Ψαλμ. κα΄ 7

Παρασκευή 26  Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐγώ δέ εἰμι σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουθένημα λαοῦ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἀντιθέτως ὅμως πρός τήν τόσην βοήθειαν καί προστασίαν, τήν ὁποίαν ἀπήλαυσαν οἱ προγονοί μας, ἐγώ, ὁ ἐλπίζων ὡς ἐκεῖνοι εἰς σέ, κατήντησα εἰς ἐσχάτην ἀθλιότητα. Δέν εἶμαι πλέον ἄνθρωπος, ἀλλά περιφρονημένος καί σιχαμερός σκώληξ, πού κινδυνεύω νά καταπατηθῶ καί συνθλιβῶ ἀπό ἀπό τόν πρῶτον τυχόντα· κατήντησα ὁ περίγελως καί ὁ χλευασμός τῶν ἀνθρώπων καί ὡς τιποτένιαν ὕπαρξιν λαός ὁλόκληρος μέ ἐξουθενεῖ» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

       "Μέσα στὸν μοσχομύριστο κῆπο τῶν Ψαλμῶν ὑπάρχουν καὶ ὡρισμένα ἄνθη μὲ ξεχωριστή χάρι καὶ εὐωδία. Εἶναι οἱ Ψαλμοί, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Μεσσία. Σ’ Ἐκεῖνον ποὺ περίμεναν οἱ Ἑβραῖοι μὲ ἱερὴ λαχτάρα, γιὰ ν’ ἀναστήσῃ καὶ πάλι τὴν δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Ὀνομάζονται Μεσσιακοὶ καί ἐνῶ ἔχουν γραφῆ χίλια περίπου χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ἐν τούτοις ἀναφέρουν λεπτομέρειες τῆς ζωῆς Του, ποὺ προκαλοῦν τὸν θαυμασμό.
     Ἕνας ἀπό τους Ψαλμοὺς αὐτοὺς εἶναι καί ὁ εἰκοστὸς πρῶτος. Θέμα του ἔχει τὰ φρικτὰ παθήματα τοῦ δικαίου, ποὺ πάσχει ἐνῶ εἶναι ἀθῶος. Μένει ἐκτεθειμένος στὶς ἄγριες διαθέσεις τῶν ἐχθρῶν του καὶ φαίνεται ὅτι ἔχει ἐγκαταλειφθῆ καὶ ἀπό αὐτὸν τὸν Θεό. Εἶναι ὅμως βέβαιος ὁ δίκαιος ὅτι τελικὰ θὰ σωθῆ ἀπό τὸν Κύριο.
    Μία ἀπό τὶς φοβερὲς ταλαιπωρίες τοῦ δικαίου εἶναι καὶ ἡ καταφρόνησις καὶ ἡ ἐξουδένωσίς του ἐκ μέρους τῶν ἄλλων. «Ἐγώ δὲ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος», λέει «ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ» (Ψαλμ. κα’ 7). Ἔγινα σὰν τὸ σιχαμερὸ σκουλήκι, ποὺ τὸ ποδοπατεῖ ὁ καθένας. Μὲ περιγελοῦν, μὲ ταπεινώνουν καὶ μὲ ἐξουδενώνουν οἱ πάντες.
    Πόσο ἀληθινὰ πράγματι βγῆκαν τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια στὸ πανάγιο πρόσωπο τοῦ δικαίου καὶ ἀμώμου Χριστοῦ! Νομίζεις πὼς τὰ ἔγραψε ὁ ψαλμωδὸς βλέποντας τὶς πολλὲς ἐξουδενώσεις καὶ καταφρονήσεις, ποὺ δοκίμασε πρὸς χάριν μας ὁ Θεάνθρωπος στὶς τελευταῖες ἰδίως ἡμέρες καὶ ὧρες τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Του.
   Γι’ αὐτὸ καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σημειώνει ὅτι αὐτά, ποὺ ἀναφέρει ὁ ψαλμωδὸς περὶ ἐξουδενώσεως τοῦ δικαίου, σχετίζονται μὲ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου. «Σαφῶς ὁ εὐαγγελιστὴς πεπράχθαι εἰς αὐτὸν κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ σταυροῦ φησιν» (Ἐξηγ. εἰς κα’ ψαλμ.). Τὰ σχετίζουν δηλαδὴ οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελισταὶ μὲ ὅσα ἔγιναν κατὰ τὴν σταύρωσι.
    Πόσο ἐξουδενώθη ἀλήθεια κατὰ τίς ὧρες ἐκεῖνες ὁ Κύριος μας! Ἐκτός ἀπό τούς ἐλαχίστους ἰδικοὺς Του ὅλοι οἱ ἄλλοι Τὸν ἔβλεπαν σὰν ἀπατεῶνα καί κακοῦργο. Σὰν κάποιον ποὺ δὲν ἄξιζε νὰ ζῆ. Ἡ φοβερὴ προπαγάνδα καί συνθηματολογία τῶν πονηρῶν Φαρισαίων κατάφερε νὰ στρέψῃ τὶς μᾶζες τοῦ λαοῦ ἐναντίον Του καί νὰ Τὸν παρουσίασῃ σὰν δημόσιο κίνδυνο. Ἐκεῖνος, ποὺ σ’ ὅλη τὴν ἐπί γῆς ζωή Του δὲν ἔκαμνε τίποτε ἄλλο, ἀπό τοῦ νὰ εὐεργετῇ τὸν λαό, περνοῦσε τὶς τελευταῖες ὧρες Του χαρακτηρισμένος σὰν ὁ χειρότερος ἐχθρός του!
   Μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοεθνεῖς Του μάλιστα τὸν ἐξουθένωσαν καὶ οἱ ἀλλοεθνεῖς. Οἱ ἄγροικοι Ρωμαῖοι στρατιῶται. Τὸν ἔφτυναν. Τὸν κτυποῦσαν. Τοῦ φόρεσαν τὴν κοκκίνην χλαμύδα. Τοῦ ἔβαλαν τὸν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦ ἔδωσαν στὰ χέρια τὸν κάλαμον σὰν σκῆπτρο βασιλικό. Περνοῦσαν ἐμπρὸς Του κι ἔκαμναν ὑποκλίσεις σαρκαστικά.
    Δὲν σταμάτησε ὅμως ἕως ἐδῶ ὁ περιπαιγμὸς καί ἡ ἐξουδένωσις. Συνεχίσθηκε ἀκόμη σκληρότερα στὸν λόφο τοῦ Γολγοθᾶ μὲ πρωταγωνιστάς τοὺς φθονεροὺς ἀρχιερεῖς. Μ’ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε κανονικὰ λόγῳ τῆς θέσεώς τους νὰ προστατεύουν τοὺς καταδίκους ἀπό τὸν ἄξεστο ὄχλο. Καὶ ὅμως, ὅταν Τὸν εἶδαν νὰ κρέμεται αἱμόφυρτος στὸν Σταυρό, ἄρχισαν νὰ τὸν ἐμπαίζουν καὶ αὐτοί μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. «Ἔλεγε ὅτι ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ! Ἄς κατεβῇ λοιπὸν ἀπό τὸν Σταυρό, νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν πιστεύσουμε!» Τί φρικτὸς ἐμπαιγμός! Τί φοβερὴ ἐξουδένωσις!
     Ὤ πολυεύσπλαγχνε καὶ μακρόθυμε Κύριε! Πῶς ἔμεινες σιωπηλὸς ἐμπρὸς σὲ τόση ἀτίμωσι; Πῶς ἐμπόδισες τὴν γῆ ἀνοίξῃ καὶ νὰ καταπιῇ αὐτούς, ποὺ Σὲ ἐνέπαιζαν καὶ σὲ περιγελοῦσαν; Γιατί δὲν εἶπες νὰ κλείσουν καὶ νὰ μὴ ξανανοίξουν ποτὲ τὰ ἀπύλωτα ἐκεῖνα στόματα πού Σὲ ἐξουθένωναν; Τόσο μεγάλη λοιπὸν εἶναι ἡ ἀνεξικακία σου; Τόσο ἐκπληκτικὴ ἡ ταπείνωσί Σου; Τόσο ἀμέτρητη ἡ ἀγάπη Σου; Ἤ μήπως θέλησες νὰ φανῇ σ’ ὅλη της τὴν ἔκτασι ἡ ἀηδία τῶν ἁμαρτιῶν μας, πού τὶς φορτώθηκες Σὺ στοὺς ἁγίους ὤμους Σου;
     Ὤ! Ναί, ἀγαπητὲ! Εἶναι πολὺ πτωχὴ ἡ γλῶσσα μας, γιὰ νὰ ὑμνήσῃ ἐπάξια τὸ μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου μας, ὅπως ἀκτινοβόλησε μέσα στὴν σκληρὴ ἐξουδένωσί Του. Ἄς Τὸν ἱκετεύωμε λοιπὸν νὰ μᾶς φωτίζῃ, γιὰ νὰ νοιώθουμε καλύτερα τὸ τί ἔπαθε γιὰ μᾶς καὶ νὰ Τὸν εὐγνωμονοῦμε ὁλόψυχα καὶ ἔμπρακτα γι’ αὐτό.
     Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐξουδένωσίς Του συνεχίζεται καὶ σήμερα, μὲ τὰ ὅσα γράφουν ἐναντίον του Προσώπου Του πολλοὶ ἀσεβεῖς, ἀλλά καὶ μὲ τίς βλασφημίες τοῦ Ὀνόματός Του καὶ μὲ τὴν περιφρόνησι πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ποὺ συνεχίζει τὸ ἔργο Του, δὲν πρέπει νὰ μείνουμε ἀδρανεῖς. Μαζὶ μὲ τὴν συγκίνησι γιὰ τὰ Πάθη Του εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνωμε καὶ ὅ,τι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι μας, γιὰ νὰ παύσῃ ἡ σύγχρονη ἐξουδένωσί Του. Νὰ σταματήσουν οἱ ὑβριστικοὶ καὶ ἐξουθενωτικοὶ χαρακτηρισμοὶ εἰς βάρος τοῦ Ἰδίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ νὰ μεγαλύνεται ὅσο τὸ δυνατὸν ἀπὸ περισσοτέρους τὸ πανάγιο Ὄνομά Του» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ. 266).