Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59 (Δ)
Γιά τίς ἐνέργειες πού ἔχει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός
Ἄν κάθε ἐνέργεια θεωρεῖται κίνηση τῆς οὐσίας κάποιας φύσεως, ὅπως λένε οἱ σοφοί σχετικά μ’ αὐτά, πού εἶδε κανείς φύση ἀκίνητη ἤ τελείως ἀνενέργητη ἤ πού βρῆκε ἐνέργεια, ἡ ὁποία νά μήν εἶναι κίνηση φυσικῆς δυνάμεως; Κανένας λογικός ἄνθρωπος δέν θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός καί τό πλάσμα τοῦ ἔχουν μία ἐνέργεια τῆς φύσεως, σύμφωνα μέ τόν μακάριο Κύριλλο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν ζωοποιεῖ τόν Λάζαρο οὔτε ἡ θεία δακρύζει• διότι τά δάκρυα ἁρμόζουν στήν ἀνθρώπινη φύση, ἐνῷ ἡ ζωή ἀνήκει σ’ Αὐτόν πού τήν χαρίζει. Καί οἱ δύο ὅμως (φύσεις) τά ἔχουν ἀπό κοινοῦ, ἐξαιτίας τῆς ἴδιας ὑποστάσεως. Διότι ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί ἕνα τό πρόσωπό του, δηλαδή ἡ ὑπόστασή του• ἔχει ὅμως δύο φύσεις, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη.
Ἐφόσον, λοιπόν, ἡ δόξα πηγάζει ἀπό τή θεία φύση του, γίνεται κοινή καί στή μία καί τήν ἄλλη φύση χάρη στήν ταυτότητα τῆς ὑποστάσεως• τό ἴδιο καί τά κατώτερα, πού προέρχονται ἀπό τήν σάρκα, γίνονται κοινά καί στίς δύο (φύσεις). Διότι εἶναι ἕνας καί ὁ ἴδιος αὐτός πού εἶναι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο, δηλαδή Θεός καί ἄνθρωπος• καί δικά του εἶναι τά γνωρίσματα τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεώς του. Ἡ θεότητα, λοιπόν, ἔκανε τά θαύματα, ὄχι ὅμως χωρίς τή σάρκα• ἡ σάρκα ἐπίσης ἔκανε τά κατώτερα, ὄχι ὅμως χωρίς τή θεότητα. Καί ὅταν ἡ σάρκα ἔπασχε, ἡ θεότητα ἦταν ἑνωμένη μαζί της, ἀλλά ἔμενε ἀπαθής καί πραγματοποιοῦσε τά σωτήρια πάθη• καί ὅταν ἡ θεότητα τοῦ Λόγου ἐνεργοῦσε, ὁ ἅγιος νοῦς τοῦ ἦταν ἑνωμένος• σκεφτόταν καί γνώριζε αὐτά πού γίνονταν. Ἡ θεότητα, λοιπόν, μεταδίδει στό σῶμα ἀπό τή δική της δόξα, ἐνῷ ἡ ἴδια παραμένει ἀμέτοχη στά πάθη τῆς σάρκας. Διότι δέν συνέβαινε, ὅπως ἡ θεότητα τοῦ Λόγου ἐνεργοῦσε μέ τή σάρκα, ἔτσι καί ἡ σάρκα του νά πάσχει μαζί μέ τή θεότητά του• διότι ἡ σάρκα ὑπῆρξε ὄργανο τῆς θεότητος του. Παρόλο, λοιπόν, πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς συλλήψεως δέν ὑπῆρχε διαίρεση σέ μία ἤ ἄλλη μορφή, ἀλλά ὅλες οἱ πράξεις καί τῆς μίας καί τῆς ἄλλης μορφῆς σέ κάθε χρονική στιγμή ἦταν πράξεις τοῦ ἑνός προσώπου, ὅμως αὐτά πού ἔγιναν ἀχώριστα, δέν τά συγχέουμε μέ κανένα τρόπο, ἀλλά, τί ἀνήκει στήν κάθε μορφή τό ἀντιλαμβανόμαστε ἀπό τήν ποιότητα τῶν πράξεων. Ἐνεργεῖ, λοιπόν, ὁ Χριστός καί μέ τή μία καί μέ τήν ἄλλη φύση του• «στό πρόσωπό του ἐνεργεῖ καθεμία φύση σέ κοινωνία μέ τήν ἄλλη φύση». Ὁ Λόγος ἐκτελεῖ αὐτά πού ἀνήκουν στό Λόγο, ὅσα εἶναι γνωρίσματα τοῦ ἄρχοντα καί βασιλιά, ἐξαιτίας τῆς αὐθεντίας καί ἐξουσίας τῆς θείας φύσεώς του• ἐνῷ τό σῶμα ἐκτελεῖ ὅσα ἀνήκουν στό σῶμα, σύμφωνα μέ τή βούληση τοῦ Λόγου πού ἑνώθηκε μ’ αὐτό καί τό ἰδιοποιήθηκε. Διότι (τό σῶμα) δέν κινοῦνταν πρός τά φυσικά πάθη ἀπό μόνο του, οὔτε ἔπασχε μέ ἀφορμή τήν ἀποφυγή ἀπό τά λυπηρά ἤ τίς ἐξωτερικές περιστάσεις, ἀλλά κινοῦνταν σύμφωνα μέ τήν τάξη τῆς φύσεως• ὁ Λόγος ἤθελε καί ἐπέτρεπε γιά λόγους οἰκονομίας νά πάσχει αὐτό (τό σῶμα) καί νά ἐνεργεῖ τά δικά του, ὥστε νά πιστοποιηθεῖ ἡ ἀλήθεια (τῆς σαρκώσεως) ἀπό τίς πράξεις τῆς φύσεώς του.
Καί ὅπως ἀπόκτησε ὕπαρξη μέ ὑπερούσιο τρόπο, καθώς ἡ Παρθένος τόν κυοφόρησε, παρόμοια ἐνεργοῦσε καί τά ἀνθρώπινα μέ ὑπεράνθρωπο τρόπο• βάδιζε πάνω σέ τρικυμισμένη θάλασσαμε τά πόδια, χωρίς νά τό νερό νά γίνει ξηρά, ἀλλά ἀντιστεκόταν μέ τήν ὑπερφυή δύναμη τῆς θεότητός του καί δέν ὑποχωροῦσε στό βάρος τῶν ὑλικῶν ποδιῶν. Δέν ἐνεργοῦσε, δηλαδή, τά ἀνθρώπινα μέ ἀνθρώπινο τρόπο (διότι δέν ἦταν μόνον ἄνθρωπος, ἀλλά καί Θεός• γι’ αὐτό καί τά πάθη τοῦ φέρνουν τή ζωή καί τή σωτηρία), οὔτε ἐνεργοῦσε τά θεῖα μέ θεϊκό τρόπο (διότι δέν ἦταν μόνο Θεός, ἀλλά καί ἄνθρωπος• γι’ αὐτό καί ἔκαμε τά θαυμαστά σημεῖα μέ τήν ἁφή, τό λόγο καί τά παρόμοια).