Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58 (Γ)
Γιά τά θελήματα καί τά αὐτεξούσια του Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ
Ὁ Θεός καί Πατέρας ὅλου του κόσμου θέλει ἤ ἐπειδή εἶναι Πατέρας ἤ ἐπειδή εἶναι Θεός. Ἄν βέβαια θέλει σάν Πατέρας, τό θέλημά του θά εἶναι διαφορετικό ἀπό τοῦ Υἱοῦ• διότι ὁ Υἱός δέν εἶναι Πατέρας. Ἐάν ὅμως θέλει σάν Θεός καί ὁ Υἱός, ὅπως καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι Θεός, εἶναι ἑπόμενο τό θέλημα νά εἶναι γνώρισμα τῆς φύσεως, νά εἶναι δηλαδή φυσικό. Ἐπίσης, ἐάν σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, πού ἔχουν ἕνα θέλημα, εἶναι καί ἡ οὐσία τούς μία, καί ἐφόσον τό θέλημα τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα, ἄρα καί ἡ οὐσία τους θά εἶναι μία καί ἡ ἴδια. Ἀκόμη, ἐάν, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, ἡ διαφορά τῆς φύσεως δέν φαίνεται καθαρά μέ τό ἕνα θέλημα, εἶναι ἀνάγκη ἤ λέγοντας ἕνα θέλημα νά μήν ἐννοοῦμε διαφορά φύσεως στό Χριστό ἤ, ὅταν μιλᾶμε γιά φυσική διαφορά, νά μήν ἐννοοῦμε ἕνα θέλημα.
Καί ἐπιπλέον, ἐάν, ὅπως λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἦλθε ὁ Κύριος στά μέρη της Τύρου καί τῆς Σιδῶνος, «καί μπῆκε σ’ ἕνα σπίτι χωρίς νά θέλει νά τόν δεῖ κανένας, ἀλλά δέν μπόρεσε νά διαφύγει τήν προσοχή», τότε, ἐφόσον τό θεῖο θέλημά του εἶναι παντοδύναμο, καί παρόλο πού θέλησε νά διαφύγει τήν προσοχή δέν τά κατάφερε, ἑπομένως, σάν ἄνθρωπος ἤθελε (νά διαφύγει τήν προσοχή) καί δέν τά κατάφερε• καί ἦταν θελητικός, ἐπειδή ἦταν ἄνθρωπος. Καί πάλι λέει ἡ Γραφή: «Ἀφοῦ ἦλθε στόν τόπο, εἶπε «διψῶ». Καί τοῦ ἔδωσαν νά πιεῖ κρασί ἀνάμεικτο μέ ξύδι• ὅταν ὅμως τό δοκίμασε, δέν ἤθελε νά πιεῖ».
Ἐάν, λοιπόν, σάν Θεός δίψασε καί ἀφοῦ δοκίμασε δέν θέλησε νά πιεῖ, ἄρα σάν Θεός ἔχει πάθη• διότι ἡ δίψα καί ἡ γεύση εἶναι εἶναι πάθος. Ἐάν ὅμως σάν ἄνθρωπος καί ὄχι σάν Θεός δίψασε καί θέλησε νά πιεῖ, ἦταν θελητικός διότι ἦταν ἄνθρωπος. Καί ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος λέει ἀκόμη: «Ὑπάκουσε (στό θέλημά του Πατέρα) μέχρι νά πεθάνει, καί μάλιστα μέ σταυρικό θάνατο». Ἡ ὑπακοή δείχνει ὅτι ὑφίσταται θέλημα, ὄχι ὅτι δέν ὑφίσταται• διότι δέν θά πούμε ὅτι αὐτό πού δέν ἔχει λογική κάνει ὑπακοή ἤ παρακοή. Καί ὁ Κύριος δέν ἔκανε τήν ὑπακοή του στόν Πατέρα σάν Θεός, ἀλλά σάν ἄνθρωπος. Διότι, ὅπως λέει ὁ θεολόγος Γρηγόριος «σάν Θεός δέν ἔκανε οὔτε ὑπακοή οὔτε παρακοή• αὐτά ἀνήκουν στούς κατώτερους». Ἑπομένως, ὁ Χριστός εἶναι θελητικός, ἐπειδή εἶναι καί ἄνθρωπος.
Λέγοντας φυσικό θέλημα, δέν ἐννοοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται μέ βία, ἀλλά εἶναι αὐτεξούσιο• ἐφόσον εἶναι λογικό, ὁπωσδήποτε εἶναι καί αὐτεξούσιο. Διότι ὄχι μόνον ἡ θεία καί ἄκτιστη φύση δέν ἔχει τίποτε ἀναγκαστικά, ἀλλά οὔτε καί ἡ νοερή καί κτιστή. Καί εἶναι φανερό αὐτό• ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἀπό τή φύση τοῦ ἀγαθός καί ἀπό τή φύση τοῦ δημιουργός καί Θεός, δέν τά ἔχει αὐτά μέ ἐξαναγκασμό• διότι ποιός εἶναι αὐτός πού ἐπιβάλλει μέ ἐξαναγκασμό; Καί πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ αὐτεξουσιότητα ὡς ὅρος χρησιμοποιεῖται σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, ἀλλά μέ ἄλλο νόημα γιά τό Θεό, ἄλλο γιά τούς ἀγγέλους καί ἄλλο γιά τούς ἀνθρώπους. Γιά τό Θεό χρησιμοποιεῖται ὑπερβατικά, ἐνῷ γιά τούς ἀγγέλους μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ ἐπιλογή τούς συμφωνεῖ μ’ αὐτό πού ἔχουν συνηθίσει καί δέν ὑποπίπτει καθόλου στίς συνθῆκες τοῦ χρόνου• ἐπειδή, δηλαδή, ὁ ἄγγελος ἔχει ἀπό τή φύση τοῦ τό αὐτεξούσιο, τό χρησιμοποιεῖ ἀνεμπόδιστα, χωρίς νά ἔχει οὔτε τήν ἀντίδραση τοῦ σώματος οὔτε αὐτόν πού θά τοῦ ἐπιτεθεῖ. Γιά τούς ἀνθρώπους πάλι μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ συνήθεια ἐξετάζει ἐκ τῶν προτέρων αὐτό πού πρόκειται νά κάνει.