Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρός τόν πλησίον αὐτοῦ, χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ καί ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
« Μάταια καί λόγια ψεύδους καί ἀπάτης λαλεῖ ὁ καθένας των πρός τόν ἄλλον. Ἡ ὑποκρισία καί ἡ ἀπάτη κυριαρχοῦν. Γλυκά καί ἑλκυστικά λόγια λέγουν μέ τά δόλια χείλη των, ἀλλ’ ἡ διπροσωπία των εἶναι φοβερά. Ἡ καρδία των εἶναι διπλῆ καί κρύπτει εἰς τά βάθη της τό κακόν, τό ὁποῖον σκεπάζουν ἐπιδεξίως μέ τάς ἐκφράσεις τῶν χειλέων» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας, τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὅταν ἔβλεπε ὁ Δαβὶδ τὴν διπλοπροσωπία καὶ ὑποκρισία τῶν συνανθρώπων του· ὅτανν ἄκουε τὰ καθημερινὰ δόλια λόγια τους, νόμιζε πὼς βρισκόταν σὲ φουρτουνιασμένη θάλασσα κι ἔκαμνε άπεγνωσμένες προσπάθειες, γιὰ νὰ μὴ καταποντισθῇ. Σῶσε με, Κύριε, φώναζε, στίς ὧρες αὐτές. Ἐξαφανίσθηκαν οἱ εὐσεβεῖς. Ἔγιναν σπάνιοι οἱ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Οἱ περισσότεροι εἶναι δόλιοι καὶ ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους. Ἄλλα ἔχουν στὰ χείλη καὶ ἄλλα στὴν καρδιά. «Μάταια ἐλάλησεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν καρδίᾳ ἐλάλησε κακά» (Ψάλμ. ια’ 3).
Τί θάλεγε ἆραγε, ἀδελφέ μου, καὶ πῶς θά ἔνοιωθε ὁ Δαβίδ, ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας; Τί συναισθήματα θὰ πλημμύριζαν τήν καρδιά του, ἂν ἄκουε τοὺς Χριστιανούς, πού ὑποτίθεται ὅτι ξέρουν πολὺ περρισσότερα γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ὅσα ἐγνώριζαν οἱ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωτοι, νὰ ἐξαπατοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Δὲν θά πονοῦσε πολὺ περισσότερο καὶ δὲν θά νόμιζε δικαιολογημένα ὅτι χάνεται τὸ πᾶν καὶ δὲν ἀπομένει τίποτε ὄρθιο; Τί ἐπικρατεῖ ἀλήθεια σήμερα γύρω μας; Ἡ ἀπάτη, τὸ ψέμα, ἡ δολιότης καὶ ἡ διπλωματία. Ἀπό τούς ἐπισήμους ἡγέτας τῶν λαῶν, ποὺ μιλοῦν γιὰ ἀφοπλισμοὺς καὶ ὀργανώνουν πορεῖες εἰρήνης, ἐνῶ κατά βάθος ἑτοιμάζονται γιὰ πόλεμο καὶ ἐξοπλίζονται συνεχῶς, μέχρι τοὺς ἁπλοῦς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ η ἀπάτη καὶ ἡ δολιότης βασιλεύει. Ἀπάτη στὰ μέσα ἐνημερώσεως, ἀπάτη στὰ γλυκόλογα καὶ τὶς ὑποσχέσεις τῶν πολιτικῶν, ἀπάτη στὸ ἐμπόριο, δολιότης καὶ ὑποκρισία στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις κάθε μέρα. Ξαναζῇ ὁ Ἰούδας, ποὺ μὲ δόλιο τρόπο, χρησιμοποιῶντας τὸν ἀσπασμό, παρέδωσε τὸν Διδάσκαλό του στοὺς ἐχθρούς Του.
Ἐμπρὸς σ’ αὐτή τὴν κατάστασι δὲν ξέρει πραγματικὰ κανεὶς τί νὰ πιστεύσῃ καὶ ἀπό ποῦ νὰ φυλαχθη. Διότι οἱ μὲν φανεροὶ ἐχθροὶ εἶναι «εὐφύλακτοι», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τοὺς διακρίνεις δηλαδὴ εὔκολα καὶ μπορεῖς νὰ φυλαχθῇς. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ «ἕτερον προσωπεῖον προβαλλόμενοι καὶ ἕτερον ὄντες», ἐκεῖνοι μὲ ἄλλα λόγια ποὺ φοροῦν προσωπεῖα καὶ σκεπάζουν τὶς πονηρὲς προθέσεις τους καὶ παρουσιάζονται μελιστάλακτοι, εἶναι πολὺ δυσδιάκριτοι καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνοι (Ὁμ. εἰς ια’ ψαλμ.).
Μπορεῖς ἐπὶ παραδείγματι νὰ καταλάβῃς πότε σοῦ λένε τὴν ἀλήθεια οἱ διάφοροι κομματάρχαι, ποὺ βγάζουν ἀπὸ τὸ στόμα τους λόγια τιμητικὰ γιὰ τὸ ἔθνος, γιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν Θρησκεία, ἀλλά στὴν πρᾶξι ὑπογράφουν καὶ ἐγκρίνουν νόμους ἐκθεμελιωτικούς τῶν πάντων; Μπορεῖς νὰ καταλάβῃς ἐπίσης τί κρύβει ὁ ἤρεμος αἱρετικός, ποὺ κτυπᾶ μὲ εὐγένεια τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ δείχνει ὅτι ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν σωτηρία σου, ἐνῶ στὴν οὐσία σκοπεύει νὰ σὲ δηλητηριάσῃ μὲ τὴν αἵρεσί του; Μπορεῖς ἐπίσης νὰ διακρίνῃς εὔκολα τὶς προθέσεις αὐτοῦ ποὺ σοῦ κάνει τὸν φίλο καὶ ἔρχεται καὶ στὸ σπίτι σου καὶ κλέβει τὴν ἐμπιστοσύνη σου, ἀλλά σὲ μιὰ δεδομένη εὐκαιρία γίνεται αἰτία τῆς οἰκογενειακῆς καταστροφῆς σου;
Τί λοιπὸν πρέπει νὰ γίνῃ ἐμπρὸς στὸ κῦμα αὐτὸ τῆς ἀπάτης καὶ δολιότητος, πού ὁρμᾷ ἀπειλητικὸ ἐναντίον μας; Πῶς θὰ ἀντιδράσωμε στὴν δολιότητα, εἴτε αὐτὴ παρουσιάζεται σὰν καθημερινὴ πρᾶξι καὶ ζωή, εἴτε προβάλλεται σὰν θρησκευτικὴ ἢ πολιτικὴ ἰδεολογία;
Τὸ πρῶτο ποὺ ἔχουμε νὰ ποῦμε, εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ἀφελεῖς καὶ εὔπιστοι. Νὰ μὴ ἐμπιστευώμαστε εὔκολα ὁποιονδήποτε καὶ νὰ μὴ ἀνοίγωμε ἀμέσως τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ σπιτιού μας στὸ κάθε ἕνα, ποὺ ἔρχεται κοντά μας. Νὰ μὴ παρασυρόμαστε ἐπίσης καὶ νὰ μὴ ἐνθουσιαζώμαστε ἀμέσως ἀπὸ κάτι ποὺ ἀκούσαμε ἢ διαβάσαμε καί τὸ βλέπουμε σύμφωνο μὲ τὶς προσωπικές μας πολιτικὲς ἢ θρησκευτικὲς ἀπόψεις. Χρειάζεται σύνεσις καὶ προσοχὴ καὶ σοβαρότης. Χρειάζεται ἐπίσης πρὶν ἀπὸ κάθε ἐνέργειά μας νὰ συμβουλευώμεθα τὸν ἐξομολόγο μας καὶ ἄλλα πρόσωπα σεβαστὰ καὶ ἀξιόπιστα. Χρειάζεται ἀκόμη καὶ πρὸ πάντων προσευχὴ στὸν Θεό, γιὰ νὰ μᾶς χαρίζῃ τὴν φώτισί Του, ὥστε νὰ διακρίνωμε τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ πέφτωμε θύματα τῶν δολίων ἀνθρώπων».
Αὐτὲς βέβαια οἱ προφυλάξεις ἀφοροῦν ἐμᾶς τοὺς ἰδίους καὶ ἐννοεῖται ὅτι ἐμεῖς ἐπ’ οὐδενί λόγῳ θὰ ἐπιτρέψωμε ποτὲ στὸν ἑαυτό μας νὰ ἐξαπατήσῃ κάποιον. Ἐμεῖς θὰ ἀγωνιζώμαστε νὰ εἴμαστε πάντα ἀληθινοὶ καὶ νὰ εἶναι «ναί» τὸ «ναί» ποὺ θὰ λέμε στοὺς ἄλλους (Ματθ. ε’ 37). Διότι ἀλλοίμονον ἐὰν λέμε ὅτι εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ σκεπτώμαστε πῶς θὰ ἀντιμετωπίσωμε τὴν ἀπάτη τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ὅμως κάνουμε κι ἐμεῖς τὰ ἴδια! Μεγαλύτερη ὑποκρισία καὶ δολιότης ἀπὸ αὐτή, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ.
Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν προφύλαξι τοῦ ἑαυτοῦ μας χρειάζεται νὰ ἀναλάβουμε καὶ εἰρηνικὴ ἐκστρατεία διαφωτίσεως καὶ τῶν γνωστῶν μας, γιὰ νὰ καταλάβουν καὶ ἐκεῖνοι πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἀπάτη καὶ πόσο ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς τοὺς δολίους κοὶ «πλαγίους» ἀνθρώπους (Λευϊτ. κστ’ 23-24).
Πρέπει νὰ νοιώσουμε ὅλοι ὅτι ὁ Θεὸς βδελύσσεται τοὺς δολίους καὶ ἀνειλικρινεῖς ἀνθρώπους. Παίρνει τήν χάρι Του καί τοὺς ἐγκαταλείπει. Κι ἂν ἐγκαταλείψῃ κάποιον ὁ Θεός, δὲν τὸν σῴζει τίποτε. Καὶ πλούτη καὶ φιλίες καὶ ὁποιαδήποτε ἀγαθά του θὰ γίνουν ἀργὰ ἢ γρήγορα συντρίμμια. Αὐτὸ διδάσκει ἡ πεῖρα τοῦ παρελθόντος.
Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριο νά δίνῃ μετάνοια σ’ ὅσους φέρονται μὲ δολιότητα καὶ νὰ μᾶς προστατεύῃ ἀπό τήν ὑπουλότητά τους, γιὰ νὰ δοῦμε πραγματικὰ καλύτερες μέρες καὶ νὰ μὴ δοκιμάσουμε ποτὲ τὴν ὀργή Του. ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ. 379).