ΚΕΦΑΛΑΙΟ 64

Πέμπτη 18  Μαρτίου 2010

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 64

Γιὰ τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη.

      Πιστεύουμε ἀκόμη ὅτι (ὁ Χριστός) πῆρε ὅλα τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα  (ἄμεμπτα) πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Διότι προσέλαβε ὅλο τὸν ἄνθρωπο  καὶ ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Διότι αὐτὴ  δὲν εἶναι φυσικὸ πράγμα οὔτε ὁ Δημιουργὸς τὴν ἔσπειρε μέσα μας, ἀλλὰ  τὴν ἀποκτήσαμε θεληματικᾶ μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαβόλου στὴν προαίρεση  μᾶς, χωρὶς νὰ κυριαρχεῖ πάνω μας μὲ βία. Φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη  εἶναι αὐτὰ ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θέλησή μας· ὅσα εἰσῆλθαν στὴν  ἀνθρώπινη ζωή μας ἐξαιτίας τῆς καταδίκης λόγω τῆς παραβάσεώς μας·  γιὰ παράδειγμα ἡ πείνα, ἡ δίψα, ὁ κόπος, ὁ πόνος, τὰ δάκρυα, ἡ φθορά,  ἡ ἀποφυγὴ τοῦ θανάτου, ἡ δειλία, ἡ ἀγωνία (ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται οἱ  ἱδρῶτες καὶ οἱ θρόμβοι τοῦ αἵματος), ἡ βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἐξαιτίας  τῆς ἀδύναμης φύσεώς μας καὶ τὰ παρόμοια, τὰ ὁποία ὑπάρχουν μέσα σὲ κάθε  ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φύση του.
    Ὅλα, λοιπόν, τὰ προσέλαβε, γιὰ νὰ τ’ ἁγιάσει ὅλα. Δοκίμασε τοὺς πειρασμοὺς  καὶ νίκησε, γιὰ νὰ κερδίσει τὴ νίκη γιὰ λογαριασμό μας· νὰ δώσει τὴ δύναμη  στὴ φύση μας νὰ νικᾶ τὸν ἀντίπαλο, ὥστε ἡ φύση ποὺ παλαιὰ μὲ τὶς  προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ νικήθηκε, μὲ αὐτὲς νὰ νικήσει τὸν παλαιὸ ἀντίπαλο.  Ὁ πονηρός, λοιπόν, τοῦ ἔκανε (τοῦ Χριστοῦ) ἐπίθεση ἀπέξω, ὄχι μὲ  λογισμούς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸν Ἀδάμ· καὶ σ’ ἐκεῖνον ἐπιτέθηκε ὄχι  μὲ λογισμούς, ἀλλὰ μέσω τοῦ φιδιοῦ. Ὁ Κύριος βέβαια ἀπέκρουσε τὴν  ἐπίθεση καὶ τὴ διέλυσε σὰν καπνό, ὥστε τὰ πάθη ποὺ τὸν προσέβαλαν  καὶ τὰ κατανίκησε, νὰ γίνουν κι ἀπό μας εὐκολονίκητα καὶ ἔτσι  ὁ νέος Ἀδὰμ (ὁ Χριστός) νὰ σώσει πάλι τὸν παλαιὸ (Ἀδάμ).  Ὁπωσδήποτε τὰ φυσικά μας πάθη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν σύμφωνα  μὲ τὴ φύση καὶ πάνω ἀπ’ αὐτήν. Κινοῦνταν σύμφωνα μὲ τὴ φύση μέσα του,  ὅταν ἐπέτρεπε στὴ σάρκα νὰ παθαίνει τὰ δικά της. Κινοῦνταν πάλι πάνω ἀπὸ  τὴ φύση, ὅταν τὰ φυσικὰ δὲν προηγοῦνταν ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Κυρίου. Διότι  σ’ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ ὅλα ἦταν θεληματικᾶ· ἤθελε  καὶ πείνασε, ἤθελε καὶ δίψασε, ἤθελε καὶ δείλιασε, ἤθελε καὶ πέθανε.

Πιστεύουμε ἀκόμη ὅτι (ὁ Χριστός) πῆρε ὅλα τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα  (ἄμεμπτα) πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Διότι προσέλαβε ὅλο τὸν ἄνθρωπο  καὶ ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Διότι αὐτὴ  δὲν εἶναι φυσικὸ πράγμα οὔτε ὁ Δημιουργὸς τὴν ἔσπειρε μέσα μας, ἀλλὰ  τὴν ἀποκτήσαμε θεληματικᾶ μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαβόλου στὴν προαίρεση  μᾶς, χωρὶς νὰ κυριαρχεῖ πάνω μας μὲ βία. Φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη  εἶναι αὐτὰ ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θέλησή μας· ὅσα εἰσῆλθαν στὴν  ἀνθρώπινη ζωή μας ἐξαιτίας τῆς καταδίκης λόγω τῆς παραβάσεώς μας·  γιὰ παράδειγμα ἡ πείνα, ἡ δίψα, ὁ κόπος, ὁ πόνος, τὰ δάκρυα, ἡ φθορά,  ἡ ἀποφυγὴ τοῦ θανάτου, ἡ δειλία, ἡ ἀγωνία (ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται οἱ  ἱδρῶτες καὶ οἱ θρόμβοι τοῦ αἵματος), ἡ βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἐξαιτίας  τῆς ἀδύναμης φύσεώς μας καὶ τὰ παρόμοια, τὰ ὁποία ὑπάρχουν μέσα σὲ κάθε  ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φύση του.
    Ὅλα, λοιπόν, τὰ προσέλαβε, γιὰ νὰ τ’ ἁγιάσει ὅλα. Δοκίμασε τοὺς πειρασμοὺς  καὶ νίκησε, γιὰ νὰ κερδίσει τὴ νίκη γιὰ λογαριασμό μας· νὰ δώσει τὴ δύναμη  στὴ φύση μας νὰ νικᾶ τὸν ἀντίπαλο, ὥστε ἡ φύση ποὺ παλαιὰ μὲ τὶς  προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ νικήθηκε, μὲ αὐτὲς νὰ νικήσει τὸν παλαιὸ ἀντίπαλο.  Ὁ πονηρός, λοιπόν, τοῦ ἔκανε (τοῦ Χριστοῦ) ἐπίθεση ἀπέξω, ὄχι μὲ  λογισμούς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸν Ἀδάμ· καὶ σ’ ἐκεῖνον ἐπιτέθηκε ὄχι  μὲ λογισμούς, ἀλλὰ μέσω τοῦ φιδιοῦ. Ὁ Κύριος βέβαια ἀπέκρουσε τὴν  ἐπίθεση καὶ τὴ διέλυσε σὰν καπνό, ὥστε τὰ πάθη ποὺ τὸν προσέβαλαν  καὶ τὰ κατανίκησε, νὰ γίνουν κι ἀπό μας εὐκολονίκητα καὶ ἔτσι  ὁ νέος Ἀδὰμ (ὁ Χριστός) νὰ σώσει πάλι τὸν παλαιὸ (Ἀδάμ).  Ὁπωσδήποτε τὰ φυσικά μας πάθη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν σύμφωνα  μὲ τὴ φύση καὶ πάνω ἀπ’ αὐτήν. Κινοῦνταν σύμφωνα μὲ τὴ φύση μέσα του,  ὅταν ἐπέτρεπε στὴ σάρκα νὰ παθαίνει τὰ δικά της. Κινοῦνταν πάλι πάνω ἀπὸ  τὴ φύση, ὅταν τὰ φυσικὰ δὲν προηγοῦνταν ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Κυρίου. Διότι  σ’ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ ὅλα ἦταν θεληματικᾶ· ἤθελε  καὶ πείνασε, ἤθελε καὶ δίψασε, ἤθελε καὶ δείλιασε, ἤθελε καὶ πέθανε.