Τρίτη 23 Μαρτίου 2010
Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 69
Γιὰ τὴν οἰκείωση.
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν δυὸ οἰκειώσεις· μία φυσικὴ καὶ πραγματική, καὶ μία προσωπικὴ καὶ σχετική. Φυσικὴ καὶ πραγματικὴ εἶναι αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας ἀπὸ φιλανθρωπία ἀνέλαβε τὴ φύση μας καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ γνωρίσματά της, καὶ ἔγινε στ’ ἀλήθεια ἄνθρωπος καὶ ἀπόκτησε πείρα τῶν φυσικῶν. Προσωπικὴ καὶ σχετικὴ εἶναι, ὅταν κάποιος ὑποδύεται τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ἀπὸ συμπάθεια, ἐννοῶ εὐσπλαγχνία ἢ ἀγάπη, καὶ λέει λόγια γιὰ χάρη του, ποὺ καθόλου δὲν τοῦ ἁρμόζουν. Ἐξαιτίας αὐτῆς (ὁ Χριστός) οἰκειοποιήθηκε τὴν κατάρα, τὴν ἐγκατάλειψή μας καὶ τὰ παρόμοια, τὰ ὁποία δὲν ἀνήκουν στὴ φύση, καὶ οὔτε ἦταν δικά του ἣ τ’ ἀπόκτησε, ἀλλὰ τὰ πῆρε ἐπειδὴ ἀποδέχθηκε τὸ πρόσωπό μας καὶ τάχθηκε μαζί μας. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει καὶ ἡ φράση «ἔγινε γιὰ μᾶς κατάρα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 70
Γιὰ τὸ πάθος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ τὴν ἀπάθεια τῆς θείας φύσεώς του.
Ὁ ἴδιος, λοιπόν, ὁ Θεὸς Λόγος τὰ ὑπέφερε ὅλα μὲ τὴ σάρκα, ἐνῶ ἡ θεία καὶ μόνη ἀπαθὴς φύση τοῦ ἔμεινε ἀπείραχτη. Διότι ὁ ἕνας Χριστὸς ποὺ εἶχε ἑνώσει στὸ πρόσωπό του τὴ θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση, ὄντας καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὅταν ἔπασχε, ἔπασχε ἡ παθητὴ φύση του, ἐνῶ ἡ ἀπαθὴς (φύση) δὲν συμμετεῖχε στὸ πάθος. Ἡ ψυχή, δηλαδή, ἐπειδὴ εἶναι παθητή, ὅταν τὸ σῶμα κόβεται, ἡ ἴδια, ἂν καὶ δὲν κόβεται, πονάει καὶ ὑποφέρει μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ θεότητα, ἐπειδὴ εἶναι ἀπαθής, δὲν ὑπέφερε μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι, λέμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔπαθε μὲ σάρκα, σὲ καμία ὅμως περίπτωση δὲν λέμε ὅτι ἡ θεότητα ἔπαθε μὲ σάρκα ἢ ὁ Θεὸς ἔπαθε μέσω τῆς σάρκας. Ὅπως ὅταν ὁ ἥλιος φωτίζει ἕνα δένδρο καὶ μία ἀξίνα κόβει τὸ δένδρο, ἀλλὰ ὁ ἥλιος παραμένει ἄτμητος καὶ ἀπαθής, πολὺ περισσότερο ἡ ἀπαθὴς θεότητα τοῦ Λόγου, ποὺ εἶναι ἑνωμένη ὑποστατικὰ μὲ τὴ σάρκα, ὅταν ἡ σάρκα ὑποφέρει, αὐτὴ μένει ἀπαθής. Καὶ ὅπως, ὅταν κάποιος χύνει νερὸ σὲ πυρακτωμένο σίδερο, αὐτὸ παθαίνει ὅ,τι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ προκαλεῖ τὸ νερὸ (ἐννοῶ, ὅτι ἡ φωτιὰ σβήνει), ἀλλὰ ὁ σίδερος παραμένει ἀβλαβὴς (διότι τὸ νερὸ δὲν μπορεῖ ἀπὸ τὴ φύση του νὰ τὸν βλάψει), πολὺ περισσότερο ὅταν πάσχει ἡ σάρκα, ἡ μόνη ἀπαθὴς θεότητα δὲν δέχεται τὸ πάθος, ἂν καὶ εἶναι ἀχώριστη ἀπ’ αὐτὴν (τὴ σάρκα)· δὲν εἶναι ἀνάγκη βέβαια τὰ παραδείγματα νὰ προσεγγίζουν τέλεια καὶ χωρὶς ψεγάδι. Διότι πρέπει νὰ διαπιστώνουμε στὰ παραδείγματα καὶ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴ διαφορά· ἀλλιῶς, δὲν θὰ ἦταν παράδειγμα. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀπολύτως ὅμοιο, εἶναι τὸ ἴδιο καὶ ὄχι παράδειγμα, καὶ μάλιστα σχετικὰ μὲ τὰ θεία. Εἶναι ἀδύνατο βρεθεῖ παράδειγμα ὅμοιο σὲ ὅλα, καὶ στὴ θεολογία καὶ στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας.