Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
Κεφάλαιο 36ο (Β)
Γιὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἐνέργεια.
Ἀφοῦ, λοιπόν, εἴπαμε γιὰ τὶς γνωστικὲς δυνάμεις, ἄς μιλήσουμε καὶ γιὰ τὶς ζωτικές, δηλαδὴ τὶς ἐπιθυμητικές.
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι κάποια δύναμη ἔχει σπαρεῖ μέσα στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ φύση· αὐτὴ ἐπιθυμεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι φυσικὸ καὶ συγκρατεῖ ὅλα ὅσα ἀνήκουν κατ’ οὐσίαν στὴ φύση μας· λέγεται θέληση. Ἡ ὕπαρξή μας, δηλαδή, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπάρχει μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν αἴσθηση· νὰ ζεῖ καὶ νὰ κινεῖται ποθώντας τὴ δική της φυσικὴ καὶ τέλεια ὕπαρξη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὁρισμὸς τοῦ φυσικοῦ θελήματος εἶναι ὁ ἑξῆς: θέλημα εἶναι λογικὴ ἐπιθυμία τῶν ζωτικῶν, ποὺ ἐξαρτᾶται μόνον ἀπ’ ὅσα ἀνήκουν στὴ φύση μας. Ἑπομένως, ἡ θέληση εἶναι ἡ ἴδια ἡ φυσικὴ καὶ λογικὴ ἐπιθυμία ὅλων τῶν συστατικῶν της φύσεώς μας, ἡ ἁπλὴ δύναμη· ἀντίθετα, ἡ ἐπιθυμία τῶν ἄλογων ὄντων, ἐπειδὴ δὲν εἶναι λογική, δὲν λέγεται θέληση.
Ἡ βούληση εἶναι κάποια φυσικὴ θέληση, δηλαδὴ φυσικὴ καὶ λογικὴ ἐπιθυμία κάποιου πράγματος. Ὑπάρχει, δηλαδή, μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δύναμη τῆς λογικῆς ἐπιθυμίας. Ὅταν, λοιπόν, ἡ λογικὴ ἐπιθυμία κινηθεῖ φυσικὰ πρὸς κάποιο πράγμα, λέγεται βούληση· βούληση, δηλαδή, εἶναι ἡ λογικὴ ἐπιθυμία καὶ ὁ πόθος κάποιου πράγματος. Ἡ βούληση χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπό μας καὶ γιὰ ὅσα δὲν ἐξαρτῶνται, δηλαδὴ καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν καὶ γι’ αὐτὰ δὲν εἶναι. Ἐπιθυμοῦμε, γιὰ παράδειγμα, πολλὲς φορὲς νὰ πορνεύσουμε ἢ νὰ ἐγκρατευθοῦμε ἢ νὰ κοιμηθοῦμε ἢ κάτι παρόμοιο· αὐτὰ ἐξαρτῶνται ἀπό μας καὶ μποροῦν νὰ γίνουν. Θέλουμε, ἀκόμη, νὰ γίνουμε βασιλιάδες· αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξαρτᾶται ἀπό μας. Ἐπιθυμοῦμε τέλος νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ· αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπὸ τὰ ἀδύνατα. Ἡ βούληση ἀναφέρεται στὸν σκοπό, ὄχι σ’ αὐτὰ ποὺ ὁδηγοῦν στὸν σκοπό. Σκοπὸς βέβαια εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς βουλήσεως, ὅπως νὰ βασιλεύσουμε ἢ νὰ γίνουμε ὑγιεῖς. Στὸν σκοπὸ ὁδηγεῖ ἡ σκέψη, δηλαδὴ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ γίνουμε ὑγιεῖς ἢ νὰ βασιλέψουμε. Ἔπειτα, μετὰ ἀπὸ τὴ βούληση, ἀκολουθεῖ ἡ ἔρευνα καὶ ἡ ἐξέταση. Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτά, ἂν ἐξαρτᾶται ἀπό μας, ἀκολουθεῖ βουλή, δηλαδὴ ἀπόφαση. Καὶ «βουλή» εἶναι ἐπιθυμία γιὰ νὰ ἐρευνήσουμε αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ πράξουμε. Σκέφτεται, δηλαδή, κάποιος, ἂν πρέπει ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ὑπόθεση ἢ ὄχι. Ἔπειτα σκέφτεται τὸ καλύτερο, καὶ αὐτὸ λέγεται διάκριση. Στὴ συνέχεια, ἀποδέχεται καὶ ἀγαπᾶ αὐτὸ ποὺ ἔκρινε μὲ τὴ σκέψη του, καὶ αὐτὸ ὀνομάζεται συγκατάθεση. Ἂν βέβαια δὲν ἀποφασίσει ν’ ἀποδεχθεῖ τὴν κρίση του, δηλαδὴ δὲν τὴν ἀγαπήσει, τότε δὲν ὀνομάζεται συγκατάθεση. Ἔπειτα, μετὰ τὴν ἀποδοχή, ἔρχεται ἡ προαίρεση, δηλαδὴ ἡ ἐπιλογή· προαίρεση δηλαδὴ εἶναι ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἑνὸς μεταξὺ δυὸ πραγμάτων, νὰ προτιμήσουμε αὐτὸ ἀντὶ γιὰ τὸ ἄλλο. Κατόπιν, σπεύδει νὰ τὸ κάνει πράξη, καὶ αὐτὸ ὀνομάζεται ὁρμή. Ἔπειτα, ἐκπληρώνει τὴν ἐπιθυμία, καὶ αὐτὸ λέγεται χρήση. Τέλος, μετὰ τὴ χρήση, ἡ ἐπιθυμία σταματᾶ.
Στὴν περίπτωση βέβαια τῶν ἀλόγων ζώων, ὅταν ἔχουν ἐπιθυμία κάποιου πράγματος, ἀμέσως ὁρμοῦν νὰ τὴν πραγματοποιήσουν· διότι ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀλόγων ζώων εἶναι ἄλογη καὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀλόγων ζώων δὲν ὀνομάζεται θέληση οὔτε βούληση· διότι ἡ θέληση εἶναι λογικὴ καὶ αὐτεξούσια φυσικὴ ἐπιθυμία. Στοὺς ἀνθρώπους ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν λογική, ἡ φυσικὴ τοὺς ἐπιθυμία μᾶλλον κατευθύνεται παρὰ κατευθύνει· διότι αὐτὴ κινεῖται ἐλεύθερα καὶ λογικά, ἐπειδὴ μέσα στὸν ἄνθρωπο οἱ γνωστικὲς καὶ ζωτικὲς δυνάμεις ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. (Ὁ ἄνθρωπος), λοιπόν, ἐλεύθερα ἐπιθυμεῖ, ἐλεύθερα θέλει, ἐλεύθερα ἐρευνᾶ καὶ ἐξετάζει, ἐλεύθερα σκέφτεται, ἐλεύθερα διακρίνει, ἐλεύθερα παίρνει θέση ἀπέναντι στὰ πράγματα, ἐλεύθερα ἐκλέγει, ἐλεύθερα σπεύδει (γιὰ ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν) καὶ ἐλεύθερα ἐνεργεῖ σ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴ φύση του. Πρέπει ἐπίσης νὰ γνωρίζουμε ὅτι στὸ Θεὸ ἀποδίδουμε βούληση καὶ ὄχι προαίρεση· διότι ὁ Θεὸς δὲν σκέφτεται. Ἡ σκέψη ἀποτελεῖ γνώρισμά της ἄγνοιας· κανεὶς ὅμως δὲν σκέφτεται γιὰ κάτι ποὺ τὸ γνωρίζει. Ἐάν, λοιπόν, ἡ σκέψη εἶναι γνώρισμα τῆς ἀγνοίας, ὁπωσδήποτε εἶναι καὶ ἡ προαίρεση.
Ἀλλὰ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τὰ γνωρίζει ὅλα ἀπολύτως, δὲν σκέφτεται. Ἀλλὰ οὔτε στὴν ψυχὴ τοῦ Κυρίου ἀποδίδουμε σκέψη ἢ προαίρεση· διότι δὲν εἶχε ἄγνοια. Ἂν καὶ ἡ (ἀνθρώπινη) φύση τοῦ ἀγνοοῦσε τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν, ὅμως, ἐπειδὴ ἑνώθηκε ὑποστατικὰ μὲ τὸ Θεὸ Λόγο, εἶχε τὴ γνώση ὅλων ὄχι χαριστικὰ ἀλλά, ὅπως λέγεται, ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῆς· διότι ὁ ἴδιος ἦταν καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶχε γνωμικὸ θέλημα. Εἶχε βέβαια ἁπλὴ φυσικὴ θέληση, τὴν ἴδια ποὺ συναντᾶμε σὲ κάθε ἀνθρώπινη ὑπόσταση· ἀλλὰ ἡ ἁγία του ψυχὴ δὲν εἶχε γνώμη, δηλαδὴ ἐπιθυμητό, τὸ ὁποῖο (νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι) ἀντίθετο στὸ θεῖο του θέλημα ἢ κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ θεῖο τοῦ θέλημα.
Διότι ἡ γνώμη χωρίζεται μαζὶ μὲ τὶς ὑποστάσεις (πρόσωπα), ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας, ἁπλῆς, ἀσύνθετης καὶ ἀδιαίρετης Θεότητος· ἐπειδὴ οἱ ὑποστάσεις τῆς Θεότητος εἶναι ἀδιαίρετες καὶ ἀχώριστες, οὔτε καὶ ἡ θέλησή τους χωρίζεται. Καὶ στὴ θεότητα βέβαια, ἐπειδὴ ἡ φύση εἶναι μία, μία εἶναι καὶ ἡ φυσική τους θέληση. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ὑποστάσεις εἶναι ἀχώριστες, εἶναι καὶ μία ἡ θέληση καὶ ἡ κίνηση (ἐνέργεια) τῶν τριῶν ὑποστάσεων. Στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρώπων μάλιστα, ἐπειδὴ μία εἶναι ἡ φύση, μία εἶναι καὶ ἡ θέληση· ἐπειδὴ ὅμως τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων εἶναι χωριστὰ καὶ διαφέρουν μεταξὺ τοὺς στὸν τόπο, τὸ χρόνο, τὴ σχέση τοὺς πρὸς τὰ πράγματα καὶ ἄλλα πολλά, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἔχουμε καὶ διαφορετικὰ θελήματα καὶ γνῶμες. Σχετικὰ ὅμως μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ οἱ φύσεις διαφέρουν, διαφέρουν καὶ οἱ φυσικὲς θελήσεις τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς του, δηλαδὴ οἱ θελητικὲς δυνάμεις. Ἐπειδὴ ὅμως μία εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ προσώπου του καὶ ἕνας αὐτὸς ποὺ θέλει, ἕνα εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ θέλει, δηλαδὴ τὸ γνωμικὸ τοῦ θέλημα· διότι ἡ ἀνθρώπινη θέλησή του ἀκολουθεῖ τὴ θεία τοῦ θέληση καὶ θέλει αὐτά, τὰ ὁποῖα ἡ θεία του θέληση ἤθελε νὰ θέλει αὐτὴ (ἡ ἀνθρώπινη). Πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θέληση καὶ ἄλλο ἡ βούληση, ἄλλο τὸ θελητό, ἄλλο τὸ θελητικὸ καὶ ἄλλο ὁ θέλων. Θέληση, δηλαδή, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁπλὴ δύναμη νὰ θέλουμε, ἐνῶ βούληση εἶναι ἡ θέληση γιὰ κάτι· θελητὸ πάλι εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς θελήσεως, δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ θέλουμε· γιὰ παράδειγμα, ἡ ἐπιθυμία κινεῖται γιὰ φαγητό· ἡ ἁπλὴ ἐπιθυμία εἶναι λογικὴ θέληση, ἐνῶ ἡ ἐπιθυμία γιὰ φαγητὸ εἶναι βούληση· ἡ ἴδια ἡ τροφὴ εἶναι τὸ θελητό, ἐνῶ θελητικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη τῆς θελήσεως, γιὰ παράδειγμα ὁ ἄνθρωπος. Θέλων πάλι εἶναι αὐτὸς ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴ θέληση. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ θέλημα ἄλλοτε σημαίνει τὴ θέληση, δηλαδὴ τὴ θελητικὴ δύναμη καὶ ὀνομάζεται φυσικὸ θέλημα· ἄλλοτε πάλι σημαίνει τὸ ἐπιθυμητὸ καὶ ὀνομάζεται γνωμικὸ θέλημα.