Ψαλμ. κθ΄6

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ θελήματι αὐτοῦ· τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Δοξολογήσατέ τον, διότι ναί μέν ἐν τῇ ἐκσπάσει τῆς ἐσωτερικῆς ἀγανακτήσεώς του ἐκδηλοῦται ἡ ὀργή ὡς τιμωρία κατά τῶν ἀσεβῶν, ἀλλά καί ἐκ τοῦ θελήματός του καί τῆς εὐσπλαγχνίας του χορηγεῖται ζωή καί ἔλεος εἰς τούς ἀγαπῶντας αὐτόν. Ἐνῶ ὅμως τό ἑσπέρας συνδιανυκτερεύει μαζί μας ὡς διαβαίνων ἐπισκέπτης μας ὁ κλαυθμός, ὁ Κύριος δέχεται τό δάκρυον τῆς μετανοίας μας, καί τό πρωῒ μέ τήν ἀνατολήν τοῦ ἡλίου μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ ἀγαλλίασις» (Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ.10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    "Εἶχε περάσει, φαίνεται, κάποια πολύ σοβαρή ἀρρώστια κάποτε ὁ Δαβίδ. Γιά νά ἐκφράση λοιπόν τήν εὐγνωμοσύνη του στόν Κύριο γιά τήν θεραπεία, συνέθεσε τόν εἰκοστό ἔνατο Ψαλμό.
    Στόν Ψαλμό του αὐτό κάνει λόγο γιά τόν πόνο καί τήν λύπη, πού δοκίμασε κατά τό διάστημα τῆς ἀσθενείας του, καί γιά τήν χαρά καί ἀγαλλίασι, πού ἐνοίωσε, ὅταν τελείως ὑγιής καί πάλι ἄρχιζε τίς ἐργασίες του.
    Χρησιμοποιεῖ μάλιστα καί ἕνα πολύ ὡραῖο σχῆμα λόγου, γιά νά παρουσιάση αὐτή τήν ἀντικατάστασι τῆς θλίψεως ἀπό τήν εὐφροσύνη. «Τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός καί εἰς τό πρωί ἀγαλλίασις», λέει ὅλος χαρά (Ψαλμ. κθ’ 6). Σάν νά ἦταν δηλαδή ἡ δοκιμασία μου μιά νύχτα, πού πέρασε καί μέ τό γλυκοχάραγμα τῆς ἄλλης μέρας ἔφυγε γρήγορα δίνοντας τήν θέσι της στήν χαρά.
    Στά λόγια αὐτά τοῦ εὐλογημένου Δαβίδ ἔχουν δοθῆ πολλές ἑρμηνεῖες. Ἄλλοι, μέ πρῶτο τόν Μέγα Βασίλειο, εἶπαν ὅτι ἀναφέρονται στήν Ταφή καί τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Πόνεσαν γιά λίγο οἱ ἱεροί Μαθηταί, «ὅτε ἔβλεπον αὐτόν ἐπί τοῦ σταυροῦ κρεμάμενον» (Ὁμ. εἰς κθ’ Ψαλμ.). Σύντομα ὅμως γέμισαν χαρά μέ τήν Ἀνάστασι. Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα σημειώνει ὅτι ὁ στίχος αὐτός μπορεῖ νά ἐννοῆ καί τήν χαρά τῆς αἰωνίου βασιλείας, πού θά δοθῆ σ’ ὅσους ἐδῶ στή γῆ «ἀποκλαίουσι τάς ἑαυτῶν ἁμαρτίας». Ἄλλοι, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἐθεώρησαν ὅτι σημαίνει τήν ἀγαλλίασι, πού χαρίζει «ταχέως ἡ μετάνοια» σ’ αὐτόν, πού λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες του καί καταφεύγει μετανοημένος στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ (Ἐξηγ. εἰς κθ’ Ψαλμ.).
    Ὅλες αὐτές οἱ ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι θεοφώτιστες καί σωστότατες. Ὅποια καί νά ἀκολουθήσωμε, ἔχουμε νά ὠφεληθοῦμε καί νά ἐνισχυθοῦμε ψυχικά πολύ.
    Ἄν προσέξωμε ὅμως καλύτερα, θά δοῦμε ὅτι τόσο τό θεόπνευστο κείμενο, ὅσο καί οἱ διάφορες ἑρμηνεῖες του ἔχουν ἕνα κοινό σημεῖο. Ὅτι ἡ λύπη, τό πένθος καί ὁ πόνος γενικά δέν εἶναι μόνιμη κατά-στάσι. Μοιάζει, ὅπως σημειώνουν νεώτεροι ἑρμηνευταί, «ὡς διαβαίνων ἐπισκέπτης», σάν «ὁδοιπόρος φιλοξενούμενος διά μίαν νύκτα». Φεύγει γρήγορα καί ἀντικαθίσταται ἀπό τήν χαρά. Καί σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό κοινό σημεῖο ἀξίζει νά δώσουμε ξεχωριστή προσοχή, γιατί μᾶς προσφέρει μήνυμα σπουδαῖο γιά τήν ζωή μας.
    Δέν λέμε ἀσφαλῶς κάτι πρωτάκουστο, ἄν σημειώσουμε ὅτι ὁ πόνος καί ὁ σωματικός καί ὁ ψυχικός εἶναι μία πραγματικότητα στή ζωή μας ἀπό τίς πιό συχνές. Ἀρρώστιες δικές μας καί τῶν συγγενῶν μας. Δυσκολίες στήν ἐργασία. Βάσανα οἰκογενειακά. Ἀδικίες καί κατατρεγμοί. Θάνατοι πρόωροι καί ἐπώδυνοι. Καί ἕνα πλῆθος ἄλλο ψυχικῶν ταλαιπωριῶν χρωματίζουν τήν ζωή μας ἐδῶ στόν κόσμο, πού πολύ ὡραία ἔχει ὀνομασθῆ «κοιλάς κλαυθμῶνος». Τά δάκρυα δέν λείπουν ποτέ. Δέν ὑπάρχει μέρα, πού νά μή κλάψη κανείς ἄνθρωπος στή γῆ. Κάποιος, ἤ κάποιοι, ἤ καλύτερα πολλοί ἀφήνουν τόν πόνο τῆς καρδιᾶς τους νά ξεχυθῆ ἀπό τίς κόγχες τῶν βουρκωμένων ματιῶν τους.
    Καί αὐτός ὁ κάποιος, ἀδελφέ μου, δέν ἀποκλείεται νά εἶσαι ἐσύ ἤ ἐγώ. Ἤ μᾶλλον σήμερα μπορεῖ νά εἶμαι ἐγώ καί αὔριο ἐσύ. Ὅλοι μας πονοῦμε. Εἶναι κλῆρος μας πιά ὁ πόνος μετά τήν πτῶσι ἐκείνη τῶν πρωτοπλάστων, πού ἄνοιξε τήν πόρτα στήν φοβερή εἰσβολή τῆς ἁμαρτίας.
    Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι κάθε μας θλῖψι εἶναι προσωρινή. Φεύγει γρήγορα. Μοιάζει μέ μικρό σύννεφο, πού διαλύεται μόλις πέσουν ἐπάνω του οἱ φωτόλουστες ἀκτῖνες. Εἶναι «νεφύδριον», ὅπως ἔλεγε καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅταν τόν ἐξώριζαν, καί περνᾶ γρήγορα. Φεύγει καί γίνεται πάλι ξαστεριά στόν οὐρανό μας.
     Δέν πρέπει λοιπόν ν’ ἀπελπιζώμαστε ποτέ. Γιατί τότε θά μοιάζουμε σάν ἐκεῖνον πού, ὅταν εἶναι νύχτα, νομίζει ὅτι δέν θά ξημερώση ποτέ. Πρᾶγμα παράλογο.
     Ἄλλως τε οἱ πιστοί δέν πρέτιει νά λησμονοῦμε ὅτι καί στίς ὧρες τῆς θλίψεως ἔχουμε μαζί μας ἐνισχυτή καί παρηγορητή μας τόν Κύριο, πρᾶγμα πού κάνει ἐλαφρότερο τόν πόνο μας. Ἐπί πλέον πρέπει νά ἔχωμε ὕπ’ ὄψι μας καί τό ὅτι γιά τούς πιστούς ἀνθρώπους δέν διαρκεῖ πολύ ὁ πόνος. Διαρκεῖ τό πολύ – πολύ ὅσο διαρκεῖ ἡ ἐπίγειος ζωή. Τί εἶναι ὅμως τά ἑβδομῆντα ἤ ἑκατό ἔστω χρόνια τῆς ζωῆς αὐτῆς ἐμπρός στήν ἀτελείωτη χαρά τῆς αἰωνιότητος, πού μᾶς περιμένει;
     Μόνο μιά περίπτωσι διαιωνίσεως καί μονίμου καταστάσεως τοῦ πόνου ὑπάρχει. Καί αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν θλῖψι, πού προέρχεται ἀπό τήν ἀμετανοησία καί τήν πεισματική ἐπιμονή στήν ἀσέβεια καί ἁμαρτωλή ζωή.  Ἄν κάποιος δηλαδή πεθάνη ἀμετανόητος καί χωρισμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε θά πονάη καί θά θλίβεται ἀσταμάτητα. Καμμιά ἐλπίδα ἀντικαταστάσεως τοῦ πόνου του ἀπό τήν χαρά δέν θά τόν φωτίζη. Θά βασανίζεται διαρκῶς στό «πῦρ τό ἄσβεστον» (Μάρκ. θ’ 43).
     Ἀπό αὐτόν τόν ἀτελείωτο πόνο ἄς μᾶς γλυτώση ὁ Θεός, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα. Ὅσο γιά τόν ἐδῶ πόνο, τό εἴπαμε: Εἶναι προσωρινός. Φεύγει, ὅπως φεύγει τό βράδυ δίνοντας τήν θέσι του στό πρωί"( Ἀπό τό περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ", τόμος 1984, σ. 109).