Ψαλμ.β΄11

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Διά τῆς εὐλαβοῦς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν  δουλεύσατε μέ φόβον καί σεβασμόν τόν Κύριον καί δοκιμάσατε τήν εἰρήνην καί ἀγαλλίασιν πού γεννᾶ εἰς τάς καρδίας ὁ τρόμος, μήπως διά τῆς ἁμαρτίας ἐξοργίσητε τόν Κύριον» (Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ἀγαλλίασι ἀπό τὸ ἕνα μέρος καὶ τρόμος ἀπό τὸ ἄλλο. Χαρὰ καὶ φόβος. Εὐφροσύνη καὶ ἀνησυχία. Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβιβασθοῦν οἱ ἀντίθετες αὐτὲς ἔννοιες καὶ καταστάσεις; Καὶ πῶς μπορῶ νὰ νοιώθω ἀγαλλίασι, τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ φοβᾶμαι καὶ θὰ τρέμω; Εἶναι πολὺ εὔλογη καὶ πολὺ φυσικὴ ἡ ἀπορία.
    Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅμως ὄχι ἁπλῶς συνδυάζει αὐτά, πού μᾶς φαίνονται ἀσυμβίβαστα, ἀλλά παρακινεῖ μὲ τὸ στόμα τοῦ ψαλμωδοῦ καὶ τὸν καθένα μας νά κάνη τὸ ἴδιο. «Δουλεύσατε», μᾶς λέγει, «τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμω» (Ψαλμ. β’ 11). Ἐργασθῆτε δηλαδὴ σὰν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ νοιώθοντας φόβο καὶ εὐλάβεια ἀπέναντί Του καὶ εὐφρανθῆτε κοντά Του, προσέχοντας ὅμως μήπως Τὸν  ἐξοργίσετε μὲ τὶς ἁμαρτίες σας. Γεμίστε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, γιατί βρίσκεσθε πλησίον Ἐκείνου, ποὺ ξεπερνᾶ στὴν καλωσύνη καὶ ἀγάπη καὶ τὴν πιὸ τρυφερὴ μητέρα καὶ τὸν πιὸ στοργικὸ πατέρα. Μή ξεχνᾶτε ὅμως ὅτι εἶσθε ἁμαρτωλοί, ἐνῶ Ἐκεῖνος εἶναι ἀμόλυντος καὶ πανάγιος καὶ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέσι μὲ τὸ κακό. Προσέξτε λοιπὸν μήπως οἱ ἁμαρτίες σας γίνουν αἰτία καὶ σᾶς ἀποστροφῆ. Προσέξτε μήπως χάσετε τὴν ἐπαφή σας μ’ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς σας.
    Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἦταν μόνο θεωρία γιὰ τὸν ψαλμωδό. Ἦταν πρᾶξι καὶ ζωή. Πλημμύριζε πάντα ἡ καρδιά του ἀπό ἀγαλλίασι, ὅταν ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό του. Γέμιζε ἀπό χαρά, ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ κι ἄφηνε τὴν προσευχὴ του ν’ ἀνεβαίνη σὰν θυμίαμα στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου. Ἔνοιωθε τὶς ὧρες ἐκεῖνες μυστικὴ εὐφροσύνη, ἔστω κι ἂν ἦταν πονεμένος ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν θλίψεων, ποὺ τὸν εὕρισκαν συχνά. Ξεχνοῦσε τοὺς πόνους καὶ τὶς δοκιμασίες του κι ἔπλεε σὲ πελάγη εὐτυχίας πλησιάζοντας τὸν Θεό του, τὸν λατρευτό της καρδιᾶς του.
    Βλέποντας ὅμως τίς ἁμαρτίες του ἔτρεμε στὴν σκέψι ὅτι ἦταν πιθανὸν ἐξαιτίας τους νὰ τὸν ἀποστραφῆ ὁ Κύριος καὶ νὰ χάση αὐτὴ τὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς οἰκειότητος μαζί του. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν ἱκέτευε ἐπίμονα καὶ ταπεινὰ νὰ μὴ ἀποστρέψη τὸ πρόσωπόν Του ἀπό ἐπάνω του, πρᾶγμα ποὺ θὰ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ καὶ τὸν θάνατό του.
    Ὁ φόβος τοῦ ὅμως καὶ ὁ τρόμος του αὐτὸς δὲν ἦταν τρόμος καὶ φόβος, σὰν ἐκεῖνον ποὺ νοιώθει κανεὶς ἐμπρὸς σ’ ἕνα φοβερὸ κίνδυνο, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ὅταν τρέμη καὶ συγκλονίζεται ἡ γῆ τὴν ὥρα τοῦ καταστρεπτικοῦ σεισμοῦ. Δὲν ἦταν τρόμος, ποὺ σὲ παραλύει καὶ σὲ κάνει νὰ τὰ χάνης κυριολεκτικά. Ἦταν φόβος καὶ τρόμος, σὰν αὐτὸν ποὺ αἰσθάνεσαι, ὅταν σκέπτεσαι ὅτι ὑπάρχει περίπτωσι νὰ χάσης κάτι ποὺ τὸ ἀγαπᾶς πολὺ καὶ γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κρατεῖς σφικτὰ καὶ νοιώθεις εὐτυχισμένος ποὺ τὸ κατέχεις μὲ ἀσφάλεια.
    Ὁ θεομακάριστος ψαλμωδὸς ζοῦσε ἐπέ ἁγιότητά Του μᾶς κάμνει νὰ αἰσθανώμαστε ἱερὸ δέος καὶ τρόμο ἀπέναντί Του. Νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε πολὺ μικροί, ἀδύνατοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐμπρὸς στὴν δικὴ Του μεγαλωσύνη καὶ παντοδυναμία. Ἡ ἀρετή μας παρουσιάζεται σὰν ἕνα μηδενικὸ ἀπέναντι στὴν θεικὴ παναγιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τολμοῦμε νὰ σταθοῦμε ἀγέρωχοι ἐνώπιόν Του, ἀλλά σκύβουμε ταπεινὰ ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο Του.
    Σ’ αὐτὸ τὸ κλὶμα τοῦ ἱεροῦ φόβου καὶ τῆς προσκολλήσεως στὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων ζῆ καὶ κινεῖται καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας. Οἱ ἱερές της Ἀκολουθίες καὶ πρὸ πάντων ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς βοηθοῦν νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ μὲ ἱερὸ δέος καὶ συγχρόνως νὰ νοιώσουμε καὶ τὴν θεϊκὴ ἀγαλλίασι, ποὺ χαρίζει ἡ ἕνωσι αὐτή. Τὰ τροπάρια καὶ οἱ εὐχὲς τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας μας κάνουν συνεχῶς λόγο γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἄναξιοτητά μας ἐμπρὸς στὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου. Συγχρόνως ὅμως μιλοῦν καὶ γιὰ τὴν εὐφροσύνη, ποὺ αἰσθάνεται αὐτὸς ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Χριστό, καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του. Νὰ Τὸν πλησιάσουμε μὲ χαρὰ καὶ μὲ φόβο, ὅπως ἀναφέρει ἕνα τροπάριο τοῦ Σταυροῦ. Μὲ φόβο «διὰ τὴν ἁμαρτίαν ὡς ἀνάξιοι ὄντες». Μὲ χαρὰ «διὰ τὴν σωτηρίαν ἣν παρέχει τῷ κόσμῳ».
    Τὸ ἴδιο παρατηρεῖται καὶ στὶς ὑπέροχες εὐχὲς τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος νοιώθουμε «φρίκη» καὶ φόβο, καθὼς πρόκειται νὰ πάρουμε μέσα μας τὸ «Θεουργὸν Αἷμα» καὶ ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ μή μᾶς καταδικάση, ποὺ τολμοῦμε νὰ μεταλάβουμε παρὰ τὴν ἀναξιοτητά μας. Ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅμως μέρος, γεμᾶτοι ἅγιο πόθο καὶ «θεῖον ἔρωτα» πρὸς τὸν Χριστό, πλησιάζουμε γιὰ νὰ γίνουμε μέτοχοί της «τρυφῆς» καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι «τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι». Θεωροῦμε σὰν τὸ μεγαλύτερό μας ἀγαθὸ τὴν ἕνωσι καί  προσκόλλησι στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
    Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγαλλιάσεως καὶ τοῦ τρόμου ἤ καλύτερα τοῦ τρόμου ποὺ χαρίζει τὴν ἀγαλλίασι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλῖμα τοῦ ἱεροῦ φόβου, πού μᾶς προφυλάσσει ἀπό τὴν ἁμαρτία καὶ μᾶς κρατεῖ ἑνωμένους μ’ Ἐκεῖνον ποὺ δωρίζει τὴν χαρά, ἄς δώση ὁ Κύριος, νὰ κυλᾶ συνεχῶς καὶ ἡ δική μας ζωή» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ. 49)