ΚΕΙΜΕΝΟ
"πιστεύω τοῦ ἰδεῖν τὰ ἀγαθὰ Κυρίου ἐν γῇ ζώντων"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Πιστεύω νά ἴδω καί νά ἀπολαύσω τά ἀγαθά τοῦ Κυρίου εἰς τήν γῆν τῆς τελειοτέρας καί μακαριωτέρας ζωῆς, τῆς ὁποίας οἱ κληρονόμοι ζοῦν πάντοτε, χωρίς νά ἀποθνήσουν ποτέ" (Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ.10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ
"Στόν εἰκοστό ἕκτο Ψαλμό παρατηροῦμε ἕνα θαυμάσιο συνδυασμό δοξολογίας καί ἱκεσίας. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ φωτισμένος Δαβίδ εὐχαριστεῖ καί ἀνυμνεῖ τόν Κύριο γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη γιά τήν προστασία του κατά τό παρελθόν. Καί ἀπό τό ἄλλο Τόν ἱκετεύει γιά τό παρόν γεμᾶτος βεβαιότητα ὅτι δέν θά τόν ἀφήση καί τώρα Ἐκεῖνος.
Ἡ κυρία ἔννοια, πού ἐπικρατεῖ σ’ ὅλο τόν Ψαλμό, εἶναι ἡ ἀσφάλεια πού ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐμπιστεύεται ὅλη του τήν ζωή στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν τόν φοβίζει τίποτε, ἐφ’ ὅσον νοιώθει ὅτι ἔχει ὑπερασπιστήν τῆς ζωῆς του τόν Παντοδύναμο Κύριο.
Εἶναι βέβαιος μάλιστα ὅτι ὄχι μόνον τό παρόν, ἀλλά καί τό μέλλον του, τόσο τό πρόσκαιρο ὅσο καί τό αἰώνιο, θά εἶναι εὐχάριστο καί εἰρηνικό.
Αὐτή ἡ ἀλήθεια ἀναπηδᾶ ἀπό ὅσα λέει ὁ μακάριος Ψαλμῳδός, λίγο πρίν τελειώση τόν Ψαλμό του: «Πιστεύω τοῦ ἰδεῖν τά ἀγαθά Κυρίου ἐν γῇ ζώντων» (Ψαλμ. κστ’ 13). Πιστεύω δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας, «νά ἴδω καί νά ἀπολαύσω τά ἀγαθά τοῦ Κυρίου εἰς τήν γῆν τῆς τελειοτέρας καί μακαριωτέρας ζωῆς, τῆς ὁποίας οἱ κληρονόμοι ζοῦν πάντοτε, χωρίς νά ἀποθνῄσκουν ποτέ».
Αὐτήν τήν ἑρμηνεία δίνει στόν στίχο καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Μέ τά λόγια του αὐτά ὁ Ψαλμῳδός «τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ φησιν», σημειώνει (Ἐξηγ. εἰς κστ’ Ψαλμ.). Στρέφει δηλαδή τόν νοῦ μας πρός τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ποῦ ἐφώτιζε τόν Δαβίδ καί τόν ἐνέπνεε, γιά νά συνθέτη τούς Ψαλμούς του, αὐτό ἦταν πού τόν ἐφώτισε καί τόν παρεκίνησε νά μιλήση καί γιά «τά ἀγαθά Κυρίου ἐν γῇ ζώντων». Γιά τά ἄφθαρτα ἀγαθά, πού θά τά ἀπολαμβάνουν αἰωνίως ὅσοι ἀγαποῦν τόν Κύριο. Γιά τά ἀγαθά πού χίλια περίπου χρόνια ἀργότερα τά εἶδε καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος καί εἶπε ὅτι εἶναι τέτοια καί τόσο ἐκπληκτικά, ὥστε σάν αὐτά «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ.β’ 9).
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι τόν τόπο, ὅπου ὑπάρχουν τά ἀγαθά αὐτά, τόν ὀνομάζει ὁ εὐλογημένος Δαβίδ «γῆν ζώντων». Χώρα δηλαδή, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι ζοῦν διαρκῶς.
Στόν κόσμο αὐτό δέν ὑπάρχει καμμιά περιοχή, ὅπου νά μή πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά νά ζοῦν διαρκῶς. Κοιμητήρια μέ τάφους συναντᾶ κανείς, ὁπουδήποτε καί ἄν ταξιδεύση. Ἐδῶ στήν γῆ ζοῦμε καί πεθαίνομε. Μόνο στόν οὐρανό ὑπάρχει ἡ «ἀτελεύτητος ζωή». Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ «χώρα ζώντων», ἡ χώρα τῶν ἀθανάτων.
Χώρα τῶν ἀθανάτων βέβαια μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ καί ὁ τόπος τῆς Κολάσεως. Γιατί καί ἐκεῖ θά ζοῦν αἰώνια οἱ ἄνθρωποι. Γιά νά βασανίζωνται ὅμως συνεχῶς μαζί μέ τούς δαίμονες, μακρυά ἀπό τόν Θεό.
Ἡ καθ’ αὐτό χώρα τῶν ἀθανάτων εἶναι ὁ τόπος τοῦ παραδείσου, «αἱ σκηναί τῶν δικαίων», ὅπου θά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μιά ζωή αἰωνίου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἑνωμένοι μέ τόν Θεό. Μιά ζωή, πού δέν θά τή σκιάζη καμμιά σκιά λύπης, πόνου, ἀνησυχίας καί ταραχῆς.
Ἐκεῖ, στήν χώρα τῶν ἀθανάτων τοῦ Παραδείσου, θά ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ πόθοι μας καί πρό πάντων ὁ ἀσίγαστος πόθος τῆς ζωῆς, ποῦ τόν ἔχομε ἔμφυτο μέσα μας. Θέλομε νά ζοῦμε. Ἀποστέργουμε τόν θάνατο. Γιατί ἔτσι μᾶς ἔπλασε ἐξ ἀρχῆς ὁ Δημιουργός μας. Μέ τήν δυνατότητα νά ζοῦμε χωρίς θάνατο. Κι ἄν δέν μεσολαβοῦσε ἡ ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων, θά ἐζούσαμε πράγματι αἰώνια.
Καί μετά ὅμως τήν πτῶσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἔτσι οἰκονόμησε τά πράγματα ἡ ἀγάπη καί ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ὑπάρχη καί τώρα ἡ δυνατότης νά ζοῦμε αἰώνια εὐτυχισμένοι στήν χώρα τῶν ἀθανάτων. Μέ τήν σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου δόθηκε στόν κάθε πιστό τό δικαίωμα νά γίνη πολίτης τῆς οὐρανίου πόλεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι ζοῦν αἰωνίως μακάριοι.
Γιά τήν κατάκτησι δέ αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ζωῆς καί ἀθανασίας τρέχομε καί ἀγωνιζόμαστε πλέον στόν κόσμο αὐτό. Αὐτή ἔγινε ὁ στόχος μας καί τό ἰδανικό μας. Αὐτήν περιμένουμε μέ λαχτάρα καί τό ὁμολογοῦμε μέ βεβαιότητα στό Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν τόν Κύριο, νά μᾶς κρατῆ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς αὐτῆς κοντά Του, μέ ζωηρό τόν πόθο γιά τήν χώρα τῶν ἀθανάτων. Καί ἄς κάμνωμε καί ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς ἔτσι, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά βρεθοῦμε κι’ ἐμεῖς μέ τόν Δαβίδ «ἐν γῇ ζώντων» ( Ἀπό τό περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ", τόμος 1984, σ. 75).