Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀπέκαμα ἀπό τούς στεναγμούς διά τάς παρεκτροπάς μου. Ἔλουσα καί λούω κάθε νύκτα τό κρεββάτι μου καί βρέχω τό στρῶμα μου μέ τά ἄφθονα δάκρυά μου» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὁ θεόπνευστος Δαβὶδ ἦταν ἄνθρωπος μὲ πλούσιο συναισθηματικὸ κόσμο καὶ μὲ ἔντονα ψυχικὰ βιώματα. Ἀγαποῦσε ὁλόψυχα τὸν Κύριο καὶ πονοῦσε βαθύτατα, ὅταν καταλάβαινε ὅτι οἱ ἁμαρτίες του τὸν χώριζαν ἀπό τὸν λατρευτό της καρδιᾶς του. Τέτοιες ὧρες ξεσποῦσε σὲ κλάμα σὰν μικρὸ παιδί.
Τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, μὲ τρόπο ποὺ προκαλεῖ ἔκπληξι: «Ἐκοπίασα ἐν τῷ στέναγμῷ μου, λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ’ 7). Στέναζε γιὰ τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὶς ἁμαρτίες του κι ἄνοιγε κάθε βράδυ τὶς βρύσες τῶν ματιῶν του, γιὰ νὰ χυθοῦν ἄφθονα δάκρυα.
«Οὐχ ἁπλῶς ἐδάκρυσε», σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ἀλλά τὴν κλίνην ἔλουσε καὶ καθ’ ἑκάστην νύκτα» (Ἐξηγ. εἰς στ’ Ψαλμ.). Τὴν ὥρα ποὺ ἄλλοι κοιμόνταν καὶ ἀναπαύονταν, ἐκεῖνος ἔκλαιγε μετανοημένος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ἔχυνε δάκρυα πικρά, γιατί ἔνοιωθε ὅτι εἶχε λυπήσει πολὺ τὸν Κύριο. Ἤθελε νὰ ξεπλύνη τοὺς μολυσμοὺς τῆς ψυχῆς του μὲ τὶς πηγὲς τῶν δακρύων του καὶ νὰ δείξη στὸν Κύριο τὴν μετάνοιά του.
Ὢ αὐτὰ τὰ νυκτερινὰ δάκρυα τοῦ Δαβίδ! Πόσο τὸν βοηθοῦσαν στὸ νὰ βρῆ τὴν ἠρεμία καὶ γαλήνη του καὶ νὰ νοιώση ὅτι ὁ Θεὸς τὸν θεωροῦσε καὶ πάλι δικό Του. Ὅπως μετὰ ἀπό μιὰ καταρρακτώδη βροχὴ καθαρίζει συνήθως ὁ οὐρανὸς καὶ ἀνανεώνεται ἡ ἀτμόσφαιρα, ἔτσι καὶ μετὰ τὰ δάκρυα τοῦ ἄνοιγαν ἐμπρὸς του ὁλόλαμπροι οἱ οὐρανοὶ τῆς καρδιᾶς του κι ἔβλεπε μὲ καθαρώτερο μάτι τὴ ζωή.
Τὰ δάκρυα ἐκεῖνα τοῦ Δαβὶδ ἔμειναν ἀπό τότε μέσα στοὺς αἰῶνες σύμβολο τῆς πραγματικῆς μετανοίας. Τὰ δὲ δάκρυα τῆς μετανοίας, ποὺ εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ πιὸ ἀληθινά, τὰ πιὸ γλυκά, τὰ πιὸ ἀκριβὰ δάκρυα. Δάκρυα ποὺ συγκινοῦν ὅλο τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καὶ τὸν κάνουν νὰ σκιρτᾶ ἀπό χαρὰ καὶ νὰ πανηγυρίζη γιὰ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δακρύζει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
Οἱ λυγμοὶ καὶ τὰ δάκρυα αὐτὰ τῆς μετανοίας μπορεῖ νὰ θεωροῦνται ἀπό πολλοὺς σὰν δείγματα ἀδυναμίας. Περικλείουν ὅμως τεράστια δύναμι. Μοιάζουν μὲ τὴν ποτιστικὴ βροχή, ποὺ συντελεῖ στὴν καλλιέργεια καὶ καρποφορία τῶν ἀγρῶν. Ἔχουν τὴν δύναμι, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ σβήσουν «τὸ ἄσβεστον πῦρ, τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὸν πρὸ τοῦ βήματος ἑλκόμενον» (Ὁμ. εἰς στ’ Ψαλμ.). Εἶναι ἔκδηλωσι τοῦ πιὸ ἡρωικοῦ κατορθώματος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς συντριβῆς δηλαδὴ τοῦ ἐγώ του, τῆς ταπεινῆς ὁμολογίας τῆς ἐνοχῆς του καὶ τῆς ἀποφάσεώς του νὰ ζῆ στὸ ἑξῆς χωρὶς ἀξιοδάκρυτες πράξεις, χωρὶς ἁμαρτίες.
Βέβαια ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἐνῶ μετανοοῦν ἀληθινά, δὲν μποροῦν νὰ δακρύσουν λόγω τῆς ἰδιοσυγκρασίας τους. Ὑπάρχουν ὅμως πολλοὶ πού, ἐνῶ κλαῖνε ὅταν χάσουν κάτι ἤ ὅταν ἀδικηθοῦν ἢ ὅταν ἀποχωρισθοῦν ἀπό κάποιο ἀγαπητό τους πρόσωπο, δὲν χύνουν οὔτε σταγόνα δάκρυ ὅταν ἀποχωρίζωνται ἀπό τὸν Θεὸ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους. Πόσο ὑστεροῦμε ἀλήθεια στὴ σωστὴ ἀξιολόγησι καὶ ἐκτίμησι προσώπων καὶ πραγμάτων! Γιὰ τὴν ἁμαρτία κυρίως νὰ κλαῖς, μᾶς συμβουλεύει ὁ Μέγας Βασίλειος. Γι’ αὐτὴν ἂς ρέη «πᾶν δάκρυον» καὶ ἀς μὴ διακόπτεται ὁ «στεναγμός» (Ὁμ. εἰς τὴν Μάρτυρα Ἰουλίτταν).
Γιὰ νὰ ἔλθουν ὅμως δάκρυα στὰ μάτια, πρέπει νὰ προηγηθῆ πόνος. Εἶναι ἀνάγκη δηλαδὴ νὰ πονέση ἡ ψυχή μας γιὰ τὶς πολλές της ἁμαρτίες. Νὰ νοιώση ὅτι μ’ αὐτὲς λύπησε πολὺ τὸν Θεό. Αὐτὴ ὅμως ἡ συναίσθησι δὲν γίνεται μέσα στὸν θόρυβο καὶ στὶς ἀπασχολήσεις τῆς ἡμέρας. Χρειάζεται ἡσυχία καὶ περισυλλογή. Χρειάζεται αὐτοσυγκέντρωσι, αὐτοεξέτασι καὶ αὐτοκριτική. Ἡ νύκτα λοιπόν, τότε ποὺ παύουν οἱ πολλὲς φωνὲς καὶ ἀπασχολήσεις, εἶναι ὁ πλέον κατάλληλος καιρός. Μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύκτας, πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο μας ἂς ἐξετάζουμε καθημερινὰ τὴ ζωή μας στὴ μέρα ποὺ πέρασε. Θὰ βρίσκουμε ἀσφαλῶς ἀρκετά, ποὺ εἶναι ἄξια δακρύων. Θὰ βρίσκουμε σκέψεις, πόθους, λόγια, ἐνέργειες καὶ ἔργα ἀξιοθρήνητα. Θὰ βρίσκουμε περιστατικά, στὰ ὁποῖα φερθήκαμε μὲ τρόπο ποὺ λύπησε τοὺς συνανθρώπους μας καὶ τὸν Θεό μας. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν τότε νὰ χύνουμε σ’ αὐτὲς τὶς ἤρεμες ὧρες τῆς νύκτας καί κάποιο δάκρυ γιὰ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μας.
Ἀλλά καὶ ὅταν, λόγω τοῦ χαρακτῆρος μας, δὲν θὰ βουρκώνουν τὰ μάτια μας, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ κυριεύεται ἡ ψυχή μας μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ συγκίνησι καὶ κατάνυξι. Θὰ δοκιμάζουμε τὴν οὐράνια ψυχικὴ κατάστασι, ποὺ χαρίζει ἡ συναίσθησι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ συντριβὴ τῆς ψυχῆς. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦν αὐτὲς τὶς ὑπέροχες ἱερὲς στιγμές. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς μακάρι νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς, ἀδελφέ μου» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σελ. 138)