Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
« Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ τόσον μικρός καί ἀφανής ἐμπρός εἰς τό μεγαλειῶδες σύμπαν, ὥστε νά καταδέχεσαι σύ νά τόν ἐνθυμῆσαι; Ἤ τί εἶναι κάθε ἀπόγονος ἀνθρώπου, ὥστε νά φροντίζῃς σύ νά μεριμνᾷς ὅλως ἰδιαιτέρως δι’ αὐτόν;» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὅταν ξεφύλλιζε τὶς σελίδες τοῦ εἰκονογραφημένου βιβλίου τῆς Δημιουργίας ὁ ἐμπνευσμένος ποιητής Δαβίδ, ἔμενε ἔκθαμβος ἐμπρὸς στὰ θαυμάσια ἔργα τοῦ Κυρίου. Καθὼς ἔβλεπε τοὺς οὐρανοὺς νὰ λαμποκοποῦν γαλανοὶ τὴν ἡμέρα καὶ νὰ λαμπυρίζουν στολισμένοι μὲ τὰ πολύμορφα ἄστρα τὴν νύκτα, ἔνοιωθε τὴν καρδιὰ του πλημμυρισμένη ἀπὸ συγκίνησι καὶ θαυμασμὸ πρὸς τὸν μεγαλοδύναμο Δημιουργό.
Στρέφοντας δὲ τὸ βλέμμα καὶ πρὸς τὸν ἑαυτὸ του καταλάβαινε πόσο μι¬κρὸς καὶ ἀσήμαντος εἶναι ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν ἀπέραντη Δημιουργία. Ἔχοντας ὅμως προσωπικὴ πεῖρα τῆς ἀγάπης καὶ φροντίδος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀναφωνοῦσε γεμᾶτος ἔκπληξι γιὰ τὴν συγκατάβασι τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ ἤ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;» (Ψάλμ. η’ 5). Τί εἶναι ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, Κύριε, καὶ καταδέχεσαι καὶ τὸν θυμᾶσαι σύ, ὁ ἄπειρος κυρίαρχος τοῦ σύμπαντος, καὶ τὸν προσέχεις καὶ τὸν φροντίζεις;
«Σφόδρα ἐκπλήττεται καὶ θαυμάζει» ὁ Δαβίδ, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν λέῃ «τί ἐστιν ἄνθρωπος», ἐννοεῖ ὅτι «οὐδέν ἐστι, εὐτελὲς τί ἐστι» (Ὁμιλ. εἰς Η’ Ψαλμ.). Τί εἴμαστε πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι μέσα στὸ ἀχανὲς σύμπαν; Τί εἶναι καὶ ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος μέσα στὰ ἀπειράριθμα σμήνη τῶν ἄστρων καὶ γαλαξιῶν; Ἂν ἡ γῆ μας μοιάζῃ σὰν μιὰ κουκίδα μέσα στὸ διάστημα, τί εἶναι ἆραγε ὁ καθένας μας; Τί εἶναι καὶ ἡ δύναμι τοῦ πιὸ δυνατοῦ ἀνθρώπου ἐμπρὸς στὴν δύναμι τῶν θηρίων καὶ τῶν στοιχείων τῆς φύσεως; Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν πολὺ δίκαιο αὐτοὶ ποὺ ὠνόμασαν τὸν ἄνθρωπο σκουλήκι καὶ ὑπερμικρόβιο.
Αὐτὸ ὅμως ἀκριβῶς εἶναι ποὺ προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ τοῦ Δαβίδ. Αὐτὸν τὸν φαινομενικὰ ἀσήμαντο ἄνθρωπο τὸν θυμᾶται καὶ τὸν φροντίζει ἰδιαιτέρως ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς! Ὅπως τὸν ἐφρόντισε στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ ἐχάρισε ἰδιαίτερα προσόντα καὶ χαρίσματα, ὅπως ἡ ἀθάνατη ψυχὴ καὶ τὸ λογικό, μὲ τὰ ὁποῖα ἀνεδείχθη βασιλιὰς μέσα στὴν κτίσι, ἔτσι καὶ εἰς τὴν συνέχεια διαρκῶς τὸν ἔχει κάτω ἀπὸ τὸ πατρικὸ βλέμμα Του. Φροντίζει καὶ προνοεῖ, ὥστε νὰ μὴ τοῦ λείψῃ τίποτε. Ἀκούει τὰ αἰτήματά του καὶ δίνει λύσεις στὰ προβλήματα, ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν. Τὸν βοηθεῖ σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του καὶ στέλνει τοὺς ἁγίους ἀγγέλους Του, γιὰ νὰ τὸν περιφρουρήσουν καὶ νὰ τὸν προστατεύσουν ἀπό κάθε κακό. Τὸν ἐνδυναμώνει στὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας. Τὸν παρηγορεῖ στὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες του. Δέχεται μὲ εὐμένεια τὴν μετάνοιά του. Στὸν καθένα φέρεται ἀναλόγως πρὸς τὸν χαρακτῆρα του.
Τὶς σκεφτόταν καὶ τὶς ξανασκεφτόταν τὶς ἐκδηλώσεις αὐτὲς τῆς ἀγάπης καὶ φροντίδος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ Δαβίδ, γι’ αὐτὸ καὶ ἄφηνε τὴν καρδιά του νὰ ξεσπᾶ σὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες πρὸς τὸν Πλάστη. Αὐτὴ δὲ ἡ δοξολογητικὴ διάθεσι τῆς ψυχῆς του τὸν βοηθοῦσε νὰ διατηρῇ τὸ σωστὸ φρόνημα γιὰ τὴν ἰδικὴ του ἀξία σὰν ἀνθρώπου. Δὲν ὑπερφρονοῦσε ποτέ. Δὲν τὸ ἔπαιρνε ποτὲ ἐπάνω του γιὰ τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἐπιτυχίες του. Καταλάβαινε ὅτι τὸ κάθε τί στὴ ζωὴ του ἦταν ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ξεχωριστῆς φροντίδος τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί του.
Τὸ σκεφτόμαστε ἆραγε, ἀδελφέ μου, κι ἐμεῖς τὸ ἰδιαίτερο αὐτὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν καθένα μας; Σκεφτόμαστε ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς καὶ μάλιστα, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴν σωτηρία μας; Αἰσθανόμαστε τὴν μεγάλη τιμή, ποὺ ἔκαμε σὲ μᾶς τοὺς μηδαμινούς, μὲ τὸ νὰ γίνῃ ὅμοιός μας, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ ὁμοίους Του καὶ νὰ μᾶς πάρῃ κοντὰ Του στὴν ἀτελείωτη εὐτυχία τῆς Βασιλείας Του; Μᾶς συγκινεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ὁ Πανάγιος καὶ ὁ Παντοδύναμος, ἐνδιαφέρεται προσωπικῶς γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ μηδαμινούς; Ἢ μήπως ἐντυπωσιαζόμαστε πιὸ πολύ, ἄν μᾶς θυμηθῇ καὶ ἐνδιαφερθῇ γιὰ μᾶς κάποιος ἄρχοντας τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἕνα τίποτε, ἂν συγκριθῇ μὲ τὸν Κύριο τοῦ παντός;
Ἄς παρακαλοῦμε, ἀγαπητέ, τὸν φιλάνθρωπο Θεό μας νὰ ἀνοίξῃ Ἐκεῖνος τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νὰ βλέπωμε αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον Του καὶ τὴν ἰδιαιτέρα τιμὴ πού μᾶς κάνει, μὲ τὸ νὰ μᾶς θυμᾶται καὶ νὰ ἀσχολῆται μαζί μας. Ἔτσι θὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν θεοφώτιστο ψαλμωδὸ νὰ δοξολογοῦμε τὸ θαυμαστὸν Ὄνομά Του γιὰ τὴν ἀνέκφραστη συγκατάβασι καὶ τὴν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη Του» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ» τόμος 1983, σ. 220).