Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Εἰ ἀνταπέδωκα τοῖς ἀνταποδιδοῦσί μοι κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν μου κενός»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐάν ἀνταπέδωκα κακόν εἰς ἐκείνους πού ἀνταποδίδουν κακά ἀντί τῶν πρός αὐτούς εὐεργεσιῶν μου, αἴ τότε εἴθε νά πέσω ἔξω καί νά νικηθῶ ἀπό τούς ἐχθρούς μου, ἔρημος καί γυμνωμένος ἀπό πᾶσαν βοήθειαν καί ἐλπίδα» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Γιὸς τοῦ Δαβὶδ καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἴχαν εὐεργετηθῆ πολὺ ἀπό αὐτὸν ἦσαν αὐτοί, ποὺ ἐπανεστάτησαν κάποτε ἐναντίον του. Δὲν τοὺς εἶχε βλάψει σὲ τίποτε. Δὲν εἶχε ζητήσει οὐδέποτε τὸ κακό τους. Ἡ κακία τους καὶ μόνον ἦταν ἐκείνη, ποὺ τοὺς ἔκανε θανάσιμους ἐχθρούς του.
Ἦταν βέβαιος γιὰ τὴν ἀθωότητα του ὁ ἴδιος. Εἶχε συνείδησι τῆς ἀκακίας του ὡς πρὸς τὴν συμπεριφορὰν του ἀπέναντι ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἤθελαν τὸν θάνατόν του. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ πολλὴ παρρησία ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Κύριο, στὸν Ὁποῖο καὶ μόνον εἶχε στηρίξει τὴν ἐλπίδα του, καὶ λέει: «Εἰ ἀνταπέδωκα τοῖς ἀνταποδιδοῦσι μοι κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπό τῶν ἐχθρῶν μου κενός» (Ψαλμ. ζ’ 5). Ἐάν ἔχω κάνει κάτι κακὸ σ’ ὅσους μὲ πληρώνουν μὲ κακὰ γιὰ τὶς εὐεργεσίες μου πρὸς αὐτούς, ἄς πάθω ὁτιδήποτε ἀπό τούς ἐχθρούς μου. Δέχομαι νὰ μείνω ἔρημος καὶ ἀπογυμνωμένος ἀπό κάθε βοήθεια καὶ ἐλπίδα.
Ἐὰν δὲν εἶχε συνείδησι τῆς ἀθωότητας του ὁ Δαβίδ, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δὲν θὰ ἔδενε τὸν ἑαυτό του μὲ τέτοιες κατάρες. Εἶχε ὅμως «ἄριστον συνειδός», ἐπειδὴ οὐδέποτε «ἀπέδωκε τοῖς ἀνταποδοῦσιν αὐτῶ κακά, οὐδὲ ἐμνησικάκησε» (Ὁμιλ. εἰς Ζ’ Ψαλμ.). Προβάλλει λοιπόν, ὅπως γράφει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «τὸ ἀμνησίκακον» καὶ ζητεῖ «δι’ αὐτοῦ» τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ (Ἐξηγησ. εἰς Ζ’ Ψαλμ.).
Ἂν μεταφερθοῦμε νοερὰ στὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Δαβίδ, θὰ θαυμάσωμε ἀκόμη περισσότερο τὴν συμπεριφοράν του ἀπέναντι τῶν ἐχθρῶν του. Τί ἴσχυε ἀλήθεια τότε γιὰ τὶς περιπτώσεις πού κάποιος ἔβλαπτε τὸν συνάνθρωπό του; Ὁ νόμος τῆς ταυτοπαθείας. Ἀνταπέδιδαν «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» (Ἐξοδ. κα’ 24). Ἠμποροὺσαν δηλαδὴ νὰ ἀνταποδώσουν τὰ ἴσα. Καὶ τὸ ἐπέτρεπε αὐτὸ ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀκαλλιέργητοι, γιὰ νὰ περιορισθῆ κάπως τὸ κακό.
Ὁ Δαβὶδ ὅμως ξεπέρασε τὴν ἐποχήν του. Ἔδειχνε διαγωγὴν ὄχι τῆς Παλαιᾶς, ἀλλά τῆς Καινῆς Διαθήκης. Χαλιναγωγοῦσε τὸν θυμό του, συγκρατοῦσε τὸ χέρι του καὶ δὲν ἐπέτρεπε ποτὲ στὸν ἑαυτό του νὰ ἐκδικηθῆ κανένα. Καὶ ἐνῶ ἔρχονταν περιστάσεις, ποὺ ἠμποροῦσε νὰ ἐκδικηθῆ χωρὶς δυσκολία, τὸ ἀπέφευγε συστηματικά. Ἐπανειλημμένως εἶχε πέσει στὰ χέρια του ὁ Σαούλ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν σκοτώση, μολονότι ὁ ἴδιος τὸν εἶχε εὐεργετήσει πολὺ καὶ ὅμως δὲν τοῦ προξένησε κανένα κακό.
Τὸ παράδειγμά του ἐλέγχει ὅλους ἐκείνους πού, ἐνῶ ζοῦν μετὰ Χριστόν, παρουσιάζονται στὸ θέμα τῆς ἐκδικητικότητος πολὺ κατώτεροι ἀπό ἀνθρώπους τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ μνησικακοῦν καὶ θέλουν νὰ βάλουν στὴν θέσι τους, ὅπως ἰσχυρίζονται, ὅσους τοὺς ἔβλαψαν μὲ τὸν ἄλφα ἢ βήτα τρόπο.
Ὅσοι ὅμως θέλομε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ ὄχι μόνο στὴν ταυτότητα, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα, ἔχομε χρέος νὰ μὴν εἴμαστε ἐκδικητικοί. Ὁ τέλειος Νόμος τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἰσχύει τώρα, δὲν ἐπιτρέπει τὴν μνησικακία καὶ ἐκδικητικότητα. Ἡ ἐντολὴ πού μᾶς ἄφησε ὁ Θεάνθρωπος, ἀπαγορεύει ἐντελῶς νὰ ἀποδίδης κακὸ στὸ κακὸ πού σοῦ κάνουν.
Ἡ μόνη ἐκδίκησι, τὴν ὁποία ἐπιτρέπει καὶ ἐπιβάλλει ὁ Νόμος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ εὐγενικὴ ἐκδίκησι τῆς ἀγάπης. «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε’ 44). Αὐτό μᾶς ἐδίδαξε ὁ Κύριος. Σὲ μισεῖ δηλαδὴ κάποιος καὶ θέλει τὸ κακό σου; Σὺ νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ νὰ τὸν εὐεργετῆς. Σὲ ὑβρίζει, σὲ εἰρωνεύεται καὶ σὲ κακολογεῖ; Σὺ νὰ λέγης καλὰ λόγια γι’ αὐτόν. Σὲ καταδιώκει, σὲ ἀδικεῖ καὶ γίνεται αἰτία νὰ ὑποφέρης; Σὺ νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὴν σωτηρία του.
Αὐτὴ τὴν ἁγία ἐκδίκησι τῆς ἀγάπης τὴν ἔδειξε πρῶτος Ἐκεῖνος, ποὺ τὴν ἐδίδαξε. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς ποὺ καρφωμένος στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ ζήτησε τὴν συγχώρησι τῶν σταυρωτῶν του ἀπό τὸν Πατέρα Του.
Στὰ ἴχνη του ἐβάδισαν ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, ποὺ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὴ λογαριάση τὴν ἁμαρτία αὐτῶν ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν, ἀλλά καὶ ἄλλοι ἅγιοί τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἔδειξαν ἀνεξικακία καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς των.
Αὐτὴ εἶναι ἡ συμπεριφορά, ποὺ ἁρμόζει σὲ ἀνθρώπους ἀληθινὰ ἀναγεννημένους, ποὺ ἐμπνέονται ἀπό τὸν οὐρανό. Γιατί ἄν, ὅπως εἶπε κάποιος, τὸ νὰ ἀποδίδης καλὸ στὸ καλὸ εἶναι ἀνθρώπινο καὶ κακὸ στὸ καλὸ σατανικό, τὸ νὰ ἀποδίδης ὅμως καλὸ στὸ κακὸ εἶναι οὐράνιο καὶ θεϊκό.
Ἡ ἐκδίκησι αὐτὴ τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη νίκη. Νίκη σπουδαία γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφη ὅτι δὲν πρέπει νὰ μᾶς νικᾶ τὸ κακό, ἀλλά νὰ τὸ νικοῦμε μὲ τὸ ἀγαθὸ (Ρώμ. ιβ’ 21).
Αὐτὴ τὴν ἐκδίκησι καὶ μόνο ἄς μᾶς βοηθῆ ὁ Κύριος τῆς ἀγάπης, ἀδελφέ μου, νὰ ἐπιτρέπωμε στὸν ἑαυτό μας. Ποτὲ ἐκδίκησι μίσους, ἀλλά πάντα ἐκδίκησι ἀγάπης» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σελ. 166)