Ψαλμ. κγ΄1

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Τοῦ Κυρίου κτῆμα εἶναι ὅλη ἡ γῆ καί τό κάθε τι πού τήν γεμίζει, ἰδικά του εἶναι ἡ οἰκουμένη καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ»Τ. 10ς, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

«Τὸ πιὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο πρᾶγμα γιὰ τοὺς  Ἑβραίους ἦταν ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, μέσα στὴν ὁποία ὑπῆρχαν οἱ δυὸ θεοχάρακτες πλάκες τῶν δέκα ἐντολῶν. Συμβόλιζε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχε συνδεθῆ στενώτατα μὲ τὴν Ἱστορία τοῦ λαοῦ Του. Κάθε γεγονὸς ποὺ εἶχε σχέσι μὲ τὴν Κιβωτό, ἐντυπωνόταν βαθειὰ στὴν καρδιὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
     Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ ἐμπνευσμένος Δαβίδ, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ μεταφερθῆ ἡ Κιβωτὸς καὶ νὰ τοποθετηθῆ ἐπίσημα στὸν λόφο Σιών, συνέθεσε Ψαλμό, γιὰ νὰ ψαλῆ εἰδικὰ κατὰ τὴν πανηγυρικὴ ἐκείνη μεταφορά.
     Ὁ Ψαλμὸς αὐτός, ὁ 23ος, τονίζει τὴν μεγαλειότητα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἁγιότητα, ποὺ πρέπει νὰ διακρίνη ὅσους θέλουν νὰ Τὸν λατρεύουν καὶ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία Του.
     Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκουν ἐδῶ καὶ συμβολισμὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ὅπου ἔλαμψε τὸ μεγαλεῖο Του.
      Ἀφορμὴ γιὰ τὶς σκέψεις ποὺ ἀκολουθοῦν παίρνουμε ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο τοῦ Ψαλμοῦ, ὅπου ὑμνεῖται ἡ παντοκρατορική ἐξουσία τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. κγ’ 1). Ὅλη ἡ γῆ δηλαδὴ μὲ ὅλα, ὅσα τὴν γεμίζουν, οἱ ἄνθρωποι καὶ κάθε τί ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἀνήκουν στὸν Κύριο.
Ὁ στίχος αὐτός, σημειώνει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διακηρύττει «τὴν βασιλείαν… τοῦ μονογενοῦς τοῦ Θεοῦ Λόγου» (Ἐξηγ. εἰς κγ’ Ψαλμ.). Εἶναι ὁ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων. ὁ οἰκοδεσπότης τῆς κτίσεως. Δικά Του εἶναι ὅλα. Αὐτὸς τὰ δημιούργησε ἀπό τὸ μηδέν. Αὐτὸς τὰ συντηρεῖ καὶ Αὐτὸς τὰ ὁρίζει καὶ τὰ κυβερνᾶ.
Τὸν πιστεύομε ὁπωσδήποτε θεωρητικὰ τὸν λόγο αὐτό. Ἂν ὅμως ρίξωμε ἕνα βλέμμα στὴν καθημερινὴ ζωή, βλέπομε ὅτι δὲν νοιώθουμε πάντα, ὅσο πρέπει, τὴν ἀλήθεια ποὺ περικλείει. Νομίζουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κύριοι τῶν ἀγαθῶν τῆς γῆς.          Ἔχοντας ἐπὶ παραδείγματι ἕνα ὁποιοδήποτε κτῆμα καὶ φυλάσσοντας τὸν τίτλο κυριότητός του δημιουργοῦμε μέσα μας τὴν βεβαιότητα ὅτι εἶναι δικό μας. Λέμε ὅτι μᾶς ἀνήκει. Τὸ θεωροῦμε περιουσία μας.
Καὶ ὅμως καὶ αὐτὰ ἀκόμη, ποὺ τὰ ἀποκτήσαμε μὲ τοὺς κόπους μας καὶ τὰ φυλᾶμε, γιὰ νὰ μή μᾶς τὰ κλέψουν καὶ τὰ κρατοῦμε στὰ χέρια μας, δὲν εἶναι δικά μας. Ἀνήκουν στὸν Κύριο, ποὺ ἀνοίγει τὰ χέρια Του καὶ σκορπίζει τὰ δῶρα Του στοὺς ἀνθρώπους. Σ’ Ἐκεῖνον ποὺ χορταίνει μὲ τὰ ἀγαθά Του τὸν κόσμο.
      Τὸ εἶπε τόσο ὡραία ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος Ἰωβ, ὅταν μέσα σὲ λίγη ὥρα ἔχασε ὅλα, ὅσα εἶχε ἀποκτήσει, ποὺ δὲν ἦταν καὶ λίγα. «Γυμνός» ἦλθα στὸν κόσμο καὶ «γυμνός» θὰ φύγω, εἶπε. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἄφειλατο». Αὐτός μοῦ τὰ ἔδωσε, Αὐτὸς καὶ μοῦ τὰ πῆρε. Ἄς εἴναι εὐλογημένο τὸ Ὄνομά Του (Ἰώβ σ’ 21).
     Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἰδιοκτήτης καὶ μοιράζει τὰ ἀγαθά Του στὸν καθένα μας μὲ σοφία, γιὰ νὰ τὰ διαχειριζώμαστε. Ἔχει τρόπους Ἐκεῖνος νὰ κάνη τὸν πτωχὸ πλούσιο καὶ τὸν πλούσιο πτωχό. Δικά Του εἶναι ὅλα τὰ ἀγαθά.
      Τίποτε δὲν εἶναι δικό μας. «Τί ἔχεις ὁ οὐκ ἔλαβες;», ρωτάει τὸν καθένα μας καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Κορ. δ’ 7). 77 ἔχεις πού δὲν τὸ πῆρες ἀπό τὸν Θεό; Ζωή, ψυχή, δυνάμεις, ἱκανότητες, ὑγεία, εὐφυία καὶ ὁποιοσδήποτε ἄλλος παράγων συντελεῖ στὴν εὐημερία μας, εἴναι χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Ἄν δὲν μᾶς τὰ ἔδινε, δὲν θὰ ἠμπορούσαμε νὰ ἀποκτήσωμε τίποτε.
      Πόσο ὡραία καὶ εἰρηνικὴ πραγματικὰ θὰ ἦταν ἡ ζωή μας, ἂν ζούσαμε σ’ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος αὐτὴ τὴν ἀλήθεια! Δὲν θὰ ἔβρισκε θέσι στὴν ψυχή μας τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχαν ἀδικίες. Δὲν θὰ φουσκώναμε ἀπὸ ἐγωϊσμὸ γιὰ τὰ πλούτη καὶ τὶς δυνάμεις μας. Πτωχοὶ καὶ πλούσιοι, ἐπιφανεῖς καὶ ἄσημοι θὰ ζούσαμε ἁρμονικὰ σὰν ἀγαπημένα παιδιὰ τοῦ ἴδιου Πατέρα.
     Οὔτε θὰ δενόταν ἡ καρδιά μας μὲ τὰ πρόσκαιρα ἀγαθὰ τῆς γῆς, ποὺ δὲν τὰ παίρνουμε μαζί μας φεύγοντας ἀπό τὸν φθαρτὸ κόσμο. Αὐτὸς ἴσως εἶναι καὶ ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὥρισε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ λέγεται ὁ ψαλμικὸς αὐτὸς στίχος καὶ λίγο πρὶν σκεπάση τὸ χῶμα κάθε νεκρό.
        Δὲν θὰ διαθέταμε ἐπίσης τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ἀνήκει κι ἐκεῖνος στὸν Κύριο πού μᾶς χάρισε τὴν ὕπαρξι, σὲ πράξεις ἀντίθετες πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Πλαστουργοῦ μας. Θὰ φροντίζαμε νὰ τὸν διατηροῦμε ὅπως θέλει Ἐκεῖνος, πού μᾶς ἔ¬πλασε μὲ τὰ Παντοδύναμα χέρια Του καὶ μᾶς ἐξαγόρασε καὶ μᾶς ἀνέπλασε μὲ τὸ Πανάγιο Αἷμα Του.
       Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριο, νὰ μᾶς φωτίση, γιὰ νὰ νοιώσουμε ὅσο γίνεται καλύτερα ὅτι τὰ πάντα, ὑλικά καὶ πνευματικά, ἀνήκουν σ’ Ἐκεῖνον. Στὸν βασιλέα τῆς δόξης, ὅπως λέει καὶ ὁ Ψαλμός. Σ’ Ἐκεῖνον πού μᾶς τὰ χάρισε, γιὰ νὰ τὰ διαχειριζώμαστε ἔτσι, ὥστε νὰ μᾶς δωρίση ἀκόμη μεγαλύερες καὶ ἀνώτερες εὐλογίες στὴ Βασιλεία Του» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1983, σελ. 698).