Ἰωάν. ιβ΄13

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ  Ἰσραήλ"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἐπῆραν εἰς τά χέρια τους κλαδιά ἀπό τίς χουρμαδιές, πού ἦσαν κατά μῆκος τοῦ δρόμου καί ἐβγῆκαν ἀπό τήν πόλιν διά νά τόν ὑποδεχθοῦν καί ἐφώναζαν δυνατά· Δόξα καί τιμή εἰς αὐτόν πού ὑποδεχόμεθα· εὐλογημένος καί δοξασμένος νά εἶναι αὐτός, πού ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Κύριον ὡς ἀντιπρόσωπός του. Αὐτός εἶναι ὀ ἔνδοξος βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ, πού τόσον καιρόν ἐπεριμέναμεν" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").

ΣΧΟΛΙΟ

    "Αἰῶνας πολλοὺς ἐνωρίτερα οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν προείπει τὸ μεγαλοπρεπὲς καὶ θαυμαστὸν γεγονὸς τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Μὲ τὸ προφητικὸν των βλέμμα εἶδαν καθαρώτατα τὴν μεγάλην ὑποδοχήν, τὴν ὁποίαν τὰ πλήθη τῶν Ἰουδαίων ἐπεφύλασσον εἰς τὸν Κύριον, καὶ ἡ καρδία των ἐσκίρτησε προκαταβολικῶς ἀπό τὰ ὠ¬σαννά, τὰ ὁποῖια ἐξήρχοντο ἀπό τὰ χείλη ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Δι’ αὐτό, πολὺ πρὶν ἀντηχήση ἀπό τὸ στόμα τῶν Ἰουδαίων ἡ θριαμβευτικὴ φωνὴ «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἠκούσθη ἀπό τὸ στόμα τῶν προφητῶν ἡ χαρμόσυνος προαναγγελία πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς κατοίκους της. «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών… Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι δί¬καιος, καὶ σώζων αὐτός, πραῢς, καὶ ἐπιβεβηκώς ἐπί ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (Ζαχαρ. θ’ 9). «Εἴπατε τῇ θυγατρί Σιών «Ἰδοὺ ὁ σωτήρ σου παραγέγονεν» (Ἡσ. ξβ’ 11).
    Καὶ ἦτο πράγματι ἐξαιρετικὴ καὶ μοναδικὴ εἰς τὴν ἱστορίαν ἡ ὑποδοχὴ ποὺ ἐπεφύλαξαν εἰς τὸν Κύριον τὰ πλήθη τῆς Ἱερουσαλήμ, ὥστε θὰ τὴν ἐζήλευαν καὶ οἱ πλέον δημοφιλεῖς ἄρχοντες τῶν λαῶν, καὶ οἱ πλέον ἔνδοξοι στρατηλάται τοῦ κόσμου. Λόγω τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία θὰ ἑωρτάζετο μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, εἶχον συρρεύσει εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἀπό ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου πλήθη Ἰουδαίων. Εἶχαν ἀκούσει βέβαια αὐτοὶ περὶ τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ τὸ πρόσφατον θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, τὸ ὁποῖον ἐπληροφορήθησαν ἀπό τούς κατοίκους τῆς Ἰε¬ρουσαλήμ, ἐκορύφωσε τὸ ἐνδιαφέρον των νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν οἱ ἴδιοι τὸν Ἰησοῦν. Ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται ἀπό τὴν Βηθανίαν εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, ἠλέκτρισε τὰ πλήθη εἰς τὸ νὰ σχηματίσουν μεγαλειώδη πομπήν. Ἔκοπτον καὶ ἐκράτουν πολλοὶ κλάδους φοινίκων, ἐνῶ ἄλλοι ἔστρωνον τὰ ἐνδύματά των εἰς τὸν δρόμον, ἀπό τὸν ὁποῖον θὰ ἐπερνοῦσεν ὁ Κύριος. Καὶ ὅταν Ἐκεῖνος ἐφάνη νὰ ἔρχεται καθήμενος ἐπάνω εἰς τὸ ταπεινὸν ὑποζύγιον, ὁ ὄγκος τοῦ λαοῦ ἐξέσπασεν εἰς ζωηράς ἐπευφημίας. Τὸν Υἱόν του Εὐλογητοῦ, τὸν ὁποῖον ἀκαταπαύστως εἰς τὸν οὐρανὸν ὕμνουν οἱ ἄγγελοι ὡς Θεόν, εὐλογοῦν τώρα καὶ τὰ πλήθη τῆς Ἱερουσαλήμ. Οὐρανὸς καὶ γῆ συνενοῦνται κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν εἰς κοινὴν δοξολογίαν. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
    Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴ σκιρτήση ἀπό χαρὰν ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ πῶς νὰ μὴ ἐπευφημήση εὐλογημένον τὸν ἐρχόμενον, ἀφοῦ ἔρχεται σώζων αὐτός; Ὁ σκοπὸς τῆς εἰσόδου Του εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦτο νὰ δώση ἀφορμήν εἰς τὰ πλήθη νὰ τὸν ζητωκραυγάσουν μὲ ἐνθουσιασμὸν ὡς βασιλέα. Ὁ σκοπὸς διά τὸν ὁποῖον ἔγινεν ἄνθρωπος, ἦτο ἕνας καὶ μοναδικός. Νὰ προσφέρη τὴν μεγάλην θυσίαν, τὴν ἀνεκτίμητον θυσίαν τῆς ζωῆς του· νὰ γίνη Αὐτὸς ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας. Καὶ ὅπως, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰσραηλῖται προκειμέ-νου νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπό τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἑορτάσουν τὸ πρῶτον Πάσχα, ἔπρεπε νὰ ξεχωρίσουν πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν τὸν πασχάλιον ἀμνόν, τὸν ὁποῖον θὰ ἐθυσίαζαν, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Ἰησοῦς. Ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε διὰ νὰ θυσιάση τὴν ζωὴν Του διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν λογικῶν Του προβάτων, εἰσέρχεται εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὄχι διὰ νὰ καθίση ἐπί ἐπιγείου βασιλικοῦ θρόνου, ἀλλά διὰ νὰ ἀναβῆ εἰς τὸν Σταυρόν, καὶ νὰ ὑπομείνη ὅλην τὴν ὀδύνην καὶ τὴν ἀγωνίαν τοῦ σταυρικοῦ θανάτου.
    Τοιουτοτρόπως ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἑκουσίως ἀνέλαβε νὰ προσφέρη τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν τῆς ἀναμαρτήτου καὶ ἁγίας ζωῆς του, ἔγινεν ὁ αἴτιος τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸν ὁ Θεὸς ἀπέστειλεν εὐλογοῦντα ἡμᾶς (Πράξ. γ’ 26), θὰ διακηρύττουν ὕστερα ἀπό ὀλίγας ἡμέρας οἱ μαθηταί του. Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὁμιλῶν πρὸς τὰ ἴδια αὐτὰ πλήθη ποὺ ὑπεδέχθησαν ἐνθουσιῶντα τὸν Κύριον, θὰ τὰ καλῆ εἰς τὴν σωτηρίαν ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος, θὰ τοὺς λέγη, νὰ ἀποφύγετε τὴν ὀργήν τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ἔλθουν καιροὶ ἀναψύξεως ἀπό τὰ τρομερὰ δεινά τῆς ἀποστασίας, ἐάν δὲν πιστεύσητε εἰς τὸν Χριστόν. Αὐτὸν ἀνέδειξεν ὁ Θεὸς ἀρχηγόν καὶ σωτῆρα, καὶ δι’ αὐτοῦ ὥρισε νὰ παρέχεται ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ αἰωνία σωτηρία (Πράξ. δ’ 12, ε’ 31). Εἰσέρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς βασιλεὺς σώζων. Ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ὡς βασιλεὺς πραῢς.
    Ὅπως εἰς ὅλην Του τὴν ζωήν, ἔτσι καὶ τώρα. Τὸ θεϊκὸν Του μεγαλεῖον συνδυάζεται μὲ τὴν βαθυτέραν ταπείνωσιν, εἰς τὴν ὁποίαν θεληματικῶς ὑποβάλλει τὸν ἑαυτόν του. Καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ συμβαίνη διαφορετι-κά. Αὐτὸς ποὺ ἐμακάρισε τούς πραεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς καὶ ὑπεσχέθη ὅτι «αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δὲν ἦτο δυνατὸν ὁ ἴδιος νὰ μὴ εἶναι πρᾶος καὶ ταπεινός. Καὶ ἐνῶ λοιπὸν αὐτὸς εἶναι ὁ καθήμενος ἐπί τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, ἐκεῖνος ποὺ εἶπεν «ὁ οὐρανὸς μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου», ὅμως, διὰ νὰ δώση παράδειγμα βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης, ἀπαρνεῖται κάθε δόξαν ἀνθρωπίνην καὶ κάθε μεγαλεῖον κοσμικόν. Καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν πό¬λιν τοῦ Πάθους Του ὄχι ὡς ἀγέρωχος κατακτητής, ἀλλά ὡς βασιλεὺς εἰρήνης, «πραῢς καὶ σώζων», καθήμενος ἐπάνω εἰς ἕνα ταπεινὸν καὶ περιφρονημένον ὀνάριον. Καὶ αἱ προφητεῖαι ἐκπληρώνονται τοιουτοτρόπως ἐξ ὁλοκλήρου. Ἡ Ἱερουσαλὴμ χαίρουσα ὑποδέχεται τὸν πρᾶον καὶ ταπεινὸν Σωτῆρα, ἐνῶ τὰ πλήθη τὸν ἀνυμνοῦν. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
    Ἀλλ’ ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα εἶναι καὶ τύπος τῆς ἐνδόξου ἐμφανίσεως αὐτοῦ κατά τὴν δευτέραν παρουσίαν. Τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος τώρα πρᾶος καὶ ταπεινὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, εἶδεν ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς προφητικὴν ὀπτασίαν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν κατάστασιν τῆς θεϊκῆς Του δόξης. Τὸν εἶδε νὰ κάθηται ἐπί ἵππου λευκοῦ, ὡς νικητὴν καὶ θριαμβευτήν, ὡς ἀπόλυτον κύριον καὶ ἐξουσιαστήν του σύμπαντος. Τὸν εἶδε νὰ κρατῆ τόξον καὶ νὰ φορῆ στέφανον καὶ διάδημα βασιλικόν, ἐνῶ τὸ ἔνδυμά Του εἶναι βαμμένον μὲ τὸ αἷμα του, τὸ ὁποῖον ἔχυσε διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου. Εἶδε νὰ τὸν προσκυνοῦν καὶ νὰ τὸν λατρεύουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ὡς βασιλέα αἰώνιον. Δὲν τὸν προϋπαντοῦν τώρα μόνον οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλά ὄχλος πολύς, «ὅν ἀριθμῆσαι οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν» (Ἀποκ. ζ’ 9). Εἶναι ὅλοι ἐνδεδυμένοι στολάς λευκάς, καὶ κρατοῦν φοίνικας, τὸ σύμβολον αὐτὸ τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου. Καὶ ἐνῶ κατὰ τὴν εἴσοδόν του εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ οἱ ἄνθρωποι τὸν ὑπεδέχοντο ἀναμένοντες παρ’ αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν, οἱ πανευτυχεῖς κάτοικοι τῆς οὐρανίου πόλεως, ἔχοντες ἀπολαύσει πλέον τὴν σωτηρίαν διά τοῦ Αἵματος τοῦ Σωτῆρος, τοῦ ἀναπέμπουν τὴν δόξαν καὶ τὴν εὐλογίαν. Καὶ θὰ σείεται τότε ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλὴμ ἀπό τάς φωνάς τῶν σεσωσμένων ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἠμῶν, τῷ καθημένῳ ἐπί τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ (Ἀποκ. ζ’ 10).      
    Εἰς ἔκεινην τήν χαρμόσυνον παράταξιν τῶν μακαρίων ἀνθρώπων καλούμεθα νὰ μετάσχωμεν καὶ ἡμεῖς. Καλούμεθα νὰ ἀπολαύσωμεν τὴν ἀπερίγραπτον ἐκείνην χαρὰν καὶ δόξαν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀσφαλῶς θὰ μετάσχωμεν, ἐάν ἀπό τὴν παροῦσαν ζωὴν γίνωμεν μέτοχοι τῆς σωτηρίας, τὴν ὁποίαν ἔφερεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον. Ἐάν γνωρίσωμεν τὸν Κύριον ὡς Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴν ἰδικόν μας. Ἐὰν πλύνωμεν τάς ψυχάς μας μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου. Ἐάν ἁγιασθῶμεν μὲ τὴν χάριν τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ χρηματίσωμεν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἒν τοιαύτῃ περιπτώσει θὰ ἀξιωθῶμεν καὶ νὰ ὑποδεχθῶμεν τὸν Κύριρν ἐρχόμενον ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνακράζοντες: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» ( Ἀπό το βιβλίο «Χριστός ἐσταυρωμένος», σ. 72, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).