ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐν μέσῳ τῆς πλατείας αὐτῆς καὶ τοῦ ποταμοῦ ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν ξύλον ζωῆς, ποιοῦν καρποὺς δώδεκα, κατὰ μῆνα ἕκαστον ἀποδιδοῦν τὸν καρπὸν αὐτοῦ, καὶ τὰ φύλλα τοῦ ξύλου εἰς θεραπείαν τῶν ἐθνῶν»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί εἰς τό μέσον τῆς πλατείας τῆς πόλεως καί τοῦ ποταμοῦ δένδρον ζωῆς, πού τριγύρω καί ἀπ’ ἐδῶ καί ἀπ’ ἐκεῖ ἐποτίζετο ἀπό τόν ποταμόν καί ἔβγαζε δώδεκα φοράς καρπούς, κάθε μῆνα ἐκαρποφόρει καί ἔδιδε τόν καρπόν του. Σύμβολον τοῦ Χριστοῦ, ἡ μετά τοῦ ὁποίου ἕνωσις καί κοινωνία θά μεταδίδῃ τήν ζωήν τήν μακαρίαν καί ἀθάνατον εἰς τά ἐκ τῶν καρπῶν τοῦ δένδρου τρεφόμενα τέκνα τοῦ Θεοῦ, τά διά τῆς πίστεως υἱοθετηθέντα. Καί τά φύλλα τοῦ δένδρου θά χρησιμοποιοῦνται διά τούς ἐξ ἐθνῶν πολιτευθέντας κατά τόν νόμον τῆς συνειδήσεως, μή γνωρίσαντας ὅμως τόν Χριστόν καί μή υἱοιθετηθέντας ὐπ’ αὐτοῦ» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)
ΣΧΟΛΙΟ
«῾Ο κρυστάλλινος καί ὁλόλαμπρος ἐκεῖνος ποταμός τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς, συνεχίζει ὁ ῞Αγιος, ἐπότιζε τήν πλατεῖα τῆς πόλεως, ὅπου ὑπῆρχε καί «ξύλον ζωῆς», ἕνα δένδρο πού καρποφοροῦσε δώδεκα φορές τόν χρόνο, μιά φορά κάθε μῆνα (᾿Αποκ. κβ´ 2).
Τό δένδρο αὐτό τῆς «ζωῆς», σημειώνουν οἱ ἱεροί ἑρμηνευταί, συμβολίζει τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ὁ ῾Οποῖος θά εἶναι ἐκεῖ, στήν ἐκπληκτική ἐκείνη πλατεῖα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας ὅλων τῶν εὐτυχισμένων κατοίκων της.
Τό ὅτι θά καρποφορῇ κάθε μῆνα τό δένδρο αὐτό, φανερώνει τόν πλοῦτο καί τήν ὑπερεπάρκεια τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν πού θά ὑπάρχουν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἱκανοποιοῦνται πλήρως καί τελείως οἱ μέτοχοι αὐτῆς τῆς Βασιλείας.
Τόση δέ θά εἶναι ἡ σημασία αὐτοῦ τοῦ δένδρου γιά τήν εὐτυχία τῶν πολιτῶν τοῦ Παραδείσου, ὥστε ἀκόμη καί τά φύλλα του θά παρέχουν χάριν καί δύναμιν. Θά χρησιμεύουν «εἰς θεραπείαν τῶν ἐθνῶν», προσθέτει ὁ θεόπνευστος Προφήτης τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τά φύλλα αὐτοῦ τοῦ δένδρου «θά χρησιμοποιοῦνται διά τούς ἐξ ἐθνῶν πολιτευθέντας κατά τόν νόμον τῆς συνειδήσεως, μή γνωρίσαντας ὅμως τόν Χριστόν καί μή υἱοθετηθέντας δι’ αὐτοῦ» (ΠΤ). Θά συντελοῦν δηλαδή στήν εὐτυχία ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού, ἐνῶ δέν ἦσαν Χριστιανοί καί δέν τούς εἶχε δοθῆ ἡ εὐκαιρία νά γνωρίσουν τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅμως ἔζησαν προσεκτικά καί θεάρεστα, σύμφωνα μέ τόν ἔμφυτο νόμο τῆς συνειδήσεως, πού ἐχάρισε σ’ ὅλους μας ὁ Θεός. ῾Ο δίκαιος καί πανάγαθος Κύριος ἔχει ἑτοιμάσει καί γι’ αὐτούς θέσι στόν Παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ.
῞Ολοι οἱ ἐκλεκτοί καί ἅγιοι ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν καί τῶν φυλῶν τῆς γῆς θά εὐφραίνωνται καί θά ἀγάλλωνται αἰωνίως γύρω ἀπό αὐτό τό δένδρο τῆς ζωῆς, ἀπό τό ὁποῖο θά πηγάζῃ ἡ ἀνέκφραστη καί ἀπερίγραπτη εὐτυχία τους. Οἱ πιστοί βέβαια καί βαπτισμένοι στό ῎Ονομα τοῦ Κυρίου θά ἔχουν ξεχωριστή θέσι σ᾿ αὐτή τήν εὐτυχία (βλ. Α´ Κορ. ιε´ 41).
Τό «ξύλον τῆς ζωῆς» τοῦ οὐρανίου Παραδείσου ὑπενθυμίζει ἐκεῖνο τό «ξύλον τῆς ζωῆς» πού ὑπῆρχε στόν Παράδεισο τῆς γῆς, στόν κῆπον ἐκεῖνον τῆς ᾿Εδέμ, ὅπου εἶχε βάλει ὁ Θεός τούς Πρωτοπλάστους. ῞Οπως γράφει τό πρῶτον Βιβλίον τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἡ «Γένεσις», ἐκτός ἀπό τό δένδρο τοῦ «γινώσκειν καλόν καί πονηρόν», πού ἐχρησίμευσε γιά τόν πειρασμό καί τήν δοκιμασία τῆς ἀρετῆς τῶν Πρωτοπλάστων, ὑπῆρχε καί τό «ξύλον τῆς ζωῆς». ῞Ενα μυστηριῶδες δένδρο, πού θά ἐχρησίμευε γιά τήν ζωή καί ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου. Μετά τήν παράβασι τῶν Πρωτοπλάστων ὅμως ἀπεκλείσθη ἡ πρόσβασί τους πρός τό δένδρο αὐτό, γιά νά μή προέλθῃ μεγαλύτερο κακό, γιά νά μή μείνῃ ἀθάνατο τό κακόν. ᾿Εξεδιώχθησαν ἀπό τόν Παράδεισο, γιά νά μή πάρουν καί φάγουν ἀπό τούς καρπούς τοῦ δένδρου «τῆς ζωῆς» (βλ. Γεν. γ´ 22-24).
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει σχετικῶς ὅτι ἡ παρεμπόδισις αὐτή φανερώνει τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη Του πρός τόν ἄνθρωπο. Διότι ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τῆς «πολλῆς ἀκρασίας» του ὁ ἄνθρωπος ἔφερε στήν ὕπαρξί του τόν θάνατο «καί θνητός γέγονεν, ἵνα μή πάλιν κατατολμήσῃ καί τούτου τοῦ ξύλου ἐφάψασθαι τοῦ τήν ζωήν παρέχοντος τήν διηνεκῆ, καί μέλλῃ ἀθάνατα ἁμαρτάνειν, βέλτιον αὐτόν ἐντεῦθεν ἔξω βληθῆναι» (ΕΠΕ 2, 510). ῏Ηταν καλύτερα δηλαδή νά βγῇ τότε ἀπό τόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, γιά νά μή φάγῃ τόν καρπόν καί αὐτοῦ τοῦ δένδρου καί ἁμαρτάνῃ αἰώνια μέ τέρμα τόν αἰώνιο θάνατο. ῾Ο μέν φθονερός καί ἀνθρωποκτόνος Διάβολος ἐξηπάτησε τόν ἄνθρωπο καί τοῦ «πρόσφερε» τόν θάνατο, ὁ δέ πανάγαθος καί πάνσοφος Θεός εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐνδιεφέρθη, ὥστε νά μή ἀποθάνῃ αἰωνίως τό πλάσμα Του. ῎Αν ἄφηνε τόν ἄνθρωπο στόν Παράδεισο καί ἔτρωγε ἀπό τούς καρπούς τοῦ «ξύλου τῆς ζωῆς», ἐνῶ ἦτο ἔνοχος καί παραβάτης τῆς θείας ἐντολῆς, ἡ τελική του κατάληξις θά ἦτο ὁ αἰώνιος θάνατος στήν Κόλασι μαζί μέ τόν Διάβολο. Πρός στιγμήν μέν ἐφάνη ὅτι ἐνίκησε ὁ Σατανᾶς, ἡ τελική ὅμως νίκη ἦτο τοῦ Κυρίου, ὁ ῾Οποῖος θά ἔσωζε μέ τήν ἀγάπη Του τό θῦμα τοῦ Πονηροῦ, τόν ἄνθρωπον, ἀπό τήν αἰώνια Κόλασι.
῎Ετσι εἶδε ἐξ ἀρχῆς ἡ ᾿Εκκλησία μας, τήν ὁποίαν κατευθύνει «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» τό Πανάγιον Πνεῦμα (᾿Ιω. ιστ´ 13), τήν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας. ῾Ως ἐκδήλωσιν τῆς ἀγάπης Του, μέ σκοπό τήν λύτρωσι ἀπό τόν θάνατο καί τήν συμμετοχή μας στήν αἰώνια καί ἀθάνατη εὐτυχία διά τῆς ἑνώσεώς μας μέ ᾿Εκεῖνον πού εἶναι τό πραγματικό «ξύλον τῆς ζωῆς». Τό τονίζει ἕνας ὡραιότατος ὕμνος, πού ψάλλεται τίς παραμονές τῆς Γεννήσεως τοῦ Λυτρωτοῦ· «῾Ετοιμάζου, Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ ᾿Εδέμ· εὐτρεπίζου, ᾿Εφραθᾶ, ὅτι τό ξύλον τῆς ζωῆς ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου. Παράδεισος καί γάρ ἡ ἐκείνης γαστήρ ἐδείχθη νοητός, ἐν ᾧ τό θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν, οὐχί δέ ὡς ὁ ᾿Αδάμ τεθνηξόμεθα…». ῎Ανοιξε δηλαδή πλέον ὁ Παράδεισος. Μέσα ἀπό τό σπήλαιον ἐβλάστησεν ἐκ τῆς ᾿Αειπαρθένου τό «ξύλον τῆς ζωῆς», ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ᾿Εάν τρεφώμαστε ἀπό αὐτό τό «ξύλον τῆς ζωῆς», θά ζήσουμε καί δέν θά πεθάνουμε ὅπως ὁ ᾿Αδάμ.
Τό «ξύλον τῆς ζωῆς» τοῦ ἐπιγείου Παραδείσου ἦτο δυνατόν νά γίνῃ αἰτία αἰωνίου συμφορᾶς γιά τόν ἄνθρωπο. Τό «ξύλον τῆς ζωῆς» τοῦ ἐπουρανίου Παραδείσου εἶναι πλέον ἡ αἰτία τῆς αἰωνίου εὐτυχίας μας. Καί τότε μέν ἐμπόδισε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπο νά φάγῃ ἀπό τούς καρπούς ἐκείνου τοῦ δένδρου. Τώρα ὅμως ἡ ἀγάπη Του καί πάλιν, ἡ ὁποία ποθεῖ τήν εὐτυχία μας, μᾶς προτρέπει καί θέλει νά γίνῃ τροφή τῆς ψυχῆς μας αὐτό τό ξύλον τῆς ζωῆς, γιά νά ἔχουμε τήν αἰώνια καί μακαρία ζωή.
Μᾶς δίνει μάλιστα ὁ Κύριος τήν δυνατότητα μέ τό Μυστήριον τῆς θείας Κοινωνίας νά προγευώμαστε ἀπό τήν παροῦσα ζωή τήν εὐφροσύνη καί εὐτυχία πού θά ἀπολαμβάνουν στήν πληρότητά τους ὅσοι θά ἀξιωθοῦν νά εἰσέλθουν στόν οὐράνιο Παράδεισο· ὅσοι θά γεύωνται τούς μυστικούς καρπούς ἐκείνου τοῦ ἐκπληκτικοῦ «ξύλου τῆς ζωῆς» καί θά ἀπολαμβάνουν δι’ αὐτοῦ ζωήν καί ἀθανασίαν στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).