ΚΕΙΜΕΝΟ
«καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν πᾶν κοινὸν καὶ ὁ ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος, εἰ μὴ οἱ γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί δέν θά ἔμβῃ κατ’ οὐδένα λόγον εἰς αὐτήν κάθε ἀκάθαρτον, καθώς καί ἐκεῖνος, πού ἔπραττεν οἱονδήποτε βδελυρόν ἔργον ἤ πρᾶξιν ἀντίθετον πρός τήν ἀλήθειαν. Κανένας ἀμαρτωλός δέν θά ἔμβῃ εἰς αὐτήν, παρά μόνον ὅσοι ἔχουν γραφῆ εἰς τό βιβλίον τῆς ζωῆς τοῦ Ἀρνίου».( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)
ΣΧΟΛΙΟ
Τό εἰκοστό πρῶτο κεφάλαιο τῆς «᾿Αποκαλύψεως», στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν τρισχαρμόσυνη ὁλόφωτη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κλείνει μέ κάτι δυσάρεστο. ᾿Ενῶ μιλοῦσε ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης μέ ἔκπληξι γιά ὅσα ἔβλεπε κατά τήν ξενάγησί του ἀπό τόν ἄγγελο στόν Παράδεισο, διακόπτει ξαφνικά τήν διήγησι καί ἀναφέρει αὐτούς πού δέν θά ἀξιωθοῦν νά ἀπολαύσουν τά ἀνέκφραστα κάλλη τοῦ Παραδείσου.
῾Η φράσις του εἶναι κοφτή, ἔτσι πού νά μή ἐπιδέχεται ἀντίρρησι. «…καί οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν», γράφει, «πᾶν κοινόν καί ὁ ποιῶν βδέλυγμα καί ψεῦδος». Καί ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας· «Δέν θά ἔμβῃ κατ’ οὐδένα λόγον εἰς αὐτήν κάθε ἀκάθαρτον, καθώς καί ἐκεῖνος, πού ἔπραττεν οἱονδήποτε βδελυρόν ἔργον ἤ πρᾶξιν ἀντίθετον πρός τήν ἀλήθειαν». Τά ἴδια μάλιστα, μέ ἐλάχιστη διαφορά, τά ἐπαναλαμβάνει καί στό ἑπόμενο κεφάλαιο (κβ´ 15).
Μέ τά ὅσα λέγει ἐδῶ ὁ θεόπνευστος Προφήτης τῆς Καινῆς Διαθήκης τονίζει ὅτι θά ὑπάρξουν ἄνθρωποι πού θά στερηθοῦν τήν μακαριότητα τῶν οὐρανῶν.
῞Οσο πικρή καί δυσάρεστη κι ἄν εἶναι ἡ ἀλήθεια πού προβάλλεται στό σημεῖο αὐτό, τόσο ἐπιτακτική εἶναι ἡ ἀνάγκη νά τήν μαςέξουμε καί νά τήν μελετήσουμε κάπως καλύτερα.
Στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέγει, δέν θά εἰσέλθῃ κάθε τι τό ἀκάθαρτον, «πᾶν κοινόν». ῾Υπενθυμίζει μέ τοῦτο ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης τόν μέγαν Προφήτην τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν ἐμπνευσμένον ῾Ησαΐαν, ὁ ὁποῖος μιλῶντας γιά τήν ἀπολύτρωσι πού θά ἐχάριζε ὁ Θεός στόν λαό Του, γιά τήν εὐφροσύνη τῆς σωτηρίας του ἀπό κάθε ἐχθρό καί γιά τήν νέα κατάστασι πού θά ἴσχυε μετά τήν ἐποχή τοῦ Μεσσίου, ἐβροντοφώναξε· «ἐκεῖ ἔσται ὁδός καθαρά καί ὁδός ἁγία κληθήσεται, καί οὐ μή παρέλθῃ ἐκεῖ ἀκάθαρτος, οὐδέ ἔσται ἐκεῖ ὁδός ἀκάθαρτος» (῾Ησ. λε´ 8).
῞Μας λέγῃ «ἀκάθαρτος», ἐννοεῖ πρωτίστως τόν εἰδωλολάτρη, τόν ἄνθρωπο πού ἐγκαταλείπει τόν ἀληθινό Θεό καί μολύνεται, ὡς ἄλλος μοιχός σύζυγος, μέ τό νά ἀκολουθῇ τά εἴδωλα. ῾Υπῆρχαν δέ καί ὑπάρχουν καί σήμερα τέτοιου εἴδους ἀκάθαρτοι ἄνθρωποι· ἄπιστοι καί προδόται τῆς Πίστεως, ἀρνηταί καί παραβάται, πού μιμοῦνται τόν περιβόητο ᾿Ιουλιανό τόν Παραβάτη, τόν ἀξιοθρήνητον ἐκεῖνον αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, πού ἀπό Χριστιανός ἔγινε εἰδωλολάτρης καί θέλησε νά ἀναστήσῃ τήν εἰδωλολατρία. ᾿Αλλά καί σήμερα στήν ᾿Ορθόδοξη Πατρίδα μας ὑπάρχουν ὡρισμένοι ῞Ελληνες πού δέν ἐντρέπονται νά ἰσχυρίζωνται ὅτι λατρεύουν τούς δώδεκα… θεούς τοῦ ᾿Ολύμπου(!), καί νά τελοῦν καί εἰδωλολατρικές τελετές καί θυσίες. Μάλιστα! Εἴκοσι αἰῶνες Χριστιανισμοῦ δέν τούς ἔπεισαν γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί καταφεύγουν στό ψεῦδος!
᾿Ακάθαρτος ὅμως εἶναι καί καθένας πού μολύνεται καί «ἐν ἠθικῇ ἐννοίᾳ» (ΠΜ). ῾Ο ἄνθρωπος πού παραδίδεται στήν ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία βέβαια μολύνει καί ρυπαίνει τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ καί ὁ «ὑψηλοκάρδιος», ὁ ὑπερήφανος δηλαδή, εἶναι «ἀκάθαρτος παρά Θεῷ», ὅπως τονίζει ἡ ῾Αγία Γραφή (Παρ. ιστ´ 5). ᾿Ιδιαιτέρως ὅμως τόν μολύνει ἡ ἀνηθικότης. ῾Η ἠθική ἀποχαλίνωσις καί ἀκολασία. ῾Η ἠθική αὐτή ἀκαθαρσία ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά εἰσέλθῃ ἐκεῖ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπόλυτος ἁγιότης τοῦ Θεοῦ καί εὐωδιάζει ἡ ἀρετή. Γι’ αὐτό καί ὅταν μίλησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τά ἁμαρτήματα πού ἀποκλείουν τήν ὁδόν πού ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρῶτα-πρῶτα ἀνέφερε τά σαρκικά. «…μή πλανᾶσθε», γράφει, «οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α´ Κορ. στ´ 9-10).
Αὐτά τά ἁμαρτήματα ἐννοεῖ ὁ θεόπνευστος Συγγραφεύς τῆς «᾿Αποκαλύψεως», ὅταν γράφῃ ὅτι δέν θά εἰσέλθῃ στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπου ἐπικρατεῖ τό ἀδιάλειπτον φῶς τῆς καθαρότητος, «καί ὁ ποιῶν βδέλυγμα». ᾿Εδῶ, ὅπως λέγουν ὡρισμένοι ἑρμηνευταί, ὑπονοοῦνται οἱ διεστραμμένοι, αὐτοί πού μιμοῦνται τούς Σοδομῖτες, τούς ὁποίους ἐβδελύχθη, σιχάθηκε δηλαδή, ὁ Θεός λόγῳ τῆς ἀκαθαρσίας καί ἀμετανοησίας μας καί τούς κατέκαυσε μέ φωτιά καί θειάφι (βλ. Γεν. ιη´ 16 – ιθ´ 25). ῾Υπάρχουν δέ καί σήμερα τέτοιοι θλιβεροί ἄνθρωποι πού δέν αἰσχύνονται νά διαφημίζουν τίς αἰσχρότητές μας, καί μέ ἔντυπα καί ἀπό τό γυαλί τῆς τηλεοράσεως. Καυχῶνται γιά ὅσα ἔπρεπε νά ἐντρέπωνται, γιά τά ὁποῖα «αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» (᾿Εφ. ε´ 12).
Μαζί μέ αὐτούς ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς «᾿Αποκαλύψεως» ἀποκλείει ἀπό τόν Παράδεισο καί ἐκεῖνον πού «ποιεῖ ψεῦδος». Δέν γράφει· καθένα πού λέγει ψεῦδος· ἀλλά πού «ποιεῖ ψεῦδος». Θέλει νά δείξῃ μέ τόν τρόπον αὐτόν τῆς ἐκφράσεως ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὄχι μόνον λέγει ψέματα, ἀλλά ζῇ καί κινεῖται μέσα στό ψέμα. Δέν ἔχει καμιά σχέσι μέ τήν ἀλήθεια καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά ἔχῃ θέσιν ἐκεῖ ὅπου βασιλεύει ὁ Κύριος, ὁ ῾Οποῖος εἶναι ἡ ᾿Αλήθεια (βλ. καί ᾿Ιω. ιδ´ 6).
Αὐτός πού ζῇ στήν ἀπάτη, τήν ὁποία γεννᾷ ἡ ἁμαρτία, καί ὁμοιάζει μέ τόν ἄρρωστο πού ἔχει παραισθήσεις· αὐτός πού νομίζει ὅτι ἀπολαμβάνει τήν ψεύτικη χαρά τῶν διασκεδάσεων καί ζῇ σέ ψεύτικους κόσμους ἡδονῆς σάν τόν ναρκομανῆ· αὐτός πού εἰρωνεύεται καί βρίζει τήν ἀλήθεια καί δέν ὑποβάλλεται στόν κόπο νά τήν γνωρίσῃ καί νά τήν ἀκολουθήσῃ, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπολαύσῃ τήν μακαριότητα τῆς ἀληθείας, πού ἐπικρατεῖ στήν οὐράνια Βασιλεία.
Στήν κατηγορία ὅμως τῶν ἀνθρώπων πού «ποιοῦν ψεῦδος», ἀνήκουν καί ὅλοι οἱ πλανεμένοι αἱρετικοί, πού ἔπεσαν θύματα τοῦ Διαβόλου, ὁ ὁποῖος εἶναι «ὁ πατήρ τοῦ ψεύδους» (᾿Ιω. η´ 44), καί ἐπιχειροῦν νά πλανήσουν καί ἄλλους.
῞Ολοι αὐτοί, ἐάν μείνουν στήν κατάστασι πού εὑρίσκονται καί δέν μετανοήσουν, ἀποκλείονται ἀπό τόν Παράδεισο. Διότι δέν χωρεῖ τό ψεῦδος ἐκεῖ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ᾿Αλήθεια, καί δέν συμβιβάζεται τό σκοτάδι μέ τό φῶς. ῎Αν ὅμως μετανοήσουν εἰλικρινά, ὁ εὔσπλαγχνος Κύριος θά περιλάβῃ καί αὐτούς στό «βιβλίον τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου», γιά νά εὐφραίνωνται αἰωνίως μαζί Του στήν οὐράνια Βασιλεία Του. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).