Ψαλμ. ιδ΄2

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Πορευόμενος ἄμωμος καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλῶν ἀλήθειαν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἐκεῖνος ὅστις συμπεριφέρεται καί πολιτεύεται μέ ἄμεμπτον διαγωγήν καί ἐργάζεται τελείαν ἀρετήν, τοῦ ὁποίου τό ἐσωτερικόν κυριαρχεῖται ἀπό τήν ἀλήθειαν, ὥστε αὐτήν εἰλικρινῶς νά ἀγαπᾶ καί αὐτήν πάντοτε ὡς περίσσευμα τῆς καρδίας του νά λαλῇ» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας, τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    " Μιὰ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ πρέπει νὰ στολίζουν αὐτόν, ποὺ θέλει νὰ ἔχη πραγματικὲς σχέσεις μὲ τὸν Θεό, εἶναι ἡ εἰλικρίνεια. Αὐτὸ διδάσκει στὸν δέκατο τέταρτο ψαλμὸ ὁ μακάριος Δαβίδ. Ὁ ἄνθρωπος, ψάλλει, ποὺ δικαιοῦται νὰ παροικῆ στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μένη πλησίον Του, εἶναι ὁ «λαλῶν ἀλήθειαν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ψαλμ. ιδ’ 2). Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, ποὺ χρειάζεται νὰ ἔχη, πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ λέη μὲ τὴν καρδιά του καὶ τὴν ἀλήθεια. Νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ἐξωτερικεύη σὰν περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του.
    Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δὲν ἀναφέρει ὁ ψαλμωδὸς ἁπλῶς «λαλῶν ἀλήθειαν», ἀλλὰ προσθέτει «ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ». Δηλαδὴ πρέπει νὰ λέη τὴν ἀλήθεια μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ὅπως μάλιστα σημειώνει ὁ ἅγιος Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας Μέγας  Ἀθανάσιος, ἡ καρδιὰ τοῦ πιστοῦ πρέπει νὰ εἶναι «ἀληθείας οἶκος» (Ἐξηγ. εἰς ιδ’ Ψαλμ.). Νὰ εἶναι σπίτι, ὁποῦ θὰ κατοικῆ, θά μπαίνη καὶ θὰ βγαίνη σὰν νοικοκύρης ἡ ἀλήθεια.
  Δὲν πρόκειται δηλαδὴ μόνο γιὰ τὰ λόγια μας, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε πάντοτε ἀληθινά. Πρόκειται καὶ γιὰ τὰ αἰσθήματα καὶ γιὰ τὶς σκέψεις καὶ γιὰ τὸν ὅλο κόσμο τῆς ψυχῆς μας γενικά, ποὺ χρειάζεται νὰ εἶναι ζυμωμένος μὲ τὴν ἀλήθεια.
    Γιατί ὅμως δίνεται τόση σημασία στὴν ἀλήθεια; Γιατί ἆραγε νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια τόσο ἀπαραίτητη, προκειμένου νὰ δεχθῆ μὲ εὐμένεια ὁ Θεὸς τὴν ἐπικοινωνία μας μαζί Του;
     Τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀνεξήγητο. Ἔχει τὴν ἑρμηνεία του, ποὺ εἶναι μάλιστα πολὺ φυσικὴ καὶ πολὺ εὔλογη. Ὁ Κύριος, τὸν Ὁποῖον πλησιάζουμε καὶ θέλουμε νὰ συνδεθοῦμε μαζί Του, εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας. Εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός» (Ἀποκ. γ’ 14). Εἶναι ὁ ἀπολύτως ἀξιόπιστος καὶ ἀληθινός. Εἶναι ἡ αὐ-τοαλήθεια. «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀλήθεια», μᾶς εἶπε (Ἰωαν. ιδ’ 6). Ἔξω ἀπὸ Ἐκεῖνον δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια. Ὁποιοσδήποτε ἑπομένως θέλει νὰ συνάψη ἀληθινοὺς δεσμοὺς μαζί Του, πρέπει καὶ νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ λέη τὴν ἀλήθεια.
    Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμιὰ σχέσι μὲ τὸ ψέμα. «Πατὴρ τοῦ ψεύδους» εἶναι ὁ Σατανᾶς (Ἰωάν. η’ 44). Ἐκεῖνος τὸ ἐφεῦρε καὶ ἐκεῖνος τὸ φυτεύει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐάν λοιπὸν κατορθώση ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἐχθρός του Θεοῦ, νὰ μᾶς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς συνηθίση στὸ ψέμα, κατορθώνει αὐτομάτως νὰ μᾶς χωρίση καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Παύομε νὰ εἴμαστε φίλοι μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἒχωμε σχέσεις μαζί Του. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καὶ στὴν Ἀποκάλυψι ἀναφέρεται ὅτι θὰ ἀποκλεισθῆ ἀπό τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἀποκοπῆ αἰωνίως καὶ ὁριστικῶς ἀπό Ἐκεῖνον «πᾶς ὁ φιλῶν καὶ ποιῶν ψεῦδος» (κβ’ 15).
    Δὲν εἶναι ἑπομένως, ἀδελφέ μου, τὸ θέμα τῆς ἀληθείας ἀσήμαντο, ὅπως ἴσως τὸ νομίζουν ὡρισμένοι. Ἀπό αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἡ οὐσιαστικὴ ἤ μὴ σχέσις μας μὲ τὸν Θεό μας. Καὶ ἐξαπατοῦν τὸν ἑαυτὸν τους ὅσοι νομίζουν ὅτι εἶναι καλοὶ Χριστιανοί, τὴν στιγμὴ ποὺ εἶναι ἀνειλικρινεῖς καὶ δὲν παρουσιάζονται ἀληθινοί.
     Οὔτε ἐπίσης εἶναι δυνατὸν νὰ εἶσαι εἰλικρινὴς δῆθεν καί ἀληθινὸς ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως νὰ λὲς ψέματα στοὺς συνανθρώπους σου. Οἱ συνάνθρωποί μας, ποὺ τοὺς βλέπομε καὶ μᾶς βλέπουν καθημερινά, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο φερόμαστε ἀπέναντί τους ἀντανακλᾶ στὸν ἴδιο τὸν Θεό.
    Χρειάζεται ἑπομένως προσοχὴ νὰ μή μᾶς παρασύρη ἡ ἀδυναμία τοῦ ψεύδους Κι’ ἄν δὲν προσέξαμε καὶ βλέπωμε ὅτι ἔ¬χει ἤδη εἰσβάλει μέσα στὴν ψυχή μας αὐτὸ τὸ μικρόβιο, χρειάζεται καταφυγὴ στό πνευματικὸ ἰατρεῖο τῆς Ἱερᾶς Ἔξομολογήσεως, γιὰ νὰ ἐπακολουθήση κάποια ἀγωγὴ θεραπευτική, ὥστε νὰ δυναμὼση ἡ θέλησί μας καὶ νὰ ἀντιδρᾶ στὸ ψέμα, ὅπως καὶ ὁ ὑγιὴς ὀργανισμὸς ἀντιδρᾶ σὲ κάθε ἀσθένεια.
    Ἂν γίνωμε καὶ εἴμαστε σ’ ὅλα μας ἀληθινοί, δὲν θὰ νοιώθουμε ποτὲ τὴν ἀνησυχία ποὺ σιγοτρώει τὴν ψυχὴ ἐκείνων, ποὺ φοβοῦνται διαρκῶς μήπως ἀποκαλυφθῆ ἡ ἀνειλικρίνειά τους. Θὰ μᾶς ἐκτιμοῦν ἀληθινὰ οἱ συνάνθρωποί μας καὶ θὰ μᾶς ἐμπιστεύωνται, πρᾶγμα ποὺ ἀρχίζει νὰ γίνεται σπάνιο στοὺς καιρούς μας. Πρό πάντων ὅμως θὰ εὐχαριστῆται μαζί μας ὁ Κύριος καὶ Θεός μας καὶ θὰ μᾶς εὐλογῆ σὰν ἀληθινὰ δικούς Του ἀνθρώπους.» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σ.437).