Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ. οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ ἐπί τόν πένητα ἐπιβλέπουσι, τά βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων. Κύριος ἐξετάζει τόν δίκαιον καί τόν ἀσεβῆ, ὁ δέ ἀγαπῶν τήν ἀδικίαν μισεῖ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀλλ’ ὁ Κύριος ζῇ καί ὑπάρχει εἰς τόν ἐν οὐρανοῖς ἅγιον καί ὑπερκόσμιον ναόν του. Ἔχει ὁ Κύριος τόν θρόνον του εἰς τόν οὐρανόν, ὅπου κανέν βέλος δέν δύναται νά φθάσῃ. Καί ἀπ’ ἐκεῖ τά μάτια του βλέπουν μέ προστατευτικήν εὐμένειαν τόν πτωχόν, πού ἐλπίζει εἰς αὐτόν καί τά βλέφαρά του ἐξετάζουν καί διακρίνουν τούς ἀπογόνους τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος ἐξετάζει καί διαχωρίζει μέ ἀκρίβειαν καί χωρίς τήν παραμικράν πλάνην τόν δίκαιον καί τόν ἀσεβῆ. Ὅποιος δέ ἀγαπᾶ τήν ἀδικίαν καί οὐχί ἐξ ἀδυναμίας, ἀλλ’ ἀπό ἔρωτα πρός αὐτήν ἐνεργεῖ τό κακόν, αὐτός μισεῖ καί βλάπτει μόνον τόν ἑαυτόν του» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὁ δέκατος ψαλμὸς εἶναι γραμμένος σὲ ὦρες πολὺ δύσκολες. Σὲ ὧρες πού ὁ Δαβὶδ κινδύνευε ἀπὸ σκληροὺς ἐχθροὺς καὶ οἱ φίλοι του τὸν συμβούλευαν νά φύγῃ, νά πετάξῃ σὰν σπουργίτι στά βουνά, γιά νά σωθῇ.
Ἐνῶ ὅμως οἱ δικοὶ του ἦσαν ἀνήσυχοι ταραγμένοι, ὁ ἴδιος ἕμενε ἀτάραχος καὶ ἀτρόμητος. Δέν ἀμφέβαλλε καθόλου ὅτι ὁ Θεός, ποὺ βλέπει ἀπὸ τὸν οὐράνιο θρόνο Του τὰ πάντα, δέν θ’ ἀνεχόταν νά θριαμβεύση τὸ ἄδικον εἰς βάρος τοῦ δικαίου. Θὰ ἐπενέβαινε ὁπωσδήποτε ὑπὲρ αὐτοῦ. «Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ», ἔλεγε. «Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἐπιβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Κύριος ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ» ψαλμ, ι’ 4-5).
Ὅταν λέγῃ «βλέφαρα Θεοῦ», σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἐννοεῖ τὴν κριτικὴν αὐτοῦ πρόνοιαν καὶ τῶν πραγμάτων ἐξεταστικήν» (Ἐξηγ. εἰς ι’ Ψαλμ.). Δὲν τὰ ξεύρει δηλαδὴ καὶ δὲν τὰ παρακολουθεῖ ἁπλῶς ὅλα ὁ Θεός, ἀλλά διακρίνει καὶ ἐξετάζει μὲ κάθε λεπτομέρεια καὶ τὰ ἀδιόρατα ἐλατήρια ὁποιασδήποτε ἐνεργείας μας. Γνωρίζει στήν ἐντέλεια τίς συνθῆκες, μέσα στίς ὁποῖες βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, ποὺ κάνει τὴν α ἢ β πρᾶξι, καὶ τοὺς ἐπηρεασμούς, ποὺ τυχὸν δέχεται ἀπὸ διαφόρους παράγοντας. Αὐτὸ εἶναι τὸ «ἔργον» Του, προσθέτει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Νὰ βλέπῃ καὶ νὰ φροντίζῃ γιὰ ὅλα, «κἄν μηδεὶς ὁ παρακαλῶν», ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν τὸν παρακαλῇ κανεὶς γι’ αὐτὸ (Ὁμ. εἰς ι΄ Ψαλμ.).
Πόσο μεγάλη πραγματικά, πόσο σπουδαία καὶ βασικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια! Τὰ βλέφαρα, τὸ βλέμμα δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ ἐποπτεύει τὰ πάντα! Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄγνωστο στόν Κύριο. Δὲν τοῦ διαφεύγει οὔτε τὸ κακὸ οὔτε τὸ καλό. Παρακολουθεῖ καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης, ἀλλὰ καί τίς πράξεις τῆς ἐντροπῆς, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀδικίας. Βλέπει καὶ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς. Τὶ βλέπουν ἀλήθεια μέρα νύχτα τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ!
Δὲν τὰ βλέπει ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀπαθὴς καὶ ἀδιάφορος, ἀλλὰ «καὶ βούλεται αὐτὰ διορθοῦν», συμπληρώνει ὁ ἱερὸς Χρυσοστομος. Θέλει νὰ διορθώσῃ κάθε τι κακό. Διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ προφήτης Ἀββακούμ, «ὁ ὀφθαλμός» τοῦ Κυρίου εἶναι «καθαρὸς τοῦ μὴ ὁρᾶν πονηρά, καὶ ἐπιβλέπειν ἐπὶ πόνους οὐ δυνήσῃ» (α’ 13). Δὲν ἠμπορεῖ δηλαδὴ καὶ δὲν ἀνέχεται νά βλέπῃ τὰ πονηρὰ καὶ ἄνομα, οὔτε εὐχαρι¬στεῖται νὰ ἀντικρύζῃ τοὺς πόνους καὶ τοὺς κατατρεγμοὺς τῶν δικαίων. Τὴν ὥρα πού κρίνει ὁ Ἴδιος σὰν πιὸ κατάλληλη, βάζει τὰ πράγματα στή θέσι τους.
Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ τονωτικὰ φάρμακα γιὰ καθένα, ποὺ ἀδικείται καὶ πονεῖ καὶ ὑποφέρει. Εἶναι δὲ τόσο συχνὲς οἱ περιπτώσεις αὐτὲς στή ζωὴ μας! Εἶναι τόσες οἱ φορές πού πολλοὶ ἄνθρωποι εἴτε στήν ὑπηρεσία, ὅπου ἐργάζονται, εἴτε στίς ἄλλες σχέσεις μὲ τοὺς συνανθρώπους τους, ἀδικοῦνται, συκοφαντοῦνται καὶ γίνονται ἴσως καὶ ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως ἀπὸ μερικοὺς πονηροὺς καὶ ἀθεόφοβους ἀνθρώπους! Εἶναι τόσες οἱ φορές πού τρυποῦν τὴν καρδιά οἱ μαχαιριὲς τοῦ πόνου καὶ κινδυνεύει τότε νὰ λυγίσῃ κι’ ὁ πιὸ δυνατὸς χαρακτῆρας!
Ἡ σκέψι ὅμως ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ τὰ παρακολουθεῖ ὅλα καὶ ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ Ἐκεῖνος νὰ θριαμβεύσῃ τὸ ἄδικο καὶ τὸ ψέμα, δὲν ἀφήνει τὸ μαῦρο γεράκι τῆς ἀπελπισίας νὰ μπήξῃ τὰ νύχια του στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού ἀδικεῖται.
Ὅταν ἐπίσης βλέπωμε τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἀπίστους καὶ ἀθέους νὰ ὑβρίζουν καὶ νὰ γελοιοποιοῦν τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ μας, νὰ ποδοπατοῦν τοὺς νόμους τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ θριαμβολογοῦν, ἡ σκέψι ὅτι τὰ βλέπει ὅλα ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θὰ τὰ ἀνεχθῇ γιὰ πολύ, δὲν ἀφήνει νὰ κλονι¬σθοῦμε καὶ νὰ δειλιάσουμε.
Ἀλλά καὶ τότε πού νοιώθουμε σφοδροὺς τοὺς πειρασμοὺς καί τίς ἐπιθέσεις τοῦ Σατανᾶ ἐναντίον μας καὶ νομίζουμε ὅτι χάνεται τὸ πᾶν καὶ θὰ ὑποκύψουμε ὁπωσδήποτε στήν ἁμαρτία, ἡ ἰδία σκέψι δὲν ἐπιτρέπει νὰ θρονιασθοῦν μέσα μας φόβοι καὶ ἀπαισιόδοξες προβλέψεις, ποὺ ὁδηγοῦν κατ’ εὐθεῖαν στήν ἧττα πρὶν ἀπὸ τὴν μάχη.
Ναί, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα! Τὰ ἀόρατα βλέφαρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακολουθοῦν ἐξεταστικὰ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, εἶναι ἐκεῖνα πού ρυθμίζουν τὰ πάντα μέσα στήν Ἱστορία. Στήν ἱστορία τοῦ κάθε προσώπου, ἀλλά καὶ στήν ἱστορία ὅλου τοῦ κόσμου. Νὰ τὸ θυμώμαστε αὐτό πάντα. Καὶ πρὸ πάντων στις δύσκολες ὧρες μας» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ341).