ΚΕΦΑΛΑΙΟ 71

Τετάρτη 24  Μαρτίου 2010

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 71

Γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεότητα τοῦ Λόγου παρέμεινε ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ στὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, καὶ ὅτι ἡ ὑπόσταση παρέμεινε μία.

    Ἐπειδὴ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος –«διότι δὲν ἔκαμε  ἁμαρτία, αὐτὸς ποὺ σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, οὔτε εἶχε δολιότητα  στὸ στόμα του»– δὲν ἐπρόκειτο νὰ γνωρίσει θάνατο,  διότι ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὸν κόσμο μὲ τὴν ἁμαρτία.  Πεθαίνει ὅμως, διότι ἀναδέχεται τὸ θάνατο γιὰ χάρη μας καὶ προσφέρει  τὸν ἑαυτὸ τοῦ θυσία στὸν Πατέρα του γιὰ μᾶς. Διότι ἁμαρτήσαμε  ἀπέναντι στὸν Πατέρα καὶ ἔτσι αὐτὸς ἔπρεπε νὰ δεχθεῖ τὸ λύτρο μας,  γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν καταδίκη μας· διότι δὲν ἦταν δυνατὸ  ὁ τύραννος (διάβολος) νὰ δεχθεῖ τὸ αἷμα τοῦ Δεσπότου. Πλησιάζει, λοιπόν,  ὁ θάνατος καὶ ἀφοῦ κατάπιε τὸ δόλωμα τοῦ σώματος μὲ τὸ ἀγκίστρι της  θεότητος, σουβλίζεται· ἀφοῦ γεύτηκε τὸ ἀναμάρτητο καὶ ζωοποιὸ σῶμα,  ἐξοντώνεται καὶ ἐλευθερώνει ὅλους αὐτοὺς ποὺ παλαιὰ εἶχε καταπιεῖ.  Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σκοτάδι διαλύεται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ φωτός,  ἔτσι καὶ ἡ φθορὰ μὲ τὴν ἔλευση τῆς ζωῆς χάνεται, καὶ ἡ ζωὴ ἐπικρατεῖ  παντοῦ, ἐνῶ ἡ φθορὰ μένει σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν προξενεῖ.  Ἂν καὶ πέθανε σὰν ἄνθρωπος καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ χωρίστηκε ἀπὸ τὸ ἀμόλυντο σῶμα του, ἡ θεότητά του ὅμως παρέμεινε ἀχώριστη  καὶ ἀπὸ τὰ δυό, ἐννοῶ τὴ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα,  καὶ ἔτσι οὔτε ἡ μία ὑπόστασή του διαιρέθηκε σὲ δυὸ ὑποστάσεις.  Διότι καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ συγχρόνως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπέκτησαν  τὴν ὕπαρξή τους μέσα στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου· καὶ μὲ τὸ θάνατο,  ἂν καὶ χωρίστηκαν μεταξύ τους, τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ ἔμεινε στὴν μία  ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἑπομένως, ἡ μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου  ἀποτελοῦσε τὴν ὑπόσταση τῆς ψυχής καὶ τοῦ σώματος τοῦ Λόγου.  Διότι ποτὲ ἡ ψυχὴ οὔτε τὸ σῶμα εἶχαν ξεχωριστὴ ὑπόσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν  ὑπόσταση τοῦ Λόγου· ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου πάντοτε ἦταν μία,  καὶ ποτὲ δυό. Ἑπομένως, πάντοτε ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία.  Διότι, ἂν καὶ ἡ ψυχὴ εἶχε χωριστεῖ τοπικὰ ἀπὸ τὸ σῶμα,  παρ’ ὂλ’ αὐτὰ ἦταν ἑνωμένη ὑποστατικὰ μὲ τὸ Λόγο.

    Ἐπειδὴ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος –«διότι δὲν ἔκαμε  ἁμαρτία, αὐτὸς ποὺ σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, οὔτε εἶχε δολιότητα  στὸ στόμα του»– δὲν ἐπρόκειτο νὰ γνωρίσει θάνατο,  διότι ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὸν κόσμο μὲ τὴν ἁμαρτία.  Πεθαίνει ὅμως, διότι ἀναδέχεται τὸ θάνατο γιὰ χάρη μας καὶ προσφέρει  τὸν ἑαυτὸ τοῦ θυσία στὸν Πατέρα του γιὰ μᾶς. Διότι ἁμαρτήσαμε  ἀπέναντι στὸν Πατέρα καὶ ἔτσι αὐτὸς ἔπρεπε νὰ δεχθεῖ τὸ λύτρο μας,  γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν καταδίκη μας· διότι δὲν ἦταν δυνατὸ  ὁ τύραννος (διάβολος) νὰ δεχθεῖ τὸ αἷμα τοῦ Δεσπότου. Πλησιάζει, λοιπόν,  ὁ θάνατος καὶ ἀφοῦ κατάπιε τὸ δόλωμα τοῦ σώματος μὲ τὸ ἀγκίστρι της  θεότητος, σουβλίζεται· ἀφοῦ γεύτηκε τὸ ἀναμάρτητο καὶ ζωοποιὸ σῶμα,  ἐξοντώνεται καὶ ἐλευθερώνει ὅλους αὐτοὺς ποὺ παλαιὰ εἶχε καταπιεῖ.  Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σκοτάδι διαλύεται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ φωτός,  ἔτσι καὶ ἡ φθορὰ μὲ τὴν ἔλευση τῆς ζωῆς χάνεται, καὶ ἡ ζωὴ ἐπικρατεῖ  παντοῦ, ἐνῶ ἡ φθορὰ μένει σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν προξενεῖ.  Ἂν καὶ πέθανε σὰν ἄνθρωπος καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ χωρίστηκε ἀπὸ τὸ ἀμόλυντο σῶμα του, ἡ θεότητά του ὅμως παρέμεινε ἀχώριστη  καὶ ἀπὸ τὰ δυό, ἐννοῶ τὴ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα,  καὶ ἔτσι οὔτε ἡ μία ὑπόστασή του διαιρέθηκε σὲ δυὸ ὑποστάσεις.  Διότι καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ συγχρόνως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπέκτησαν  τὴν ὕπαρξή τους μέσα στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου· καὶ μὲ τὸ θάνατο,  ἂν καὶ χωρίστηκαν μεταξύ τους, τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ ἔμεινε στὴν μία  ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἑπομένως, ἡ μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου  ἀποτελοῦσε τὴν ὑπόσταση τῆς ψυχής καὶ τοῦ σώματος τοῦ Λόγου.  Διότι ποτὲ ἡ ψυχὴ οὔτε τὸ σῶμα εἶχαν ξεχωριστὴ ὑπόσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν  ὑπόσταση τοῦ Λόγου· ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου πάντοτε ἦταν μία,  καὶ ποτὲ δυό. Ἑπομένως, πάντοτε ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία.  Διότι, ἂν καὶ ἡ ψυχὴ εἶχε χωριστεῖ τοπικὰ ἀπὸ τὸ σῶμα,  παρ’ ὂλ’ αὐτὰ ἦταν ἑνωμένη ὑποστατικὰ μὲ τὸ Λόγο.