Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Αὐτή ἡ λαμπρά καί πανηγυρική ἡμέρα, καθ’ ἥν ἀνυψώθη ὁ Ἰσραήλ, πολύ δέ περισσότερον ἡ ἡμέρα τῆς ἀνυψώσεως τοῦ Μεσσίου, εἶναι ἡμέρα τήν ὀποίαν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Ἄς χαρῶμεν καί ἄς εὐφρανθῶμεν κατ’ αὐτήν» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
Οἱ Ψαλμοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς ὕμνοι δοξολογητικοί, μὲ τοὺς ὁποίους ὑμνολογοῦμε καὶ δοξάζομε τὸν Κύριο γιὰ τὰ μεγαλεῖα Του. Οὔτε εἶναι μόνο προσευχὲς καὶ ἱκεσίες, μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦμε τὸ ἔλεος, τὴν εὐμένεια καὶ τὴν βοήθειά Του. Μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ προφητεῖες, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσίου καὶ Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου.
Τέτοιοι Μεσσιακοι λεγόμενοι ψαλμοὶ ὑπάρχουν ἀρκετοὶ καὶ εἴτε ἀπό τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τους, εἴτε μὲ μερικοὺς στίχους τους ἀνοίγουν τὴν αὐλαία τοῦ χρόνου καὶ φέρνουν τὸ μέλλον στὸ παρόν. Μιλοῦν γιὰ ὅσα θὰ ἔκαμνε μὲ τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ μας ὁ Κύριος. Ἕνας ἀπό αὐτοὺς τοὺς Ψαλμοὺς εἶναι καὶ 117ος. Εἶναι ψαλμὸς γεμᾶτος λυρισμὸ καὶ παρακινεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ δοξολογήσουν τὸν Κύριο γιὰ τήν λύτρωσι καὶ βοήθεια, ποὺ τοὺς χάρισε. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ», φωνάζει μὲ ἐνθουσιασμὸ σ’ ἕνα του στίχο ὁ θεόπνευστος ψαλμωδὸς του (Ψάλμ. ριζ’ 24).
Ὁ στίχος αὐτός, ποὺ ἀκούεται καθ’ ὅλη τὴν ἀναστάσιμη περίοδο στὴν Ἐκκλησία μας, ἀναφέρεται σὲ μιὰ ξεχωριστή μέρα τῆς ἱστορίας τῶν Ἰσραηλιτῶν. Εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς ἀπό τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, εἴτε γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς θεμελιώσεως ἢ τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων, ποὺ ἔγιναν ἐπί του Ἔσδρα.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅμως βλέπουν μέσα σ’ αὐτὸν τὸν στίχο ἀναφορὰ στὸ πιὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ποιὰ ἄλλη μέρα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτή, ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, παρὰ «ἡ ἀναστάσιμός του Κυρίου ἡμέρα;… Σημαίνει δὲ λόγος τὴν ἀναστάσιμόν του Σωτῆρος ἡμῶν, τὴν γε ἐπώνυμον αὐτοῦ γενομένην δηλαδὴ Κυριακήν» (Ἐξηγ. εἰς ριζ’ Ψάλμ)
Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνδυάζει τὸν στίχον αὐτὸν μὲ τὸν προηγούμενον, ὅπου παρομοιάζεται ὁ Κύρος μὲ ἀκρογωνιαῖον λίθον ποὺ ἀπερρίφθη ἀπό τους οἰκοδόμους, τοὺς ἄρχοντας δηλαδὴ τῶν Ἑβραίων, καὶ βλέπει τὴν ἡμέρα αὐτὴ σὰν τὴν ἡμέρα της σωτηρίας μας ἀπό τὴν κατάπτωσιν τῆς ἁμαρτίας. Ἐρωτᾶ μάλιστα μὲ τὸν γνωστό του τρόπο: «Τί τῆς ἡμέρας ταύτης ἴσον;» Καμμιὰ δηλαδὴ ἡμέρα δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ ὡς πρὸς τὴν ἀξία καὶ σημασία μὲ αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποία «καταλλαγὴ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐγένετο καὶ χρόνιος κατελύθη πόλεμος, καὶ Παράδεισος ἠνοίγη καὶ τὴν ἀρχαίαν ἀπελάβομεν πατρίδα» (Ὁμιλ. εἰς ρζ Ψαλμ.).
Δὲν χαρακτηρίζεται, ἡ μέρα αὐτή, τονίζει ὁ ἴδιος, ἁπλῶς ἀπό τὴν χρονικὴ διάρκεια ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ ἀνατολῆς καὶ δύσεως τοῦ ἥλιου, ἀλλὰ ἀπό «τὰ κατορθώματα» ποὺ ἔγιναν σ’ αὐτὴν μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι δηλαδὴ μιὰ μέρα μέσα στὶς ἄλλες, ἢ σὰν ὅλες τὶς ἄλλες. Εἶναι μέρα ξεχωριστή. Εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ δική του ἡμέρα. Ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔλαμψαν καὶ ἀκτινοβόλησαν μὲ τὸ θεϊκὸ τους μεγαλεῖο ἡ ἀκατανίκητη δύναμι καὶ ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας. Ἡ μέρα ποὺ κατενικήθη ὁ Διάβολος καὶ διαλύθηκαν, σὰν νὰ ἦταν ἱστὸς ἀράχνης, ὅλα τὰ ἔργα του ἀπό τὴν ὥρα τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων καὶ ἑξῆς. Ἡ μέρα της θανατώσεως τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ μέρα ποὺ ὁ ὁλόλαμπρος ἥλιος τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου φώτισε καὶ θέρμανε τοὺς σκοτεινοὺς καὶ παγωμένους τάφους καὶ χάρισε ζωὴ στοὺς πεθαμέ¬νους ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀνθρώπους. Ἡ μέρα ποὺ ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοί τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ ἀχάριστοι ἄνθρωποι ἐγίναμε ἄξιοι νὰ θεωρηθοῦμε κληρονόμοι τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου, «συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ, β’ 19).
Αὐτὸ σημαίνει γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα, ἀδελφέ μου, ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Κυρίου, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία». Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ γεμίζουν οἱ καρδιές μας μὲ ἀγαλλίασι καὶ εὐφροσύνη σ’ αὐτὴ τὴν πανήγυρι τῶν πανηγύρεων».
Καὶ ἐπειδὴ τὸ νόημα αὐτῆς τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἰδιαίτερα ἐξαιρετικὸ καὶ ἔχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴ σωτηρία μας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ φέρνει συνεχῶς ἐμπρός μας ὅλο τὸ χρόνο. Τὴν πρώτη μέρα κάθε ἑβδομάδος τὴν ὀνομάζουμε ἀπὸ τότε Κυριακὴ καὶ ἀντηχοῦν διαρκῶς μέσα στοὺς Ναούς μας οἱ ἀναστάσιμοι ὕμνοι, πού μας ὑπενθυμίζουν τί μᾶς χάρισε μὲ τὴν Ἀνάστασί του ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
Μὲ πλημμυρισμένη λοιπὸν τὴν ὑπαρξί μας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου καὶ μὲ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία, ποὺ ἔφερε τὸν θάνατο, ἄς ἑορτάζωμε χαρμόσυνα καὶ θεάρεστα τὴν μέρα τῆς Ἀναστάσεως. Τώρα πιὰ ἔγιναν ὅλα καινούργια. Τώρα δὲν ἔχει θέσι ὁ παλαιὸς θρῆνος τοῦ θανάτου. Τώρα δὲν δικαιολογοῦνται ἡ ὀδύνη καὶ ἡ μαύρη ἀπελπισία γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ἦλθε πλέον «ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ.317).
Οἱ Ψαλμοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς ὕμνοι δοξολογητικοί, μὲ τοὺς ὁποίους ὑμνολογοῦμε καὶ δοξάζομε τὸν Κύριο γιὰ τὰ μεγαλεῖα Του. Οὔτε εἶναι μόνο προσευχὲς καὶ ἱκεσίες, μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦμε τὸ ἔλεος, τὴν εὐμένεια καὶ τὴν βοήθειά Του. Μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ προφητεῖες, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσίου καὶ Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου.
Τέτοιοι Μεσσιακοι λεγόμενοι ψαλμοὶ ὑπάρχουν ἀρκετοὶ καὶ εἴτε ἀπό τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τους, εἴτε μὲ μερικοὺς στίχους τους ἀνοίγουν τὴν αὐλαία τοῦ χρόνου καὶ φέρνουν τὸ μέλλον στὸ παρόν. Μιλοῦν γιὰ ὅσα θὰ ἔκαμνε μὲ τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ μας ὁ Κύριος. Ἕνας ἀπό αὐτοὺς τοὺς Ψαλμοὺς εἶναι καὶ 117ος. Εἶναι ψαλμὸς γεμᾶτος λυρισμὸ καὶ παρακινεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ δοξολογήσουν τὸν Κύριο γιὰ τήν λύτρωσι καὶ βοήθεια, ποὺ τοὺς χάρισε. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ», φωνάζει μὲ ἐνθουσιασμὸ σ’ ἕνα του στίχο ὁ θεόπνευστος ψαλμωδὸς του (Ψάλμ. ριζ’ 24).
Ὁ στίχος αὐτός, ποὺ ἀκούεται καθ’ ὅλη τὴν ἀναστάσιμη περίοδο στὴν Ἐκκλησία μας, ἀναφέρεται σὲ μιὰ ξεχωριστή μέρα τῆς ἱστορίας τῶν Ἰσραηλιτῶν. Εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς ἀπό τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, εἴτε γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς θεμελιώσεως ἢ τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων, ποὺ ἔγιναν ἐπί του Ἔσδρα.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅμως βλέπουν μέσα σ’ αὐτὸν τὸν στίχο ἀναφορὰ στὸ πιὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ποιὰ ἄλλη μέρα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτή, ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, παρὰ «ἡ ἀναστάσιμός του Κυρίου ἡμέρα;… Σημαίνει δὲ λόγος τὴν ἀναστάσιμόν του Σωτῆρος ἡμῶν, τὴν γε ἐπώνυμον αὐτοῦ γενομένην δηλαδὴ Κυριακήν» (Ἐξηγ. εἰς ριζ’ Ψάλμ)
Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνδυάζει τὸν στίχον αὐτὸν μὲ τὸν προηγούμενον, ὅπου παρομοιάζεται ὁ Κύρος μὲ ἀκρογωνιαῖον λίθον ποὺ ἀπερρίφθη ἀπό τους οἰκοδόμους, τοὺς ἄρχοντας δηλαδὴ τῶν Ἑβραίων, καὶ βλέπει τὴν ἡμέρα αὐτὴ σὰν τὴν ἡμέρα της σωτηρίας μας ἀπό τὴν κατάπτωσιν τῆς ἁμαρτίας. Ἐρωτᾶ μάλιστα μὲ τὸν γνωστό του τρόπο: «Τί τῆς ἡμέρας ταύτης ἴσον;» Καμμιὰ δηλαδὴ ἡμέρα δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ ὡς πρὸς τὴν ἀξία καὶ σημασία μὲ αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποία «καταλλαγὴ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐγένετο καὶ χρόνιος κατελύθη πόλεμος, καὶ Παράδεισος ἠνοίγη καὶ τὴν ἀρχαίαν ἀπελάβομεν πατρίδα» (Ὁμιλ. εἰς ρζ Ψαλμ.).
Δὲν χαρακτηρίζεται, ἡ μέρα αὐτή, τονίζει ὁ ἴδιος, ἁπλῶς ἀπό τὴν χρονικὴ διάρκεια ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ ἀνατολῆς καὶ δύσεως τοῦ ἥλιου, ἀλλὰ ἀπό «τὰ κατορθώματα» ποὺ ἔγιναν σ’ αὐτὴν μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι δηλαδὴ μιὰ μέρα μέσα στὶς ἄλλες, ἢ σὰν ὅλες τὶς ἄλλες. Εἶναι μέρα ξεχωριστή. Εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ δική του ἡμέρα. Ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔλαμψαν καὶ ἀκτινοβόλησαν μὲ τὸ θεϊκὸ τους μεγαλεῖο ἡ ἀκατανίκητη δύναμι καὶ ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας. Ἡ μέρα ποὺ κατενικήθη ὁ Διάβολος καὶ διαλύθηκαν, σὰν νὰ ἦταν ἱστὸς ἀράχνης, ὅλα τὰ ἔργα του ἀπό τὴν ὥρα τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων καὶ ἑξῆς. Ἡ μέρα της θανατώσεως τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ μέρα ποὺ ὁ ὁλόλαμπρος ἥλιος τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου φώτισε καὶ θέρμανε τοὺς σκοτεινοὺς καὶ παγωμένους τάφους καὶ χάρισε ζωὴ στοὺς πεθαμέ¬νους ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀνθρώπους. Ἡ μέρα ποὺ ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοί τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ ἀχάριστοι ἄνθρωποι ἐγίναμε ἄξιοι νὰ θεωρηθοῦμε κληρονόμοι τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου, «συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ, β’ 19).
Αὐτὸ σημαίνει γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα, ἀδελφέ μου, ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Κυρίου, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία». Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ γεμίζουν οἱ καρδιές μας μὲ ἀγαλλίασι καὶ εὐφροσύνη σ’ αὐτὴ τὴν πανήγυρι τῶν πανηγύρεων».
Καὶ ἐπειδὴ τὸ νόημα αὐτῆς τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἰδιαίτερα ἐξαιρετικὸ καὶ ἔχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴ σωτηρία μας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ φέρνει συνεχῶς ἐμπρός μας ὅλο τὸ χρόνο. Τὴν πρώτη μέρα κάθε ἑβδομάδος τὴν ὀνομάζουμε ἀπὸ τότε Κυριακὴ καὶ ἀντηχοῦν διαρκῶς μέσα στοὺς Ναούς μας οἱ ἀναστάσιμοι ὕμνοι, πού μας ὑπενθυμίζουν τί μᾶς χάρισε μὲ τὴν Ἀνάστασί του ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
Μὲ πλημμυρισμένη λοιπὸν τὴν ὑπαρξί μας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου καὶ μὲ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία, ποὺ ἔφερε τὸν θάνατο, ἄς ἑορτάζωμε χαρμόσυνα καὶ θεάρεστα τὴν μέρα τῆς Ἀναστάσεως. Τώρα πιὰ ἔγιναν ὅλα καινούργια. Τώρα δὲν ἔχει θέσι ὁ παλαιὸς θρῆνος τοῦ θανάτου. Τώρα δὲν δικαιολογοῦνται ἡ ὀδύνη καὶ ἡ μαύρη ἀπελπισία γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ἦλθε πλέον «ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ.317).