Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀντιθέτως ὅμως ἐγώ βασίζομαι εἰς τούς οἰκτιρμούς σου καί ὄχι εἰς τόν δόλον καί τήν ἀπάτην πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀντίπαλοί μου. Καί μέ τήν ἐλπίδα μου στηριγμένην εἰς τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου θά εἰσέλθω εἰς τόν οἶκον σου καί θά προσξκυνήσω, γεμᾶτος σεβασμόν καί εὐλάβειαν πρός σέ, εἰς τόν ἅγιον ναόν σου» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Βασιλιάς μέ ἐξουσία ἀπεριόριστη ἦταν ὁ Δαβίδ. Πλήθη ἀνθρώπων τὸν περιστοίχιζαν πάντοτε ἕτοιμοι σ’ ἕνα του νεῦμα νὰ τοῦ προσφέρουν ὁτιδήποτε ἤθελε. Οἱ προσταγὲς του ἦσαν νόμος ὑποχρεωτικὸς γιὰ ὅλους τους ὑπηκόους του.
Ἀλλά καὶ οἱ πολλὲς νίκες καὶ ἐπιτυχίες του στοὺς συχνοὺς πολέμους μὲ τοὺς διαφόρους ἐχθροὺς τῶν Ἑβραίων εἶχαν ἀνυψώσει ἀκόμη περισσότερο τὸ κῦρος καὶ τὸ γόητρό του. Ὁ λαὸς τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζητωκραυγές.
Παρὰ ταῦτα ὅμως, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ λατρεύση τὸν Θεὸ στὸν ἅγιο οἶκο Του, ξεχνοῦσε, θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς, ὅτι ἦταν ὁ θριαμβευτὴς στρατηγὸς καὶ ὁ δοξασμένος βασιλιὰς καὶ μονάρχης. Πήγαινε στὸν τόπο τῆς λατρείας ταπεινά, μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο ἱερό.
Τὸ λέει ὁ ἴδιος: «Ἐγώ δὲ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἴκον σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἁγιόν σου ἐν φόβὡ σου» (Ψαλμ. ε’ 8). Στηριγμένος στὸ ἔλεος καὶ στὴν εὐσπλαγχνία σου. Κύριε, θὰ μπῶ στὸν ναό σου καὶ θὰ προσκυνήσω μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια τὸ μέγα Ὄνομά σου.
Μπορεῖ νὰ ἦταν μέγας καὶ τρανὸς ὁ Δαβίδ. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ μὴ ζοῦσε ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ὑπολόγιζαν τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ ὅμως δὲν τὸν ἔκαμναν νὰ ξεθαρρεύη. Οὔτε ἔπαιρνε θάρρος καὶ μὲ τὴν σκέψι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες. Ἐπήγαινε πάντα στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου μὲ φόβο, μὲ βαθειὰ εὐλάβεια. Μὲ ξεχωριστή προσοχή. Μὲ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἀλλά καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν ἰδιαίτερο τόπο τῆς λατρείας. Πίστευε ὅτι ἦταν παρὼν ἐκεῖ μέσα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
Πόσο ἀξιοθαύμαστος παρουσιάζεται ἀληθινὰ ὁ Δαβίδ! Ἄν μάλιστα σκεφθοῦμε ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς δὲν ἦταν σὰν τοὺς σημερινοὺς ἱερούς μας Ναούς, θαυμάζουμε ἀκόμη περισσότερο τὴν εὐλάβειά του.
Τί ὅμως γίνεται στὶς μέρες μας; Πῶς ἐκκλησιάζονται ἆραγε πολλοί; Δὲν πρόκειται βέβαια ἐδῶ νὰ ποῦμε γιὰ τὸ πῶς πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, ὅταν βέβαια πηγαίνουν, μερικοὶ μεγάλοι κατὰ κόσμον. Οὔτε θὰ στρέψουμε τὴν σκέψι μας πρὸς ἐκείνους ποὺ προσπερνοῦν ἀδιάφοροι ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναό, ἡ πρὸς ὅσους νοιώθουν ἄσχημα, ὅταν ἀκοῦνε τοὺς χτύπους τῆς καμπάνας.
Σκοπός μας εἶναι νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἐμεῖς ποὺ πηγαίνουμε τακτικὰ στὴν ἐκκλησία, ἐμεῖς ποὺ ἀγαπᾶμε τὴν Ὀρθοδοξία μας, πρέπει νὰ ἐκκλησιαζόμαστε μὲ εὐλάβεια. Γιατί πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ συνηθίζουν τὸν ἱερὸ καὶ ἅγιο τόπο τῆς λατρείας καὶ μπαινοβγαίνουν, συζητοῦν καὶ πηγαινοέρχονται σὰν νὰ βρίσκωνται στὸ σπίτι τους, ἢ σὲ κάποια αἴθουσα, ὅπου πηγαίνει κανεὶς καὶ γιὰ νὰ δειχθῆ.
Ὁ ἱερός μας Ναὸς εἶναι ὁ οἶκος ὁ ἅγιος του μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας. Εἶναι τόπος ἱερός, ὅπου τελεῖται τὸ μέγα καὶ φρικτὸ Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Εἶναι ἡ αἴθουσα τῶν ἀκροάσεων τοῦ «βασιλέως τῶν βασιλευόντων καὶ κυρίου τῶν κυριευόντων». Ἐδῶ μέσα ὁ μικρὸς καὶ ἀδύνατος ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Παντοδύναμο καὶ Πανάγιο Θεό. Μὲ Ἐκεῖνον ποὺ περικυκλώνεται ἀπό χιλιάδες καὶ μυριάδες ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ποὺ στέκουν μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ἐνώπιόν Του.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὅταν ἐκκλησιαζώμαστε, δὲν πρέπει νὰ μένουμε «χασμώμενοι καὶ ναρκῶντες», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ὁμ. εἰς ε’ Ψαλμ.). Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ νυστάζουμε καὶ χασμουριώμαστε, ἀλλά νὰ συναισθανώμαστε ὅτι βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μας, ἀπό τὸν ὁποῖον ἐξαρτᾶται ὅλη μας ἡ ζωή. Νὰ παίρνουμε κάποια θέσι μέσα στὸν Ναὸ καὶ νὰ μένουμε ἐκεῖ «μετὰ πολλῆς τῆς σιγῆς, μετὰ πολλῆς τῆς εὐταξίας, μετὰ τῆς προσηκούσης εὐλαβείας», ὅπως συμβουλεύει ὁ ἴδιος (Λόγ. εἰς τὸ ‘Άγιον Βάπτισμα).
Κάποιος ἄλλος μάλιστα ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας ἔλεγε ὅτι, ὅταν ἐκκλησιάζεσαι νὰ εἶσαι «ὡς μετὰ ἀγγέλων ἐν τῷ οὐρανῷ σύντρομος». Νὰ νοιώθης τήν βαθειὰ εὐλάβεια, ποὺ αἰσθάνονται οἱ ἅγιοι ἄγγελοι στὸν οὐρανό. Καὶ νὰ μὴ βλέπης «ὧδε κἀκεῖσε πῶς ἕκαστος ἵσταται, ἢ πῶς ψάλλει, ἀλλά σεαυτῷ μόνῳ καὶ τὴ ψαλμωδία καὶ ταῖς ἁμαρτίαις σου πρόσεχε». (Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κατήχ. Λ’). Μή περιεργάζεσαι δηλαδὴ τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο. Μή κυττάζης δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Ὁ ἑαυτός σου καὶ οἱ ἁμαρτίες σου νὰ σὲ ἀπασχολοῦν. Νὰ προσηλώνεσαι στὰ ψάλματα καὶ στὶς εὐχὲς τῆς λατρείας καὶ νὰ συμμετέχης στὴν Θ. Λειτουργία ὁλόψυχα.
Ἂν μὲ τέτοια εὐλάβεια ἐκκλησιαζώμαστε, ἀδελφέ μου, θὰ φεύγουμε ἀπό τὸν ἱερὸ Ναὸ κάθε φορὰ μὲ μεγάλη ὠφέλεια. Θὰ παίρνουμε τὴν Χάρι καὶ εὐλογία τοῦ Κυρίου καὶ θὰ μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε νικηφόρα τους πολλοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σελ. 125)