ΚΕΙΜΕΝΟ
"Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου σου καὶ τόπον σκηνώματος δόξης σου"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Κύριε, ἐπόθησα μέ ὅλην τήν ψυχήν μου νέ εὐπρεπίζω καί νά κατακοσμῶ τόν οἶκον σου καί τόν τόπον τόν ἱερόν, εἰς τόν ὁποῖον κατασκηνώνει ἐν σχήματι φωτεινῆς καί ἐκθαμβωτικῆς νεφέλης ἡ δόξα σου ἡ πληροῦσα αὐτόν λαμπρότητος" (Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ.10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").
ΣΧΟΛΙΟ
"Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ Δαβίδ ἦταν διαρκῶς στραμμένα στό πῶς θά εὐαρεστοῦσε στόν Θεό, πού πίστευε. Καί γιά νά ἐκδηλώνη αὐτή του τήν διάθεσι, φρόντιζε νά ζῆ διαρκῶς «ἐν ἀκακίᾳ» καί «ἐν εὐθύτητι», ἀνεπηρέαστος ἀπό τήν ἁμαρτωλή συμπεριφορά τῶν ἄλλων.
Αὐτά ἐκθέτει στόν εἰκοστό πέμπτο Ψαλμό του, πού συνετέθη πιθανῶς ὅταν ἐπανεστάτησε ἐναντίον του ὁ υἱός τοῦ ὁ Ἀβεσσαλώμ.
Σάν ἐπιστέγασμα δέ τῶν αἰσθημάτων τῆς καρδιᾶς του πρός τόν Κύριο ἀναφέρει τήν ἀγάπη του πρός τόν οἶκον τοῦ Κυρίου. Τήν ἀγάπη καί τήν ἐπιθυμία του νά εἶναι εὐπρεπής καί στολισμένος ὁ τόπος τῆς λατρείας Του. Ὁ τόπος ὅπου γινόταν αἰσθητή ἡ δόξα Του. «Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέττειαν οἴκου σου καί τόπον σκηνώματος δόξης σου», ψάλλει μέ εὐλάβεια (Ψαλμ. κε’ 8).
Ὅταν τά ἔλεγε αὐτά ὁ Δαβίδ, δέν εἶχε βέβαια κτισθῆ ἀκόμη ὁ περίφημος Ναός τῶν Ἱεροσολύμων, πού ἐκτίσθη ἀργότερα ἀπό τόν υἱόν του, τόν Σολομῶντα. Ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε ὑπ’ ὄψιν του, ἦταν ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου. Καί αὐτός ὅμως ὁ τόπος τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου ἦταν κατεσκευασμένος μέ πολλή λαμπρότητα. Ὁ ἴδιος ἄλλως τε ὁ Θεός εἶχε δώσει συγκεκριμένες ὁδηγίες στόν Μωυσῆ, γιά τό πῶς ἔπρεπε νά κατασκευασθῆ ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί κάθε ἐξάρτημά της. Ὅλα τά ὑλικά, πού ἐχρησιμοποιήθηκαν γιά τήν κατασκευή της, ἦταν τά τελειότερα τοῦ εἴδους των. Νήματα, ξύλα, χαλκός καί χρυσάφι δουλεύτηκαν ἀπό ἐπιδέξια χέρια, γιά νά συνθέσουν ἕνα ἀληθινό κομψοτέχνημα χάριν τοῦ Κυρίου. Ἕναν τόπον ἀντάξιο τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτόν λοιπόν τόν τόπο τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου τόν ἤθελε πάντοτε εὐτρεπισμένον καί φροντισμένον ὁ μακάριος Δαβίδ. Γιατί ἐπίστευε ὅτι ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσε ὁ Βασιλεύς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ὁ Δημιουργός καί Κυβερνήτης ὅλης τῆς κτίσεως.
Τήν ἴδια διάθεσι εἶχε ἔπειτα καί ὁ υἱός του, ὁ Σολομῶν, ἀλλά καί κατόπιν ὅλοι ἐκεῖνοι, πού, μέσα στήν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ πιά, φρόντιζαν νά οἰκοδομοῦν μεγαλοπρεπεῖς καί ἐπιβλητικούς τόπους λατρείας τοῦ Θεοῦ σάν τήν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, ἤ σάν τόν Ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης κ.λ.π.
Ἡ εὐπρέπεια βέβαια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι συνδεδεμένη ἀπαραιτήτως μέ τήν ἐξωτερική ἐπιβλητικότητα καί μεγαλοπρέπεια τοῦ οἰκοδομήματος. Καί ἕνα μικρότερο καί ἁπλούστερο οἰκοδόμημα, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀφιερωμένο στήν λατρεία τοῦ Κυρίου, πρέπει νά διακρίνεται πάντοτε διά τήν εὐπρέπειά του. Νά εἶναι δηλαδή καθαρό καί φροντισμένο, ἔστω κι ἄν εἶναι μικρό.
Τό ἐνδιαφέρον μας γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ φανερώνει τήν διάθεσι τῆς καρδιᾶς μας γιά τόν Ἴδιο τόν Θεό. Καί αὐτός εἶναι ὁ πιό σπουδαῖος λόγος, γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά φροντίζωμε καί νά συμβάλλωμε γιά τήν διακόσμησι, τήν ἁγιογράφησι καί τήν ἐμφάνισι γενικά τῶν ἱερῶν μας Ναῶν.
Θά πρέπη ὅμως νά προστεθῆ ὅτι ἡ εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ δέν ἐξαντλεῖται στούς τοίχους καί τά χρώματα καί στά ὑλικά μόνον καί ἐξωτερικά σκεύη. Ὅπως γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «εὐπρέπεια τοῦ οἴκου» εἶναι «οἱ διαπρέποντες ἐν τή Ἐκκλησίᾳ διά θεοσεβείας» (Ἐξήγ. εἰς κε’ Ψαλμ.). Πιό πάνω δηλαδή ἀπό τά στολισμένα ἄψυχα οἰκοδομήματα στέκουν οἱ Χριστιανοί, ποῦ ἐκκλησιάζονται μέσα σ’ αὐτά καί ποῦ πρέπει νά εἶναι στολισμένοι ὁπωσδήποτε μέ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ.
Τί ὠφελεῖ στ’ἀλήθεια νά εἶναι τέλειος καί στολισμένος ἕνας ναός καί νά μή τοῦ λείπη τίποτε, ὅταν ὄσοι ἐκκλησιάζονται σ’ αὐτόν δέν ἐκκλησιάζονται μέ τάξι καί εὐλάβεια καί σεβασμό; Καί ποιιό τό κέρδος, ὅταν προσφέρω μέν στόν Ναό χρήματα καί νά φροντίζω γιά τήν ἐξωτερική εὐπρέπειά του, τήν στιγμή πού ἀδιαφορῶ γιά τήν εὐπρέπεια τῆς συμπεριφορᾶς μου μέσα σ’ αὐτόν καί δέν ἀγωνίζομαι νά ζῶ ὅπως θέλει ὁ Κύριος, πού κατοικεῖ στό Ναό;
Χρειάζεται συμμετρικό ἐνδιαφέρον γιά τήν εὐπρέπει τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Καί γιά τά ἄψυχα δηλαδή καί γιά τά ἔμψυχα. Καί εἶναι ἀνάγκη νά διαφωτισθοῦμε ὅλοι οἱ πιστοί ἐπάνω στό σπυδαῖο καί βασικό αὐτό θέμα καί νά πα΄ρωμε τή σωστή θέσι, γιατί ἀπό αὐτό ἐξαρτᾶται ἡ καλή καί εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Θεό λατρεία μας.
Ἄν δείχνωμε τό σωστό καί ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον γιά τήν εὐπρέπεια τῶν ναῶν τοῦ Θεοῦ μας, θά ἑλκύωμε ἐπάνω μας τήν χάρι καί τήν εὐλογία Του. Ἡ δε ὡραία εὐχή, πού ἀπαγγέλλει ὁ κληρικός στό τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας· "Ἁγίασον τούς ἀγαπῶντας τήν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου σου· Σύ αὐτούς ἀντιδόξασον τῇ θεϊκῇ Σου δυνάμει"θά ἰσχύη, ἀδελφέ μου, στ’ ἀλήθεια καί γιά μᾶς." ( Ἀπό τό περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ", τόμος 1984, σ.59).