Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 62
Καὶ ἄλλα γιὰ τὰ θελήματα, γιὰ τὸ αὐτεξούσιο, γιὰ τὶς σκέψεις, τὶς γνώσεις καὶ τὶς σοφίες.
Ἂν ὁμολογήσουμε τὸν Χριστὸ τέλειο Θεὸ καὶ τέλειο ἄνθρωπο, ὁπωσδήποτε θὰ τοῦ τὰ ἀποδώσουμε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς φύσεως καὶ τοῦ Πατέρα καὶ τῆς μητέρας τοῦ· διότι ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κερδίσει αὐτὸ ποὺ χάθηκε. Αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ μπορεῖ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν τύραννό του μὲ τὴν παντοδύναμη ἐξουσία καὶ δύναμή του· ἦταν ὅμως (ἡ σάρκωσή του) τὸ ἄλλοθι στὸν τύραννο, ὅτι νίκησε τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ ὑποδουλώθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ συμπαθὴς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ἤθελε νὰ ἀναδείξει νικητὴ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε, γίνεται ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπαναφέρει στὴν ἀρχικὴ κατάσταση τὸ ὅμοιο μὲ τὸ ὅμοιο. Καὶ κανεὶς δὲν ἀντιλέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικὴ καὶ νοερὴ ὕπαρξη. Πῶς, λοιπόν, (ὁ Θεός) ἔγινε ἄνθρωπος, ἂν προσέλαβε ἄψυχη σάρκα ἢ ψυχῆ χωρὶς νοῦ; Διότι κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο νὰ χαροῦμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση, ἐὰν αὐτὸς ποὺ πρῶτος ἔπαθε (ὁ Χριστός) δὲν ἔχει σωθεῖ καὶ δὲν ἔχει ἀνανεωθεῖ καὶ δυναμώσει μὲ τὴν ἕνωσή του μὲ τὴ θεότητα; «Καθώς, ὅ,τι δὲν ἔχει προσληφθεῖ, δὲν θεραπεύεται κιόλας».
Ἔτσι, λοιπόν, προσλαμβάνει ὅλο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ πιὸ ὡραῖο μέρος της ὑπάρξεώς του ποὺ ἀσθένησε, ὥστε νὰ χαρίσει τὴ σωτηρία σὲ ὅλο (τὸν ἄνθρωπο). Νοῦς, δηλαδή, χωρὶς σοφία καὶ γνώση δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξει· ἐὰν στερεῖται τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν κίνηση, τότε εἶναι καὶ ἀνύπαρκτος. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος ἤθελε ν’ ἀνακαινίσει τὸ κατ’ εἰκόνα, γι’ αὐτὸ ἔγινε ἄνθρωπος. Καὶ τί ἄλλο εἶναι τὸ κατ’ εἰκόνα, παρὰ ὁ νοῦς; Ἄφησε, λοιπόν, τὸ καλύτερο καὶ πῆρε τὸ κατώτερο; Ναί, διότι ὁ νοῦς βρίσκεται στὸ μεταίχμιο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σάρκας· μὲ τὴ μία συγκατοικεῖ, ἐνῶ τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκόνα. Ὁ νοῦς, λοιπόν, συνενώνεται μὲ τὸ νοῦ· καὶ ὁ νοῦς συνδέει τὴν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὑλικότητα τοῦ σώματος. Διότι, ἐὰν ὁ Χριστὸς προσλάμβανε ψυχὴ χωρὶς νοῦ, τότε θὰ ἔπαιρνε ψυχὴ ἄλογου ζώου. Ἐφόσον μάλιστα εἶπε ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ ἄνθρωπος ἄλλοτε λέγεται ψυχή, ὅπως στὸ (χωρίο) «ὁ Ἰακὼβ εἰσῆλθε στὴν Αἴγυπτο μὲ ἑβδομήντα πέντε ψυχές», καὶ ἄλλοτε λέγεται σάρκα, ὅπως στὸ (χωρίο) «κάθε σάρκα θὰ γνωρίσει τὴ σωτηρία τοῦ Θεοῦ». Ὁ Κύριος, λοιπόν, δὲν ἔγινε ἄψυχη σάρκα οὔτε ψυχή χωρὶς νοῦ, ἀλλὰ ἄνθρωπος. Τὸ λέει καὶ ὁ ἴδιος: «Γιατί μὲ χτυπᾶς, ἕναν ἄνθρωπο ποῦ σας λέει τὴν ἀλήθεια;». Προσέλαβε, λοιπόν, σάρκα ἐμπλουτισμένη μὲ λογικὴ καὶ νοερὴ ψυχή, ἡ ὁποία κυβερνᾶ τὴ σάρκα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ἐξουσιάζει ἡ θεία φύση τοῦ Λόγου.
Ὁ Χριστός, λοιπόν, σὰν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, εἶχε μὲ φυσικὸ τρόπο τὴ θέληση· ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση του, χωρὶς νὰ κινεῖται αὐτόνομα, ἀκολουθοῦσε καὶ ὑποτασσόταν στὸ (θεῖο) θέλημά του· ἤθελε ὅσα ἤθελε καὶ τὸ θεῖο θέλημά του. Ἡ θεία θέληση, δηλαδή, ἐπέτρεπε στὴν ἀνθρώπινη νὰ πάσχει μὲ φυσικὸ τρόπο τὰ δικά της. Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, ἤθελε ν’ ἀποφύγει τὸ θάνατο, ἡ θεία τοῦ θέληση μὲ φυσικὸ τρόπο θέλησε καὶ παραχώρησε ν’ ἀποφύγει τὸ θάνατο· γι’ αὐτὸ ἔνιωσε ἀγωνία καὶ δείλιασε. Καὶ ὅταν ἡ θεία θέληση θέλησε ἡ ἀνθρώπινη θέλησή του νὰ προτιμήσει τὸ θάνατο, τότε δέχθηκε ἐκούσια τὸ πάθος του. Διότι παράδωσε θεληματικᾶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ στὸ θάνατο ὄχι μόνο σὰν Θεός, ἀλλὰ καὶ σὰν ἄνθρωπος· γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς χάρισε τὴν τόλμη ἀπέναντι στὸ θάνατο.
Ἔτσι, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ σωτήριο πάθος του, λέει: «Πατέρα μου, ἂν γίνεται, ἄς ἀποφύγω νὰ πιῶ αὐτὸ τὸ (πικρό) ποτήρι»· εἶναι φανερὸ ὅτι σὰν ἄνθρωπος καὶ ὄχι σὰν Θεός, πρόκειτο νὰ πιεῖ αὐτὸ τὸ ποτήρι. Σὰν ἄνθρωπος, λοιπόν, θέλει νὰ τὸ ἀποφύγει· αὐτὰ τὰ λόγια δείχνουν τὴ δειλία τῆς (ἀνθρωπίνης) φύσεως. «Παρ’ ὂλ’ αὐτὰ ὅμως, ἄς μὴ γίνει τὸ θέλημά μου», δηλαδὴ αὐτὸ στὸ ὁποῖο εἶμαι διαφορετικὸς ἀπὸ σένα στὴν οὐσία (σὰν ἄνθρωπος), «ἀλλὰ νὰ γίνει τὸ δικό σου», δηλαδὴ τὸ δικό μου καὶ δικό σου, διότι (σὰν Θεός) εἶμαι ὁμοούσιος μὲ σένα. Αὐτὰ εἶναι λόγια τολμηρά. Προηγουμένως, δηλαδή, ἡ ψυχὴ τοῦ Κυρίου αἰσθάνθηκε τὸ φυσικὸ φόβο γιὰ τὸ χωρισμὸ τοῦ σώματος· ἔνιωθε τὴ φυσικὴ συμπάθεια πρὸς τὸ σῶμα, καθὼς ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή του· ἀμέσως μετά, ὅμως, τὸ θεῖο θέλημα τῆς ἔδωσε δύναμη ν’ ἀψηφᾶ τὸ θάνατο. Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ ἴδιος ἦταν ὅλος Θεὸς μαζὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του καὶ ὅλος ἄνθρωπος μὲ τὴ θεία φύση του, αὐτὸς σὰν ἄνθρωπος ἔκανε στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα νὰ ὑπακούσει στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα. Ἔτσι, μᾶς ἄφησε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄριστο τύπο καὶ παράδειγμα ὑπακοῆς στὸν Πατέρα.
Τὸ θεῖο μάλιστα καὶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημά του (τοῦ Χριστοῦ) ἐπιθυμοῦσε ἐλεύθερα· καθὼς κάθε λογικὴ ὕπαρξη ἔχει ἀπὸ τὴ φύση τῆς αὐτεξούσιο (ἐλεύθερο) θέλημα. Διότι, τί νὰ τὸ κάνει τὸ λογικό, ἐὰν δὲν σκέφτεται ἐλεύθερα; Ὁ Δημιουργός, δηλαδή, ἔβαλε τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία μέσα στὰ ἄλογα ζῶα, γιὰ νὰ τὰ ὁδηγεῖ στὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς φύσεώς τους· ἐπειδὴ ὅμως στεροῦνται τὴ λογική, ἀδυνατοῦν νὰ ἐξουσιάζουν καὶ τὰ ἐξουσιάζει ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία. Γι’ αὐτό, μόλις ἀνάψει ἡ ἐπιθυμία, ἀμέσως ἔρχεται καὶ ἡ ὁρμὴ γιὰ τὴν ἐκπλήρωσή της· (τὰ ἄλογα ζῶα) δὲν κάνουν χρήση τοῦ λογικοῦ ἤ της ἀποφάσεως ἢ τῆς σκέψεως ἢ τῆς κρίσεως. Κι ἔτσι οὔτε ἐπαινοῦνται γιὰ τὴν ἀρετή τους οὔτε τιμωροῦνται γιὰ τὴν κακία τους. Ἡ λογικὴ ὅμως φύση ἔχει βέβαια τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία ποὺ τὴν παρακινεῖ, ἀλλά, ὅσοι διατηροῦν τὴ διαγωγὴ στὰ ὅρια τῆς φύσεως, τὴν κατευθύνουν καὶ τὴ ρυθμίζουν μὲ τὴ λογική. Τὸ προσὸν τῆς λογικῆς εἶναι αὐτό, ἡ αὐτεξούσια θέληση, τὴν ὁποία τὴν ὀνομάζουμε φυσικὴ κίνηση τοῦ λογικοῦ ὄντος. Γι’ αὐτὸ τὴν ἐπαινοῦμε καὶ μακαρίζουμε, ὅταν ἐπιδιώκει τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τιμωροῦμε, ὅταν ἐπιδιώκει τὴν κακία. Ἑπομένως, ἡ ψυχὴ τοῦ Κυρίου ἤθελε ἐλεύθερα· ἤθελε βέβαια ἐλεύθερα αὐτὰ ποὺ καὶ ἡ θεία θέλησή του ἐπιθυμοῦσε αὐτὴ νὰ θέλει· ὁ Λόγος, δηλαδή, δὲν κινοῦσε τὴ σάρκα του μὲ νεῦμα (σὰν μαριονέτα) –αφοὺ καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι μὲ θεῖο νεῦμα κινούνταν–, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὄντας ἕνας, καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἤθελε σύμφωνα μὲ τὴ θεία καὶ ἀνθρώπινη θέλησή του. Ἔτσι, οἱ δυὸ θελήσεις τοῦ Κυρίου διέφεραν μεταξὺ τοὺς ὄχι στὴ γνώμη ἀλλὰ στὴ δυνατότητα τῆς φύσεώς τους. Ἡ θεία, δηλαδή, θέλησή του ἦταν ἄναρχη καὶ δημιουργὸς ὅλων, παντοδύναμη καὶ ἀπαθής· ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη θέλησή του εἶχε χρονικὴ ἀφετηρία καὶ εἶχε δεχθεῖ τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη· δὲν ἦταν παντοδύναμη στὴ φύση της, ἀλλά, ἐπειδὴ ἔγινε φυσικὰ καὶ πραγματικὰ θέληση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔγινε καὶ παντοδύναμη.