ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61

Γιὰ τὸ ὅτι ἔχει θεωθεῖ ἡ φύση τῆς σάρκας τοῦ Κυρίου καὶ τὸ θέλημά της.

    Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου δὲν λέγεται ὅτι ἔχει θεωθεῖ  ἐξαιτίας μεταβολῆς τῆς φύσεως ἢ μετατροπῆς ἢ ἄλλοιωσεως ἢ συγχύσεως  καὶ ὅτι ἔγινε ὅμοια μὲ τὸ Θεὸ καὶ Θεὸς ἡ ἴδια, ὅπως λέει ὁ θεολόγος  Γρηγόριος: «Ἀπ’ αὐτὰ τὸ ἕνα θέωσε καὶ τὸ ἄλλο θεώθηκε, καὶ τολμῶ νὰ τὸ  ὀνομάσω ὁμόθεο· καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχρισε ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνῶ αὐτὸ  ποῦ χρίσθηκε ἔγινε Θεός». Αὐτὰ δὲν ἔγιναν μὲ μεταβολὴ τῆς φύσεως, ἀλλὰ  μὲ ἕνωση κατ’ οἰκονομία (Θεοῦ)· ἐννοῶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, σύμφωνα  μὲ τὴν ὁποία ἑνώθηκε ἀδιάσπαστα μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ· ἐννοῶ τὴν  ἀλληλοπεριχώρηση τῶν φύσεων, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν πυράκτωσή του  σιδήρου· διότι, ὅπως ὁμολογοῦμε τὴν ἐνανθρώπηση χωρὶς μεταβολὴ καὶ  μετατροπή, ἔτσι πιστεύουμε ὅτι ἔγινε καὶ ἡ θέωση τῆς σάρκας. Ὁ Λόγος,  δηλαδή, ἐπειδὴ ἔγινε σάρκα, δὲν βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς θεϊκῆς του  φύσεως καὶ ἀπὸ τὴν θεοπρεπὴ τοῦ δόξα· οὔτε ὅμως ἡ σάρκα,  ἐπειδὴ θεώθηκε, ἄλλαξε τὴ δική της φύση καὶ τὰ φυσικὰ τῆς γνωρίσματα.  Οἱ φύσεις, δηλαδή, καὶ μετὰ τὴν ἕνωσή τους ἔμειναν ἀσύγχυτες,  καὶ οἱ ἰδιότητές τους ἀπείραχτες. Ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου μάλιστα  πλουτίστηκε μὲ τὶς θεῖες ἐνέργειες, ἐξαιτίας τῆς πλήρους ἑνώσεώς της  μὲ τὸ Λόγο· χάρη, δηλαδή, στὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, χωρὶς καθόλου  νὰ χάσει τὰ φυσικὰ τῆς γνωρίσματα. Διότι, δὲν ἐνεργοῦσε τὰ θεία σύμφωνα  μὲ τὴ δική της ἐνέργεια, ἀλλὰ χάρη στὸ Λόγο ποὺ ἦταν ἑνωμένος μαζί της·  καθὼς ὁ Λόγος μέσω αὐτῆς (τῆς σάρκας) φανέρωνε τὴν ἐνέργειά του.  Ὅπως ὁ πυρακτωμένος σίδηρος καίει χωρὶς νὰ ἔχει ἀποκτήσει  τὴν καυστικὴ ἐνέργεια μὲ φυσικὴ αἰτία, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεώς του  μὲ τὴ φωτιά.
    Ἡ ἴδια, λοιπόν, ἡ σάρκα ἦταν θνητὴ ἐξαιτίας τοῦ ἐαυτοῦ της, ἀλλὰ καὶ  ζωοοποιὰ ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μὲ τὸ Λόγο. Παρόμοια  λέμε καὶ γιὰ τὴ θέωση τοῦ θελήματος· δὲν ἄλλαξε ἡ φυσική του κίνηση·  ἀλλά, ἀφότου ἑνώθηκε μὲ τὸ θεῖο καὶ παντοδύναμο θέλημα, ἔγινε τὸ θέλημα  τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνανθρώπησε. Γι’ αὐτό, ὅταν (τὸ ἀνθρώπινο θέλημα) θέλησε  νὰ κρυφτεῖ, δὲν τὰ κατάφερε· διότι ὁ Θεὸς Λόγος θέλησε νὰ φανεῖ  ὅτι πράγματι ὑπάρχει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ ἀδύναμο ἀνθρώπινο θέλημα·  ὅταν θέλησε, ἐνήργησε τὸν καθαρισμὸ τοῦ λεπροῦ, χάρη στὴν ἕνωση  μὲ τὸ θεῖο θέλημα.
    Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ἀκόμη ὅτι ἡ θέωση τῆς φύσεως καὶ τῆς θελήσεως  εἶναι ἐμφαντικὴ καὶ δεικτικὴ καὶ τῶν δυὸ φύσεων καὶ τῶν δυὸ θελήσεων.  Διότι ὅπως ἡ πυράκτωση δὲν μεταβάλλει σὲ φωτιὰ τὴ φύση  αὐτοῦ ποὺ πυρακτώνεται, ἀλλὰ φανερώνει καὶ αὐτὸ ποὺ πυρακτώθηκε  καὶ αὐτὸ ποὺ πυράκτωσε καὶ δὲν δηλώνει ἕνα πράγμα ἀλλὰ δυό,  ἔτσι καὶ ἡ θέωση δὲν δημιουργεῖ μία σύνθετη φύση, ἀλλὰ μία ὑποστατικὴ  ἕνωση δυὸ φύσεων. Λέει, λοιπόν, ὁ θεολόγος Γρηγόριος:  «Ἀπ’ αὐτὰ τὸ ἕνα θέωσε καὶ τὸ ἄλλο θεώθηκε»· μὲ τὸ νὰ πεῖ «ἀπ’ αὐτά»  καὶ «τὸ ἕνα» καὶ «τὸ ἄλλο» φανέρωσε δυὸ φύσεις.