Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010
Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 73
Γιὰ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη.
Ἡ θεωμένη ψυχή τοῦ (Χριστοῦ) κατεβαίνει στὸν ἅδη, ὥστε, ὅπως ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλε γιὰ τοὺς ζωντανούς, ἔτσι νὰ λάμψει καὶ τὸ φῶς στοὺς πεθαμένους ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως ἔφερε στοὺς ζωντανοὺς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης, τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία (τοῦ διαβόλου) καὶ τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, καὶ ἔγινε σὲ ὅσους τὸν πιστεύουν ἡ αἰτία τῆς αἰώνιας σωτηρίας, ἐνῶ στοὺς ἄπιστους αἰτία καταδίκης, ἔτσι νὰ συμβεῖ καὶ στοὺς ἔνοικούς του Ἅδη· «ὥστε καὶ τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ὑπόγεια νὰ πέσουν στὰ γόνατα νὰ τὸν προσκυνήσουν». Ἑπομένως, ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοὺς προαιώνια νεκρούς, ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἄνοιξε γιὰ μᾶς τὸ δρόμο τῆς ἀναστάσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 74
Γιὰ τὰ μετὰ τὴν ἀνάσταση.
Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα τὰ πάθη, ἐννοῶ τὴ φθορά, τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν ὕπνο, τὴν κούραση καὶ τὰ παρόμοια. Διότι, ἂν καὶ δοκίμασε τροφὴ μετὰ τὴν ἀνάσταση, δὲν τὴ δοκίμασε σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους –ἀφοῦ δὲν πεινοῦσε–, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ βεβαιώσει τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως μὲ τὸν τρόπο της οἰκονομίας του, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ σάρκα τοῦ εἶναι πού ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε· δὲν ἄφησε κατὰ μέρος κανένα ἀπὸ τὰ μέρη τῆς φύσεώς του, οὔτε τὸ σῶμα οὔτε τὴν ψυχή, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερή, μὲ θέληση καὶ ἐνέργεια· καὶ ἔτσι κάθεται στὰ δεξιά του Πατέρα του, θέλοντας μὲ θεϊκὸ καὶ ἀνθρώπινο τρόπο τὴ σωτηρία μας καὶ ἐνεργώντας μὲ θεϊκὸ τρόπο τὴν πρόνοια, τὴ συντήρηση καὶ κυβέρνηση ὅλων· θυμᾶται μὲ ἀνθρώπινο τρόπο τὴ διαμονὴ τοῦ πάνω στὴ γῆ, ἐνῶ βλέπει καὶ γνωρίζει ὅτι ὅλη ἡ λογικὴ κτίση τὸν προσκυνᾶ. Διότι ἡ ἁγία του ψυχὴ γνωρίζει ὅτι ἔχει ἑνωθεῖ ὑποστατικὰ μὲ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ ὅτι προσκυνεῖται μαζί του ὡς ψυχή τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὡς ἁπλὴ ψυχή. Καὶ ἡ ἀνάβαση ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ἡ κατάβαση τοῦ πάλι εἶναι ἐνέργειες τοῦ περιορισμένου σώματος. Λέει (ὁ ἄγγελος) «ἔτσι πάλι θὰ ἔλθει πρὸς ἐσᾶς, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν εἴδατε νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό».