Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 47 (Β)
Γιά τίς δύο φύσεις.
Γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά ἐννοήσουμε κοινή μορφή• διότι οὔτε ἔγινε οὔτε ὑπάρχει οὔτε ποτέ θά γίνει ἄλλος Χριστός ἀπό θεία καί ἀνθρώπινη φύση, ὁ ἴδιος τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος στή θεία καί ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά πούμε ὅτι ὁ Κύριος μᾶς Ἰησοῦς Χριστός ἔχει μία φύση• ὅπως λέμε γιά τό ἄτομο ὅτι ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ἔτσι λέμε καί γιά τόν Χριστό ὅτι ἀποτελεῖται ἀπό θεία καί ἀνθρώπινη φύση. Ἐκεῖ βέβαια ἔχουμε ἄτομο, ἀλλά ὁ Χριστός δέν εἶναι ἄτομο• καί οὔτε ἔχει ὁ Χριστός μία μορφή πού ἀνήκει στήν κατηγορία του ἀγαθοῦ.
Γι’ αὐτό ὑποστηρίζουμε ὅτι ἡ ἕνωση προῆλθε ἀπό δύο τέλειες φύσεις, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη, ὄχι μέ συμφυρμό ἤ σύγχυση ἤ ἀνάμειξη, ὅπως εἶπε «τό θεόσταλτο κακό» ὁ Διόσκορος, ὁ Εὐτυχής καί ὁ Σεβῆρος καί ἡ ἀσεβής συμμορία τους• οὔτε ὑποστηρίζουμε ὅτι ἡ ἕνωση ἦταν προσωπική ἤ σχετική ἤ ἀνάλογα μέ τήν ἀξία ἤ μέ ταύτιση τῆς θελήσεως ἤ μέ ἰσοτιμία ἤ μέ ταύτιση τοῦ ὀνόματος ἤ μέ συγκατάβαση, ὅπως εἶπε ὁ ἐχθρός του Θεοῦ Νεστόριος, ὁ Διόδωρος καί ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας καί ἡ δαιμονική συντροφιά τους• ἀλλά ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε μέ σύνθεση, δηλαδή ὑποστατικά χωρίς μεταβολή καί ἀλλοίωση, χωρίς διαίρεση καί διάσπαση καί μέ δύο φύσεις τέλειες πού ἔχουν τήν ἴδια ὑπόσταση, ἐννοῶ τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεώς του• ὁμολογοῦμε ὅτι οἱ δύο φύσεις διατηροῦνται στό πρόσωπό του μετά τήν ἕνωση, χωρίς νά θεωροῦμε ὅτι ἡ καθεμία ὑπάρχει ξεχωριστά, ἀλλά εἶναι ἑνωμένες καί οἱ δύο σέ μία σύνθετη ὑπόσταση.
Ὑποστηρίζουμε ὅτι ἡ ἕνωση εἶναι οὐσιαστική, δηλαδή ἀληθινή καί ὄχι φανταστική. Οὐσιαστική, ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ δύο φύσεις ἀποτέλεσαν μία σύνθετη φύση, ἀλλά ἑνώθηκαν μεταξύ τους πραγματικά σέ μία σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καί ὑποστηρίζουμε ὅτι παραμένει ἡ οὐσιώδης διαφορά τους• διότι τό κτιστό παρέμεινε κτιστό καί τό ἄκτιστο ἄκτιστο•τό θνητό παρέμεινε θνητό καί τό ἀθάνατο ἀθάνατο• τό περιγραπτό παρέμεινε παριγραπτό καί τό ἀπερίγραπτο ἀπερίγραπτο• τό ὁρατό παρέμεινε ὁρατό καί τό ἀόρατο ἀόρατο• τό ἕνα ἀκτινοβολεῖ μέ τά θαύματα καί τό ἄλλο ὑπέπεσε στίς συκοφαντικές ὕβρεις.
Ὁ Λόγος κάνει δικά του τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά• διότι αὐτά πού ἀνήκουν στήν ἁγία του σάρκα εἶναι δικά του, καί μεταδίδει στή σάρκα του ἀπό τά δικά του μέ τόν τρόπο τῆς ἀντιδόσεως, ἐπειδή τά δύο μέρη ἀλληλοπεριχωροῦνται καί εἶναι ἑνωμένα ὑποστατικά καί ἐπειδή ὁ ἐνεργῶν τά θεία καί τά ἀνθρώπινα εἶναι ἕνας μέ τή μία καί τήν ἄλλη φύση πού βρίσκονται σέ κοινωνία μεταξύ τους. Γι’ αὐτό τό λόγο λέμε ὅτι ὁ Κύριος της δόξης σταυρώθηκε, ἄν καί δέν ἔπαθε τίποτε ἡ θεία τοῦ φύση• καί ἀκόμη ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἄνθρωπου πρίν ἀπό τό πάθος τοῦ εἶναι στόν οὐρανό, ὅπως τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος• διότι ὁ Κύριος της δόξης ἦταν ἕνας καί ὁ ἴδιος, αὐτός πού ἀπό τή φύση τοῦ ἦταν ἀληθινά Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή αὐτός πού ἔγινε ἄνθρωπος• καί γνωρίζουμε τά θαύματα καί τά πάθη τοῦ, μολονότι αὐτός μέ τή μία φύση ἔκανε θαύματα καί μέ τήν ἄλλη ὑπέμεινε τά πάθη. Διότι γνωρίζουμε ὅτι, ὅπως εἶναι μία ἡ ὑπόστασή του, ἔτσι παραμένει οὐσιώδης ἡ διαφορά τῶν φύσεών του. Πῶς, δηλαδή, θά μποροῦσε νά μείνει ἡ διαφορά, ἐάν δέν παρέμεναν αὐτά πού ἔχουν διαφορά μεταξύ τους; Διότι ἡ διαφορά ὑπάρχει μεταξύ διαφορετικῶν. Λέμε, λοιπόν, ὅτι αὐτός συνδέεται μέ τά (δύο) ἄκρα, χάρη στήν αἰτία μέ τήν ὁποία οἱ φύσεις τοῦ Χριστοῦ διαφέρουν μεταξύ τους, χάρη δηλαδή στήν αἰτία τῆς οὐσίας• χάρη στή θεία φύση εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, καί χάρη στήν ἀνθρώπινη μέ τή μητέρα καί ὅλους τους ἀνθρώπους. Καί χάρη στήν αἰτία μέ τήν ὁποία εἶναι ἑνωμένες οἱ φύσεις του, λέμε ὅτι αὐτός διαφέρει ἀπό τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, ἀλλά καί μέ τή μητέρα καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους• διότι οἱ φύσεις εἶναι ἑνωμένες χάρη στήν ὑπόστασή του• καθώς ἔχουν μία ὑπόσταση καί σχετικά μ’ αὐτήν διαφέρουν μέ τόν Πατέρα, τό Πνεῦμα, τή μητέρα καί ἐμᾶς.