Ψαλμ. δ΄2

Παρασκευή 19  Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἰσήκουσάς μου, ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης μου· ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με. οἰκτείρησόν με καὶ εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ὁσάκις σέ ἐπεκαλέσθην, ἤκουσες μέ εὐμένειαν τήν προσευχήν μου, ὦ Θεέ, πού προστατεύεις τό δίκαιόν μου καί μοῦ ἀποδίδεις αὐτό. Ὅταν εὑρέθην εἰς θλῖψιν καί στενοχωρίαν, μέ ἐπαρηγόρηρσες καί ἔδωκες πλάτος καί ἄνεσιν εἰς τήγν πιεζομένην καρδίαν μου. Σπλαγχνίσου με καί τώρα καί κάμε δεκτήν τήν προσευχήν μου» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

    «Τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ ζοῦσε κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ θεοκίνητος Δαβίδ. Ὁ Θεὸς δὲν ἔμενε ποτὲ ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος ἐμπρὸς στὶς θλίψεις καὶ δυσκολίες του. Μπορεῖ νὰ τὸν ἄφηνε νὰ ὑποφέρη καὶ νὰ ψήνεται στὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἔκρινε Ἐκεῖνος, ἔστελνε τὴ Χάρι Του καὶ τοῦ δρόσιζε τὸ φλογισμένο μέτωπο καὶ τοῦ ἁπάλυνε τὸν πόνο καὶ τοῦ χάριζε τὴν ἀναψυχή.
    Σὲ μιά του προσευχὴ ἐκφράζει αὐτή τὴν ἐμπειρία του πρὸς τὸν Κύριο καὶ Τοῦ λέει: «Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με» (Ψαλμ. δ’ 2). Τότε ποὺ βρισκόμουν, Κύριέ μου Κύριε, σὲ θλῖψι μεγάλη καὶ μὲ κυρίευε ἡ ἀγωνία κι ἔνοιωθα πίεσι ἀπό παντοῦ καί νόμιζα πὼς δὲν θ’ ἀντέξω μέσα σ’ αὐτὴ τὴν στενοχώρια, ἦρθες Ἐσύ καί δημιούργησες εὐρυχωρία. Ἦρθες καὶ πλάτυνες τὸν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς μου. Μὲ λύτρωσες καὶ μ’ ἔβγαλες ἀπό τὴν κατάθλιψι καὶ τὴν ψυχικὴ δυσφορία.
    Μήπως ὅμως μόνον τοῦ Δαβὶδ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐμπειρία; Δὲν ἔχουμε ἆραγε κι ἐμεῖς περιπτώσεις στὴ ζωή μας, ποὺ ἐνῶ ὅλα φαίνονται κλειστὰ γύρω μας καὶ δὲν βλέπαμε ἀπό πουθενὰ διέξοδο καὶ νομίζαμε πώς θὰ πάθουμε ἀσφυξία, κάτι συνέβη κι ἔπεσαν μονομιᾶς τὰ θεόρατα τείχη κι ἄνοιξαν οἱ κλειστοὶ οὐρανοὶ κι ἔλαμψαν στὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς μας οἱ ὁλόφωτες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου τῆς χαρᾶς; Λίγο νὰ σκεφθοῦμε καὶ ν’ ἀνατρέξουμε στὴν προηγούμενη ζωή μας, τὴν ἀτομικὴ καὶ οἰκογενειακή, θὰ βροῦμε κι ἐμεῖς πολλὲς τέτοιες στιγμὲς καὶ θὰ δοξολογήσουμε ὁλόψυχα τὸν Πανάγαθο γιὰ τὶς σοφὲς καὶ ἔγκαιρες ἐπεμβάσεις Του πρὸς χάριν μας.
    Εἶναι ὅμως ἀξιοσημείωτο, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ἐδῶ ὁ ψαλμωδὸς δὲν λέει: δὲν μὲ ἄφησες νὰ πέσω «εἰς θλῖψιν, οὐδ’ ὅτι παρήγαγες ταχέως τὴν θλῖψιν, ἀλλ’ ὅτι μενούσης αὐτῆς ἐπλάτυνάς με» (Α’ ὁμιλ. εἰς Β’ Κόρ.). Μ’ ἔκανες δηλαδὴ νὰ νοιώθω ἄνετα καὶ μέσα στὴ θλίψι μου. Παρ’ ὅλο ποὺ πονοῦσα, δὲν αἰσθανόμουν στενοχώρια καὶ ἀπελπισία.
    Ἑρμηνεύοντας τὸν ψαλμικὸ αὐτὸ στίχο καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει ὅτι «ὅταν θλίψεων καὶ τῶν πειρασμῶν τοὺς λόγους ἐπιγινώσκωμεν, τότε μάλιστα πλατυνόμεθα» (Ἐξηγήσεις εἰς Δ’ Ψάλμ.). Ὅταν δηλαδὴ γνωρίζουμε καλὰ γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ μᾶς βρίσκουν θλίψεις καὶ πειρασμοί, τότε νοιώθουμε αὐτὸν τὸν «πλατυσμὸν ἐν ταῖς θλίψεσι», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε καὶ τὴν ὡραία φράσι τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
    Ὁ σκοπὸς ὅμως τῶν θλίψεων δὲν μᾶς εἶναι ἄγνωστος. Μᾶς τὸν φανέρωσε ἤδη ὁ Θεὸς μὲ τὸν λόγο Του τὸν ἅγιο. Ἐκεῖνο ἑπομένως ποὺ χρειάζεται ἀπό μέρους μας, εἶναι νὰ μελετοῦμε καὶ νὰ σκεφτώμαστε βαθύτερα αὐτὸν τὸν σκοπό, γιὰ νὰ μὴ νοιώθουμε δυσφορία ποτέ, ἔστω κι ἂν εἴμαστε ἀκίνητοι ἴσως στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου, ἡ ἄν μᾶς ζώνη ἀπό παντοῦ ἡ ἀνέχεια.
    Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῶν θλίψεων, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι «τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιοτητος» τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. ιβ’ 611). Μᾶς βοηθοῦν δηλαδὴ νὰ γίνουμε καλύτεροι, νὰ ἐξαγιασθοῦμε. Νὰ μισήσουμε τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν συμφορῶν τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ ν’ ἀκολουθήσουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας Ἐκεῖνον, ποὺ ἦρθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν οὐράνια βασιλεία Του, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός».
    Τὸ βλέπουμε αὐτὸ ἐξ ἄλλου καὶ πάνω στὰ πράγματα. Ὅταν κανεὶς εἶναι ἄρρωστος ἤ περνᾶ κάποια ἄλλη δοκιμασία, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἁμαρτάνει λιγώτερο καὶ νικᾶ πιὸ εὔκολα στὸν ἀόρατο πόλεμο τὸν φοβερὸ ἐχθρὸ ὅλων μας, τὸν μισάνθρωπο Διάβολο. Καταφεύγει ἐπίσης πιὸ συχνὰ μὲ θέρμη καὶ ταπείνωσι στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μαθαίνει νὰ ἐξαρτᾶ καλύτερα καὶ περισσότερο τὴ ζωή του ἀπό τὴν πατρικὴ Πρόνοιά Του. Γίνεται ἀκόμη πιὸ συμπαθὴς πρὸς τοὺς ἄλλους κι ἀνοίγει τὴν καρδιά του κι ἐκδηλώνει ἀγάπη πρὸς ὄλους.   Σκέφτεται   ἐπίσης   συχνότερα τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων καὶ στρέφεται πιὸ εὔκολα ἡ ψυχή του πρὸς τὰ ἄφθαρτα ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
    Αὐτό « τὸ κέρδος τῆς θλίψεως» εἶχε ὑπ’ ὄψι του καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ παραλύης, ἄνθρωπε, καὶ νὰ ἀπογοητεύεσαι, ὅταν σὲ βρῆ κάποια συμφορά. Γιατί «ἐάν ἁμαρτίας ἔχῃς, ἀφανίζονται καὶ κατακαίονται ραδίως ὑπό τῆς θλίψεως• ἂν δὲ ἀρετήν ἔχης, λαμπρύνη καὶ φαιδρύνη ὑπ’ αὐτῆς» (Δ’ ὁμ. εἰς Ἀνδριάντας).
    Ἀσφαλῶς, ἀγαπητὲ, θὰ τὸν ξέρης κι ἐσὺ αὐτὸν τὸν ὕψιστο σκοπὸ τῶν θλίψεων. Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν μαζὶ τὸν Κύριό μας νὰ διατηρῆ Ἐκεῖνος ἀθόλωτο τὸ νοῦ μέσα στὶς θλίψεις μας, ὥστε νὰ μή τὸν ξεχνοῦμε ποτέ. Τότε θὰ μποροῦμε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ ὅλους τους ἁγίους μας «θλιβόμενοι» μέν, «ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β’ Κορ. δ’ 8).( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σελ. 93)