ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58 (Β)

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58 (Β)

Γιά τά θελήματα καί τά αὐτεξούσια του Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ

    Ἐπειδή, λοιπόν, ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί μία ἡ ὑπόστασή του, καί αὐτός  πού θέλει καί ἐνεργεῖ καί θεϊκά καί ἀνθρώπινα εἶναι ἕνας καί ὁ ἴδιος.  Καί ἐπειδή ἔχει δύο θελητικές φύσεις πού εἶναι λογικές διότι κάθε τί τό  λογικό εἶναι θελητικό καί αὐτεξούσιο θά δεχθοῦμε ὅτι ἔχει δύο θελήσεις,  δύο θελήματα δηλαδή τῆς φύσεως. Εἶναι δηλαδή θεληματικός καί στίς δύο  φύσεις του• διότι πῆρε τή θελητικῆ δύναμη ἀπό τή φύση πού ὑπάρχει μέσα  μας. Καί ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ ἴδιος θέλει καί μέ τή μία  καί μέ τήν ἄλλη φύση, θά τοῦ ἀποδώσουμε τό δικό του θέλημα•  καί δέν θέλει μόνον αὐτά πού ὡς Θεός ἤθελε διότι δέν χαρακτηρίζει τό Θεό  ἡ ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ, τοῦ πιοτοῦ καί τά παρόμοια, ἀλλά θέλει καί αὐτά  πού χαρακτηρίζουν τήν ἀνθρώπινη φύση• καί δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση  (οἱ δύο φύσεις), ἀλλά ἐκφράζουν τό ἰδιαίτερο γνώρισμά τους. Διότι τότε  ἡ (ἀνθρώπινη) φύση τοῦ ἤθελε νά πάσχει καί νά κάμει αὐτά πού της  ἀνήκουν, ἀφοῦ ἡ θεία θέλησή του τῆς τά παραχωροῦσε (στήν ἀνθρώπινη).  Καί εἶναι φανερό ἐδῶ ὅτι ἡ θέληση δίδεται στόν ἄνθρωπο ἀπό τή φύση του.  Ἄν ἑξαιρέσουμε τή θεία ζωή, ὑπάρχουν τρία εἴδη ζωῆς: ἡ φυτική, ἡ αἰσθητική  καί ἡ νοερή. Γνωρίσματα τῆς φυτικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θρεπτική, ἡ αὐξητική καί  ἀναπαραγωγική κίνηση• τῆς αἰσθητικῆς εἶναι ἡ κίνηση τῶν ὁρμῶν (ἐνστίκτων)  καί τῆς λογικῆς καί νοερής ἡ κίνηση τοῦ αὐτεξουσίου. Ἐάν, λοιπόν,  προστίθεται σύμφωνα μέ τή φύση ἡ θρεπτική κίνηση στή φυτική ζωή καί  ἡ κίνηση τῶν ὁρμῶν στήν αἰσθητική, εἶναι ἑπόμενο νά προστίθεται  σύμφωνα μέ τή φύση καί ἡ αὐτεξούσια κίνηση στή λογική καί νοερή ζωή.
    Τό αὐτεξούσιο μάλιστα τίποτε ἄλλο δέν εἶναι παρά θέληση• ἐφόσον, λοιπόν,  ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα μέ ψυχή, νοερή καί αὐτεξούσια, ἀπόκτησε καί  (ἀνθρώπινη) θέληση.  Ἀκόμη, αὐτά πού χαρακτηρίζουν τή φύση δέν διδάσκονται• κανείς δηλαδή  δέ μαθαίνει νά σκέφτεται, νά ζεῖ, νά πεινᾶ, νά διψᾶ καί νά κοιμᾶται. Οὔτε  πάλι μαθαίνουμε νά θέλουμε• ἑπομένως, ἡ θέληση εἶναι φυσικό πρᾶγμα.  Καί ἐπίσης• ἐάν τά ἄλογα ζῷα ἐξουσιάζονται ἀπό τή φύση, ὁ ἄνθρωπος ὅμως,  ὁ ὁποῖος κινεῖται μέ τή θέλησή του, ἐξουσιάζει (τή φύση)•  ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή θέληση ἀπό τή φύση του.  Ἀκόμη• ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ’ εἰκόνα τοῦ μακάριου καί ὑπερούσιου  Θεοῦ, καί ἡ θεία φύση εἶναι αὐτεξούσια καί θελητική ἀπό τόν ἑαυτό της,  εἶναι ἑπόμενο καί ὁ ἄνθρωπος, σάν εἰκόνα τοῦ (Θεοῦ), νά εἶναι ἀπό τή φύση  τοῦ αὐτεξούσιος καί θελητικός• διότι οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τό αὐτεξούσιο  θέληση.
    Καί ἀκόμη ἡ θέληση ὑπάρχει σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους• δέν εἶναι σ’ ἄλλους  ἔμφυτη καί σ’ ἄλλους ὄχι.  Καί ἐάν αὐτό πού ἀποτελεῖ κοινό γνώρισμα σέ  ὅλους διακρίνει τή φύση τῶν ἀτόμων πού τό ἔχουν, ἑπομένως ἀπό τή φύση  του ὁ ἄνθρωπος εἶναι θελητικός.  Ἐπίσης, ἐάν ἡ φύση δέν ἐπιδέχεται τό περισσότερο ἤ τό λιγότερο καί  σ’ ὅλους ἡ θέληση εἶναι ἔμφυτη, καί ὄχι σ’ ἄλλους περισσότερο καί σ’ ἄλλους  λιγότερο, ἄρα εἶναι ἀπό τή φύση θελητικός ἄνθρωπος. Ἑπομένως, ἄν  ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπό τή φύση τοῦ θελητικός, καί ὁ Κύριος, ὄχι μόνον ἐπειδή  εἶναι Θεός, ἀλλά καί ἐπειδή ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι θελητικός ἀπό τή φύση του.  Διότι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἀνέλαβε τή φύση μας, ἔτσι πῆρε καί τό φυσικό μας  θέλημα• καί σχετικά μ’ αὐτό οἱ Πατέρες εἶπαν ὅτι αὐτός σχημάτισε στό  πρόσωπό του τό δικό μας θέλημα.  Ἄν τό θέλημα δέν εἶναι φυσικό, ἤ θά ἀνήκει στήν ὑπόσταση ἤ θά εἶναι παρά  φύση• ἀλλά, ἄν ἀνήκει στήν ὑπόσταση, τότε ὁ Υἱός θά ἔχει διαφορετική  θέληση ἀπό τόν Πατέρα• διότι τό ὑποστατικό θέλημα χαρακτηρίζει μόνο τήν  ὑπόσταση. Ἐάν πάλι εἶναι παρά φύση, τότε τό θέλημα θ’ ἀποτελεῖ ξεπεσμό  τῆς φύσεως• διότι τά ἀφύσικα καταστρέφουν τά φυσικά.