Ψαλμ. ιζ΄4

10 Δοξολογία καί δέησι 1983, σ. 485

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«αἰνῶν ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Δι αὐτό μέ ὕμνους εὐχαριστιῶν καί δοξολογίας θά ἐπικαλεσθῶ τόν Κύριον, ὅταν θά κινδυνεύω, καί ἀσφαλῶς θά σωθῶ ἀπό τούς ἐχθρούς μου» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ὁ δέκατος ἕβδομος Ψαλμὸς εἶναι ξεχείλισμα τῆς γεμάτης μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη καρδιᾶς τοῦ Δαβίδ.
    Ἀναπολεῖ ὁ ἐμπνευσμένος προφήτης τὶς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ μεγαλοδυνάμου Κυρίου πρὸς χάριν του καὶ ξεσπᾶ σὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι «ἡ ἰσχύς του, τὸ στερέωμά του, ἡ καταφυγή του καὶ ὁ ρύστης του».
    Χρησιμοποιεῖ τὸν ἕνα κοντὰ στὸν ἄλλο πολλοὺς προσδιορισμούς, γιὰ νὰ δείξη τί εἶναι καὶ τί ἔκανε γι’ αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ ἔτσι δίνει στὸν Ψαλμὸ μία ξεχωριστή θερμότητα. Ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ καίει διαρκῶς στὴν καρδιά του, ἐξωτερικεύεται μὲ τὶς δυνατὲς λέξεις, ποὺ βγαίνουν ἀπό τά χείλη του, μὲ τίς ὁποῖες καὶ ἀνυμνεῖ τὸν Εὐεργέτη του.
    Καθὼς ὅμως θυμᾶται τὶς εὐεργεσίες καί βλέπει τοὺς κινδύνους, ποὺ πέρασε, σκέφτεται ὅτι εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἀντιμετωπίση ἴδιες δυσκολίες καὶ στὸ μέλλον, γι’ αὐτό, ἐνῶ δοξολογεῖ, συγχρόνως εἶναι ἕτοιμος νὰ ζητήση καὶ πάλι τὴν θεία βοήθεια. «Αἰνῶν ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον», λέει, «καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθῆσομαι» (Ψαλμ. ιζ’ 4). Δοξολογώντας δηλαδὴ τόν Κύριο  θὰ τὸν παρακαλέσω   νὰ μὲ βοηθήση καὶ θὰ γλυτώσω ἀπό τούς ἐχθρούς μου.
    Ὁ θαυμάσιος αὐτὸς συνδυασμὸς δοξολογίας καὶ δεήσεως μᾶς μαθαίνει, ὅπως γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «χάριν μὲν ὁμολογεῖν ὑπὲρ τῶν ὑπηργμένων ἀγαθῶν αἰτεῖν δὲ πάλιν τὰ ἐνδέοντα» (Ἐξηγ. εἰς ιζ’ Ψαλμ.). Ἀπό τὸ ἕνα μέρος δηλαδὴ νὰ δοξολογοῦμε τὸν Κύριο μὲ εὐγνωμο¬σύνη γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς καὶ ἀπό τὸ ἄλλο νὰ Τὸν παρακαλοῦμε ταυτοχρόνως γιὰ ὅσα ἔχομε ἀνάγκη.
    Τὸν συνδυασμὸν αὐτὸν τοῦ αἴνου καὶ τῆς παρακλήσεως τὸν βλέπουμε καὶ σ’ ὅλες τὶς προσευχές, ποὺ ἔχουν καταγραφῆ στὶς ἱερὲς σελίδες τῆς Ἁγίας μας Γραφῆς. Καὶ αὐτὸ τὸ «Πάτερ ἡμῶν», πού μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος, συνδυάζει ἄριστα τὴν δοξολογία τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου μὲ τὴν δέησι γιὰ βοήθεια ἐκ μέρους Του.
    Μέσα στὸ Ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ὅλη ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Κοντά στὶς δοξολογίες, ποὺ ἀντη¬χοῦν στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας, ἀκούονται σὲ μιὰ ἁρμονικὴ συμφωνία καὶ δεήσεις καὶ ἱκεσίες γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ὁ τρισάγιος ὕμνος «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός,  Ἅγιος  Ἀθάνατος»,  ποὺ εἶναι ἀνύμνησις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁλοκληρώνεται ὅταν προστεθῆ καί τὸ «ἐλέησον ἡμᾶς». Μαζὶ δὲ μὲ τὸ «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι» ἔχει συνταιριασθῆ καὶ τὸ «Κύριε ἐλέησον» καὶ κοντὰ στὰ « Ἀλληλούια» ἀκούονται καί τὰ «Παράσχου Κύριε».
    Καὶ μόνη ἐπίσης ἡ μικρὴ φαινομενικὰ προσευχή, τὸ πασίγνωστο «Κύριε ἐλέησον» εἶναι καί πάλι συνδυασμὸς δεήσεως μὲ δοξολογία. Λέγοντας «Κύριε» δοξάζομε τὸν Θεὸ ἀναγνωρίζοντάς Τον Κύριο καὶ Δεσπότη τῆς ζωῆς μας. Καί προσθέτοντας «ἐλέησον» καταφεύγομε ταπεινὰ στὴν μεγαλωσύνη Του καί ζητοῦμε νὰ μᾶς εὐσπλαγχνισθῆ καί νὰ μᾶς ἐλεήση.
    Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς προσευχῆς, ποὺ συνδυάζει δοξολογία καί ἱκεσία ταυτοχρόνως, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εὐχαριστεῖ ἰδιαιτέρως τὸν Κύριο καί Τὸν διαθέτει εὐμενῶς ἀπέναντί μας. Γιατί ὅπως, ὅταν ἐκδηλώνης τὴν εὐγνωμοσύνη σου σ’ ἕνα εὐεργέτη σου καί ἀναγνωρίζης τὴν ἀξία του, τὸν κάμνεις νὰ θέλη νὰ σὲ εὐεργετήση περισσότερο, τὸ ἴδιο περίπου συμβαίνει καί μὲ τὴν στάσι μας ἀπέναντι στὸν Μεγάλο Εὐεργέτη μας. Ἡ δοξολογητική μας διάθεσι συντελεῖ στὸ νὰ γίνωνται δεκτὰ τὰ αἰτήματά μας.
    Γιὰ νὰ μάθωμε ὅμως, ἀδελφέ μου, νὰ προσευχώμαστε μ’ αὐτὸ τὸν θεάρεστο τρόπο, εἶναι ἀνάγκη νὰ προηγηθοῦν πολλά. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ γίνη μηχανικὰ καί τυπικά. Χρειάζεται νὰ ἀναπτύξωμε προηγουμένως ἐγκάρδιες, στενὲς καί προσωπικὲς σχέσεις μὲ τὸν Κύριό μας. Πρέπει νά Τὸν θεωροῦμε σὰν Πατέρα μας, πού μᾶς ἀγαπᾶ καὶ φροντίζει στοργικὰ γιὰ τὸν καθένα μας. Συγχρόνως πρέπει νὰ Τὸν αἰσθανώμαστε καί σὰν τὸν μόνο, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήση σὲ ὅλα μας τὰ ζητήματα, ὑλικὰ καί πνευματικά. Ἐπί πλέον χρειάζεται νὰ ἀνανεώνωμε καθημερινὰ τὴν πίστι καί ἀγάπη μας πρὸς Ἐκεῖνον καί νὰ μὴ ἀφήνωμε τὴν συνήθεια νὰ μᾶς κάνη νὰ προσπερνοῦμε ἀδιάφοροι ἐμπρὸς στὶς ἄπειρες, ὁρατὲς καί ἀόρατες, εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.
    Ὅταν καλλιεργοῦμε καί διατηροῦμε ζωηρὸ μέσα μας τὸ πνεῦμα τῆς ἐξαρτήσεως ἀπό τὴν παντοδυναμία καὶ εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου, τότε θὰ ἔλθη μόνο του καί αὐτό, ποὺ ἔκαμνε ὁ Δαβίδ. Αὐθόρμητη θὰ βγαίνη ἀπό τὸ στόμα μας ἡ δοξολογία καί συγχρόνως θὰ στρεφώμαστε πρὸς τὸν Κύριο ἱκετευτικὰ καί μὲ ἁπλότητα σὰν τὰ νήπια πρὸς τὴν μητέρα τους» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983 σ. 485)