένην λίμνην», πού θά καίεται καί θά βράζῃ μέ φωτιά καί θειάφι. ῾Ο χωρισμός τους ἀπό ᾿Εμέ, συνεχίζει ἡ  θεία φωνή, καί ἡ παραμονή τους στήν λίμνη αὐτή τῆς αἰωνίου βασάνου εἶναι «ὁ θάνατος ὁ δεύτερος». Θάνατος πού δέν ὁμοιάζει μέ τόν πρῶτο, τόν σωματικό θάνατο, κατά τόν ὁποῖον δέν αἰσθάνεται τίποτε ὁ νεκρός. ᾿Αλλά θά εἶναι κατάστασις ὀδύνης, ὅπου θά βασανίζεται στήν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα καθένας πού εἶχε διακόψει μέ τήν θέλησί του τίς σχέσεις του μέ ᾿Εμέ, τήν Πηγήν δηλαδή τῆς ζωῆς καί εὐφροσύνης (᾿Αποκ. κα´ 4-8).
      Κάμνει ἀσφαλῶς ἐντύπωσιν ὅτι μέσα σ’ αὐτούς πού θά χάσουν τήν εὐτυχία τοῦ Παραδείσου περιλαμβάνονται καί οἱ «δειλοί». Πρώτους-πρώτους μάλιστα τούς ἀναφέρει ἐδῶ τό ἱερό Κείμενο. Γιατί ἆρα γε; Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ δειλοί; Δέν εἶναι ἀσφαλῶς οἱ συνεσταλμένοι ἐκ φύσεως καί ἐκ χαρακτῆρος συγκρατημένοι καί διστακτικοί ἄνθρωποι. Δέν πρόκειται γιά τήν φυσική δειλία, πού δέν εἶναι ἔνοχη καί κολάσιμη. ῎Ενοχη δειλία εἶναι ἡ νοοτροπία ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά πάθουν τίποτε ἀπολύτως γιά  τήν Πίστι στόν Χριστό καί μέ τό παραμικρό ἀρνοῦνται αὐτήν τήν Πίστι. Δειλοί εἶναι ὅσοι φοβοῦνται νά ὁμολογήσουν ἐμπρός στούς ἄλλους ὅτι πιστεύουν στόν Χριστό. Αὐτοί δέν θά ἔχουν θέσι μαζί Του στήν Βασιλεία Του. «…ὅστις ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς», μᾶς εἶπε (Ματθ. ι´ 33).
       ῾Η δειλία ὅμως γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος ἐδῶ, ἔχει καί κάποια ἄλλη ἔννοια. «Δειλοί λέγονται οἱ ἄτολμοι, καί οἱ ἀποδειλιῶντες πρός τούς καμάτους διά τό ἄνανδρον αὐτῶν» (ΑΠ). ῾Ο δέ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας ᾿Αρέθας τονίζει· «Δειλούς καλεῖ τούς ἑκουσίῳ ἀσθενείᾳ πρός τά ἀπολαυστικά τοῦ παρόντος αἰῶνος ἀποκλίνοντας, τῷ μηδέν αἱρήσασθαι ἀνδρικόν ἐπανελέσθαι…» (ΠΜ). Πρόκειται δηλαδή γιά ὅσους μειώνουν μόνοι τους τίς δυνάμεις τους μέ τό νά στρέφουν τήν καρδιά τους στήν ἄκοπη καί εὔκολη ἀπόλαυσι τῶν ἀγαθῶν τῆς παρούσης ζωῆς, καί δέν μποροῦν νά κάμουν κάτι γενναῖο στήν ζωή τους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν τολμοῦν νά ἀρχίσουν τόν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς, γιατί φοβοῦνται τόν κόπο καί τήν κάποια ταλαιπωρία. Προτιμοῦν τήν ἄνεσι καί τήν εὐκολία τους καί διστάζουν νά προχωρήσουν στόν δύσκολο καί ἀνηφορικό δρόμο τῆς ἀρετῆς, ἐπειδή τούς φοβίζει ὁ κόπος.
       Αὐτούς ἐννοοῦσε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὅταν ἔλεγε· «ὅς ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν» (Ματθ. ιστ´ 25). Αὐτός δηλαδή πού θά προτιμήσῃ νά ζήσῃ ἄνετα καί μέ κοσμική εὐημερία στόν παρόντα κόσμο καί δέν θά θελήσῃ νά διακινδυνεύσῃ γιά τήν Πίστι στό ῎Ονομά μου καί νά κοπιάσῃ γιά τήν ἐφαρμογή τῶν προσταγμάτων τοῦ Εὐαγγελίου μου, μή περιμένῃ νά ἀπολαύσῃ τά ἀγαθά τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Θά χάσῃ ὁπωσδήποτε τότε τήν ψυχή του.
       Αὐτή εἶναι ἡ δειλία πού καταδικάζεται μέ τόν θεόπνευστο λόγο τῆς «᾿Αποκαλύψεως». Δέν εἶναι, εἴπαμε, ἁπλῶς ἕνα στιγμιαῖο συναίσθημα, μιά ταραχή ἐπιπόλαιη, πού εἶναι φυσικό νά δοκιμάζῃ κανείς ἐμπρός σ’ ἕνα ἄγριο θηρίο ἤ φαρμακερό φίδι, ἤ ὅταν σείεται ἡ γῆ μέ σεισμό πολλῶν βαθμῶν. Εἶναι ἡ ἐπιλογή τοῦ ἀνέτου καί ἀκόπου τρόπου ζωῆς. Εἶναι ἡ ἔλλειψις τοῦ γενναίου φρονήματος πού ἀπαιτεῖται προκειμένου νά παλέψῃ κανείς μέ τούς δαίμονες, νά ἀποκρούσῃ τίς ἐπιθέσεις τοῦ Πονηροῦ καί νά ξεπεράσῃ τούς πειρασμούς καί τά ἐμπόδια τῆς ζωῆς.
     Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ «δειλία» γίνεται καί εἶναι ἀφορμή γιά τήν διάπραξι καί ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτιῶν πού ἀναφέρει στόν ἴδιο στίχο ἡ «᾿Αποκάλυψις». ᾿Εάν δέν θέλῃς νά κοπιάσῃς καί νά ἀγωνισθῇς, εἶναι φυσικό κατόπιν νά κυριευθῇς ἀπό ὅλα τά πάθη, πού σέ ἀποκόπτουν ἀπό τόν Θεό. Εἶναι φυσικό ἐπίσης τότε καί νά μή τολμᾷς νά ὁμολογῇς τήν πίστι σου στόν Κύριο ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων καί νά φθάνῃς μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε νά ἀρνῆσαι καί τήν Πίστι τῶν πατέρων σου. Νά γίνεσαι προδότης τῆς ᾿Αληθείας.
      ῎Ας παρακαλοῦμε λοιπόν τόν Κύριο, ὁ ῾Οποῖος χαρίζει «πνεῦμα… δυνάμεως» (Β´ Τιμ. α´ 7), νά μᾶς στηρίζῃ στόν δρόμο τοῦ καλοῦ ἀγῶνος μέ τήν Χάρι Του, γιά νά ἀγωνιζώμαστε ἀτρόμητοι στόν ἀόρατο πόλεμο τῆς ἀρετῆς. Μέ τήν ἐλπίδα στηριγμένη σ’ ᾿Εκεῖνον ὁ ῾Οποῖος περιμένει νά μᾶς στεφανώσῃ στήν ἔνδοξη Βασιλεία Του. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).