ΚΕΦΑΛΑΙΟ 77

Κυριακή 28  Μαρτίου 2010

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 77

Γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς καὶ ὄχι ὁ Πατέρας ἢ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα  καὶ τί πέτυχε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του.

    Ὁ Πατέρας εἶναι Πατέρας καὶ ὄχι Υἱός. Ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς καὶ ὄχι Πατέρας.  Τὸ Πνεῦμα εἶναι Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὄχι Πατέρας ἢ Υἱός· διότι ἡ ἰδιότητα  δὲν ἀλλάζει. Καὶ πὼς θὰ ἦταν προσωπικὴ ἰδιότητα, ἐὰν ἄλλαζε  καὶ μεταβαλόταν; Γι’ αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου, γιὰ νὰ  παραμένει ἀμετάβλητη ἡ ἰδιότητα· ὄντας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ υἱὸς  ἀνθρώπου, μὲ τὴ σάρκωσή του ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, καὶ δὲν ἔχασε  τὴν προσωπική του ἰδιότητα.  Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ χαρίσει στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ  γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔπλασε· διότι τὸν ἔκαμε σύμφωνα μὲ τὴ δική Του εἰκόνα,  νὰ ἔχει νοῦ, νὰ εἶναι αὐτεξούσιος καὶ ὅμοιος μαζί Του,  δηλαδὴ τέλειος στὶς ἀρετές, ὅσο εἶναι ἐφικτὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση· διότι  αὐτὲς ὑπάρχουν σὰν γνωρίσματα τῆς θείας φύσεως· δηλαδή, ἡ ἀμεριμνησία,  ἡ ἀταραξία, ἡ ἀκεραιότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ σοφία, ἡ δικαιοσύνη,  ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάθε κακία. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο σὲ κοινωνία  μαζί Του –«διότι τὸν ἔπλασε μὲ σκοπὸ νὰ μείνει ἄφθαρτος»–,  τὸν ὁδήγησε μὲ τὴν κοινωνία τῆς φύσεώς του στὴν ἀφθαρσία.  Ἐπειδὴ ὅμως μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς μαυρίσαμε καὶ ξεθωριάσαμε  τὰ γνωρίσματα τῆς θείας εἰκόνος καὶ πέφτοντας στὴν κακία ἀποξενωθήκαμε  ἀπὸ τὴν ἐπαφή μας μὲ τὸ Θεὸ –«διότι ποιὰ ἐπικοινωνία ὑπάρχει τοῦ φωτὸς  μὲ τὸ σκοτάδι;»–, βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὑποκύψαμε στὴ φθορὰ  τοῦ θανάτου. Ἐπειδή μας μετάδωσε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ διατηρήσαμε,  μετέχει ὁ ἴδιος στὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴ φύση μας, ὥστε στὸ πρόσωπό του  καὶ μέσω τοῦ ἐαυτοῦ του νὰ ἀνανεώσει τὸ κατ’ εἰκόνα  καὶ καθ’ ὁμοίωση· νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἐνάρετη ζωὴ καὶ μέσω τοῦ ἐαυτοῦ του  νὰ τὴν καταστήσει γιὰ μᾶς εὔκολη νὰ τὴ διαβοῦμε· μὲ τὴν κοινωνία τῆς δικῆς  τοῦ ζωῆς νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ νὰ γίνει ἡ πρώτη ἀρχὴ  τῆς ἀναστάσεώς μας· νὰ ξανακατασκευάσει τὸ ἄχρηστο καὶ θρυμματισμένο  σκεῦος, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν τυρρανία τοῦ διαβόλου,  ἀφοῦ μας κάλεσε στὴ θεογνωσία· νὰ μᾶς ἐνδυναμώσει καὶ ἐκπαιδεύσει  μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωση νὰ καταπολεμᾶμε τὸν τύραννο.  Ἡ δαιμονική, λοιπόν, θρησκεία καταργήθηκε· ἡ δημιουργία ἐξαγιάστηκε  μὲ τὸ θεῖο αἷμα· οἱ βωμοὶ καὶ οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων καταστράφηκαν,  ἡ θεογνωσία φυτεύθηκε, ἡ ὁμοούσια Τριάδα καὶ ἄκτιστη θεότητα, ὁ ἕνας  Θεὸς καὶ Κύριος, ὁ δημιουργός του σύμπαντος, εἶναι αὐτὸς ποὺ λατρεύεται·  οἱ ἀρετὲς καλλιεργοῦνται, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ἔδωσε ὡς δῶρο  τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, οἱ δαίμονες τρέμουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πρὶν  τοὺς εἶχαν ὑποχείριους· καὶ τὸ πιὸ θαυμαστό, ὅλα αὐτὰ τὰ κατόρθωσαν ὁ σταυρός, τὰ πάθη καὶ ὁ θάνατος. Σ’ ὅλη τὴ γῆ τὸ Εὐαγγέλιο  τῆς θείας γνώσεως κηρύχθηκε χωρὶς νὰ νικήσει τοὺς ἐχθροὺς  μὲ πόλεμο, μὲ ὅπλα καὶ στρατό· ἀλλά, λίγοι ἀδύνατοι,  ἀγράμματοι, κυνηγημένοι, βασανισμένοι, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τοὺς κήρυξαν  τὸν σταυρωμένο καὶ θανατωμένο στὴ σάρκα (Χριστό) καὶ κατατρόπωσαν  τοὺς σοφοὺς καὶ ἰσχυρούς· διότι ἡ πανίσχυρη δύναμη τοῦ σταυρωμένου  τοὺς συνόδευε πάντοτε. Ὁ θάνατος, ποὺ πρωτύτερα προκαλοῦσε πάρα πολὺ  φόβο, νικήθηκε καὶ προτιμᾶται τώρα ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὸς ποὺ πρὶν ἦταν  ἀποκρουστικὸς καὶ μισητός. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῆς παρουσίας  τοῦ Χριστοῦ, τὰ γνωρίσματα τῆς δυνάμεώς του.
      Δὲν μᾶς ἔσωσε ὅπως μὲ τὸν Μωϋσῆ πού, διαιρώντας τὴ θάλασσα, ἔβγαλε  ἕνα λαὸ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ δουλεία τοῦ Φαραώ, ἀλλὰ καλύτερα,  ἔσωσε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ τὸν σκληρὸ  δυνάστη τῆς ἁμαρτίας· δὲν μᾶς ὁδήγησε μὲ τὴ βία στὴν ἀρετή,  δὲν σκέπασε μὲ χῶμα οὔτε μας ἔκαψε μὲ τὴ φωτιὰ οὔτε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πετροβολοῦν τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ μὲ πραότητα καὶ μακροθυμία, πείθει  τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐκλέγουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ συναγωνίζονται στοὺς κόπους  γι’ αὐτὴν καὶ νὰ εὐχαριστοῦνται. Διότι προηγουμένως, ὅταν ἁμάρταναν,  βασανιζόταν καὶ ἀκόμη προσηλώνονταν στὴν ἁμαρτία, καὶ αὐτὴ ἦταν  ὁ Θεὸς τους· τώρα ὅμως προτιμοῦν γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας καί της  ἀρετῆς τὰ βασανιστήρια, τὶς στρεβλώσεις καὶ τὸ θάνατο.  Εὖγε, Χριστέ, Λόγε τοῦ Θεοῦ, σοφία καὶ δύναμη καὶ παντοκράτορα Θεέ!  Τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσουμε, ἐμεῖς οἱ φτωχούληδες, γιὰ ὅλα αὐτά;  Δικά σου εἶναι ὅλα, καὶ τίποτε δὲν ζητᾶς ἀπό μας παρὰ μόνον τὴ σωτηρία μας·  ὁ ἴδιος μας τὴ χαρίζεις καί, ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη καλωσύνη σου, αἰσθάνεσαι  εὐγνωμοσύνη σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴ δέχονται! Σὲ σένα ἀνήκει ἡ εὐγνωμοσύνη,  πού μας χαρίζεις τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωή· ἀκόμη κι ὅταν  ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ αὐτήν, μᾶς ἐπανέφερες μὲ τὴν ἀνέκφραστη  συγκατάβασή σου.