Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 68
Γιὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου.
Προσευχὴ εἶναι ἡ ἀνάβαση τοῦ νοῦ πρὸς τὸ Θεὸ ἢ ἡ ζήτηση ἀπὸ τὸ Θεὸ τῶν ἀναγκαίων. Πῶς, λοιπόν, ὁ Κύριος προσευχόταν γιὰ τὸ Λάζαρο ἢ στὴν περίπτωση τοῦ πάθους του; Διότι ὁ ἅγιος νοῦ του δὲν εἶχε ἀνάγκη ν’ ἀνέβει πρὸς τὸ Θεό, ἐφόσον ἦταν ὑποστατικὰ ἑνωμένος μὲ τὸ Θεὸ Λόγο, οὔτε χρειαζόταν νὰ ζητήσει κάτι –διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας–· προσευχόταν ὅμως, ἐπειδὴ ἔκανε δικό του τὸ δικό μας πρόσωπο καὶ προσάρμοζε τὸν ἑαυτὸ τοῦ στὸ δικό μας τύπο· γινόταν γιὰ μᾶς παράδειγμα καὶ μᾶς δίδασκε νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ν’ ἀπευθυνόμαστε σ’ αὐτόν· καὶ μὲ τὸν ἅγιο νοῦ τού μας ἔδειχνε τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀνάβασή μας πρὸς τὸ Θεό.
Ὅπως, δηλαδή, ὑπέμεινε τὰ πάθη χαρίζοντας σὲ μᾶς τὴν νίκη ἐναντίον τους, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ προσεύχεται, ἀνοίγοντας, ὅπως εἶπα, τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀνάβασή μας πρὸς τὸ Θεό· πλήρωσε γιὰ χάρη μας κάθε χρέος, ὅπως εἶπε στὸν Ἰωάννη, καὶ μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Πατέρα του, τὸν ὁποῖο τιμᾶ καὶ προβάλλει ὡς ἀρχὴ καὶ αἴτιο τοῦ ἐαυτοῦ του, καὶ δείχνει ὅτι δὲν εἶναι ἀντίθετός του. Διότι, ὅταν ἔλεγε στὸ Λάζαρο: «Πατέρα μου, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες. Ἐγὼ βέβαια γνώριζα ὅτι πάντοτε μ’ ἀκοῦς, ἀλλὰ τὸ εἶπα γιὰ τὸν λαὸ ποὺ παρίσταται, ὥστε νὰ γνωρίζουν ὅτι εἶμαι ὁ ἀπεσταλμένος σου»· μ’ αὐτὰ τὰ λόγια δὲν καθιστοῦσε ὁλοφάνερο ὅτι αὐτὰ τὰ εἶπε, ἐπειδὴ τιμοῦσε τὸν Πατέρα τοῦ ὡς ἀρχὴ καὶ αἰτία τῆς ὑπάρξεώς του καὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξει ὅτι δὲν εἶναι ἀντίθετος μὲ τὸ Θεό;
Καὶ ὅταν ἔλεγε: «Πατέρα μου, ἐὰν εἶναι δυνατόν, ἄς μὴ δοκιμάσω αὐτὸ τὸ ποτήρι· ὅμως ἂς μὴ γίνει ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὅπως ἐσὺ θέλεις», δὲν εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι μας διδάσκει στοὺς πειρασμοὺς νὰ ζητᾶμε βοήθεια μόνο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ προτιμᾶμε τὸ θεῖο θέλημα ἀπὸ τὸ δικό μας; Δὲν δείχνει ἀκόμη ὅτι πράγματι ἔκανε δικά του τὰ γνωρίσματα τῆς φύσεως μᾶς καὶ ὅτι ἀληθινὰ ἀπέκτησε δυὸ φυσικὰ θελήματα καὶ ἀντίστοιχα τῶν φύσεών του, ἀλλὰ ὄχι ἀντίθετα; «Πατέρα μου, ἐὰν εἶναι δυνατόν»», λέει· τὸ λέει σὰν ὁμοούσιος, ὄχι ἐπειδὴ ἔχει ἄγνοια διότι τί εἶναι ἀδύνατο στὸ Θεό;, ἀλλά μας παιδαγωγεῖ νὰ προτιμᾶμε τὸ θεῖο καὶ ὄχι τὸ δικό μας θέλημα· διότι ἀδύνατο εἶναι μόνον ὅ,τι ὁ Θεὸς δὲν θέλει, καὶ οὔτε τὸ ἐπιτρέπει. «Ὅμως, ἄς μὴ γίνει ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὅπως ἐσύ»· ὡς Θεός, δηλαδή, ἔχει τὸν ἴδιο τὸ σκοπὸ μὲ τὸν Πατέρα, ἐνῶ ὡς ἄνθρωπος παρουσιάζει μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα· διότι αὐτὸ (τὸ ἀνθρώπινο θέλημα) ζητεῖ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ν’ ἀποφύγει τὸ θάνατο.
Ἡ φράση πάλι «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;» δείχνει ὅτι ἔκανε δικό του τὸ δικό μας πρόσωπο. Διότι, οὔτε ὁ Πατέρας εἶναι Θεός του, ἐκτὸς ἐὰν συγκαταλεχθεῖ μεταξύ μας, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸ ποὺ βλέπουμε χωριστεῖ ἀπὸ τὸ νόημά του μὲ ἀμυδρὲς φαντασίες τοῦ νοῦ· οὔτε πάλι ἐκεῖνος ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὴ θεότητά του, ἀλλὰ ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἐγκαταλειμένοι καὶ περιφρονημένοι. Ἑπομένως, ἔκανε αὐτὴ τὴν προσευχὴ διότι ἔκανε δικὴ
τοῦ τὴ φύση μας.