Αποκ.κβ΄4-5

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καί ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 5 καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Καί θά ἴδουν τό πρόσωπόν του καί τήν δόξαν του καί θά φέρουν τό ὄνομά του ἐπί τῶν μετώπων των ὄχι μόνον εἰς δήλωσιν, ὅτι εἶναι κτῆμα του αἰώνιον, ἀλλά καί διότι ἡ δόξα τοῦ ὀνόματός του καί τοῦ προσώπου του θά καθρεπτίζεται καί εἰς τά ἰδικά των πρόσωπα» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Στόν Παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ θά κυριαρχῇ καθισμένος στόν ἔνδοξο θρόνο Του ὁ Θεός καί μαζί Του τό ᾿Αρνίον. ᾿Εκεῖ θά τόν λατρεύουν δοξασμένοι αἰωνίως ὅλοι οἱ δοῦλοι Του. ῎Εχοντας χαραγμένο στά μέτωπά τους τό ῎Ονομά Του, ἀφοῦ δέν ἐπέτρεψαν μέ κανένα τρόπο νά χαραχθῇ σ’ αὐτά ὁ ἀριθμός τοῦ θηρίου, καί ἀνήκοντας πλήρως καί τελείως σ’ ᾿Εκεῖνον, θά ἀντικρίζουν τό πρόσωπό Του. Μέσα στήν φωτοχυσία τῆς ἐκπληκτικῆς ἐκείνης ἡμέρας, πού δέν θά χάνῃ ποτέ τήν λάμψι της καί δέν θά σκοτεινιάζῃ ποτέ, θά ἀντανακλοῦν τό φῶς τοῦ Κυρίου, «ὄψονται τό πρόσωπον αὐτοῦ». Θά ἀτενίζουν τό Πρόσωπό Του καί θά ἀπολαμβάνουν διαρκῶς τήν δόξα Του. Θά βασιλεύουν κι αὐτοί μαζί Του αἰώνια (᾿Αποκ. κβ´ 4-5).
    Δέν μποροῦμε βέβαια ἀπό τώρα πού ζοῦμε ἀκόμη στόν παρόντα κόσμο νά καταλάβουμε τί σημαίνουν ἀκριβῶς στίς λεπτομέρειές τους τά ὅσα γράφει ἡ «᾿Αποκάλυψις». ῎Αλλως τε καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, πού ἀξιώθηκε νά ἰδῇ τόν Παράδεισο ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη στήν γῆ, δέν ἦταν σέ θέσι νά περιγράψῃ τά ἀνέκφραστα καί ἀπερίγραπτα ἀγαθά του καί νά μιλήσῃ γιά ὅσα εἶδε καί ἄκουσε ἐκεῖ. ῞Ομως αὐτό πού εἶναι φανερό ἀπό τό σημεῖον αὐτό τῆς «᾿Αποκαλύψεως» εἶναι ὅτι θά ἰδοῦν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι τόν Κύριον, ἀπ’ εὐθείας τό Πρόσωπό Του. Αὐτή δέ ἡ διαρκής θέα καί ἀπόλαυσις τοῦ Προσώπου Του θά εἶναι «ἡ ὑψίστη ἐκδήλωσις ἅμα καί πηγή τῆς μακαριότητος τῶν δικαίων ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ» (ΠΜ). ᾿Από τήν ἐκπληκτική αὐτή θέα θά πηγάζῃ καί θά τροφοδοτῆται ἡ αἰώνια εὐτυχία μας.
    Πῶς θά εἶναι ἆρα γε αὐτό τό Πρόσωπο, τί κάλλος, τί φῶς, τί ἱλαρότητα πρέπει νά ἔχῃ, γιά νά χαρίζῃ σ’ ὅσους τό ἀτενίζουν ἀνέκφραστη καί ἀκατάληπτη ἀγαλλίασι;
    Στήν παροῦσα ζωή κανείς δέν εἶδε ποτέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (᾿Ιω. α´ 18, Α´ ᾿Ιω. δ´ 12). Κανείς ποτέ ἄνθρωπος δέν εἶδε πῶς ἀκριβῶς εἶναι ὁ Θεός. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός μάλιστα εἶπε κάποτε ὅτι ὄχι μόνον εἶναι ἀδύνατον νά ἰδῇ ἕνας ἄνθρωπος τό Πρόσωπό Του, ἀλλά καί ὅτι ἡ θέα αὐτή θά εἶναι θανατηφόρος. Εἶναι ἀδύνατον νά ἰδῇ κάποιος ἄνθρωπος τό Πρόσωπόν μου καί νά ζήσῃ, εἶπε στόν Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά τοῦ κάμῃ τήν χάρι ὁ Θεός καί νά τοῦ δείξῃ τό Πρόσωπό Του. «…οὐ μή ἴδῃ ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί ζήσεται», τοῦ εἶπε (᾿Εξ. λγ´ 12-23).
    Στήν ἄλλη ὅμως ζωή, ὅπου θά γίνουν «καινά τά πάντα», θά ἰσχύουν ἄλλες πραγματικότητες. Δέν θά ὑπάρχουν ἐκεῖ ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες «διιστῶσιν ἀναμέσον ἡμῶν καί ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ», θέτουν δηλαδή φράγμα μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Θεοῦ καί μᾶς κάνουν ἀνάξιους καί ἀνίκανους νά δοῦμε τό Πρόσωπό Του (῾Ησ. νθ´ 2). ᾿Εκεῖ ὅλοι θά εἶναι ἅγιοι καί καθαροί, ἐξαγνισμένοι, στολισμένοι μέ ἀρετές. ῞Οπως εἶπε ὁ Θεάνθρωπος, ὅσοι θά εἶναι «καθαροί» θά μποροῦν νά βλέπουν τόν Θεόν (Ματθ. ε´ 8). Θά βλέπουν τά πάντα στόν Παράδεισο, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α´ Κορ. ιγ´ 12), μέσα στά πλαίσια βέβαια τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων.
    ῞Οταν ὅμως λέγῃ ἡ ῾Αγία Γραφή θέαν τοῦ Θεοῦ, δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς τήν ὅρασι, τό νά τόν βλέπουν δηλαδή τά μάτια μας. ᾿Εννοεῖ κάτι ἀνώτερο καί βαθύτερο. ῎Αλλως τε δέν θά ἔχουμε τότε τά ὑλικά αὐτά μάτια μέ τά ὁποῖα ζοῦμε στήν γῆ. Τά μάτια μας ἐκεῖ θά εἶναι πνευματικά. Θά ἀποκτήσουν ἄλλες ἱκανότητες καί δυνατότητες. ῞Οταν λέγῃ θέαν καί «ὅρασιν» Θεοῦ, γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐννοεῖ «τήν γνῶσιν, τήν σαφεστάτην καί ἀπηρτισμένην» (ΕΠΕ 18α, 422). ᾿Εκεῖ θά τόν γνωρίσουμε ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπό ὅ,τι τόν γνωρί-ζουμε ἐδῶ. Θά γνωρίσουμε πόσον ἀγαθός, πόσον πο-λυεύσπλαγχνος, πόσον ἅγιος καί πανάγιος, πόσον δίκαιος καί παντοδύναμος καί πάνσοφος εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός μας.
    Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θέα καί θεωρία, αὐτή ἡ γνῶσις καί βαθειά γνωριμία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς εὐτυχίας τοῦ Παραδείσου. «῞Οσον περισσότερον θά γνωρίζουν (οἱ ἄνθρωποι) τίς ἀσύλληπτες καί ἄπειρες τελειότητες τοῦ Θεοῦ, τόσον περισσότερον θά καταθέλγωνται καί θά μεταπίπτουν ἀπό θαυμασμοῦ εἰς θαυμασμόν, ἀπό ἐκπλήξεως εἰς κατάπληξιν» (ΜΔ). Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λίγο πρίν παραδοθῇ γιά νά σταυρωθῇ καί νά ἀνοίξῃ μέ τήν θυσία Του τήν πύλη τοῦ Παραδείσου γιά ὅλους μας· «αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή», εἶπε προσευχόμενος στόν οὐράνιο Πατέρα Του, «ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν». Παρεκάλεσε δέ ἰδιαιτέρως τόν Πατέρα Του νά ἀξιώσῃ τούς ἰδικούς Του νά βρεθοῦν μαζί Του στούς οὐρανούς, γιά νά ἀντικρίζουν τήν δόξα Του. «…πάτερ», εἶπε, «οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν» (᾿Ιω. ιζ´ 3, 24). Τό θέλει δέ καί τό ζητεῖ ἀπό τόν Πατέρα Του ᾿Εκεῖνος, διότι ἀγαπᾷ τούς ἰδικούς Του καί γνωρίζει ὅτι ἡ θέα αὐτή θά τούς κάμῃ εὐτυχισμένους.
    Τόση δέ εἶναι ἡ εὐτυχία πού ἀναμένει αὐτούς πού θά ἀτενίζουν τήν δόξα τοῦ Κυρίου στήν ἐπουράνια Βασιλεία Του, ὥστε ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ὅτι, ἐάν χάσουμε ἐκείνη τήν θέα, «καλόν ἦν ἡμῖν, εἰ μή ἐγεννήθημεν». ῏Ηταν καλύτερα δηλαδή νά μή εἴχαμε γεννηθῆ. «Τί γάρ ζῶμεν; τί ἀναπνέομεν;… ἄν τῆς θεωρίας ἀποτύχωμεν ἐκείνης», ἄν μᾶς ἐμποδίσουν δηλαδή οἱ ἁμαρτίες μας, «τόν Δεσπότην τόν ἡμέτερον… θεάσασθαι;». Κανένα ἄλλο θέαμα δέν συγκρίνεται μέ τό ἔνδοξο ἐκεῖνο «θέαμα» τοῦ οὐρανοῦ. «Μακάριοι καί τρισμακάριοι οἱ τῆς δόξης… ἐκείνης… θεαταί» (ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ΕΠΕ 12, 660). ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).