Ψαλμ. λγ΄14

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Σύ, πού ποθεῖς τοῦτο, παῦσε τήν γλῶσσαν σου ἀπό κακολογίας πικράς καί κλεῖσε τά χείλη σου, διά νά μή λαλοῦν κατασκευάσματα δόλια καί συκοφαντικάς πρός καταστροφήν τοῦ πλησίον ἐπινοήσεις" (Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ὅταν ἔφυγε ὁ Δαβὶδ ἀπό τὸν Ἀβιμέλεχ, τὸν βασιλέα τῶν Φιλισταίων, στὸν ὁποῖο εἶχε καταφύγει κυνηγημένος ἀπό τὸν Σαούλ, συνέθεσε ἕνα Ψαλμό, γιὰ νὰ ἐκφράση τὸ θερμό του εὐχαριστῶ στὸν Κύριο, ποὺ τὸν διέσωσε.
    Ὁ Ψαλμὸς αὐτός, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς λέξεις «Εὐλογήσω τὸν Κύριον ἐν παντί καιρῷ», χωρίζεται εἰς δύο τμήματα. Τὸ πρῶτο περιέχει ὕμνους καὶ δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν προστασία καί βοήθειά Του πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς. Τὸ δεύτερο περιλαμβάνει προτροπὲς καί παραινέσεις, ποὺ ἂν τηροῦνται, ἐξασφαλίζουν μία ζωὴ χαρᾶς καί εἰρήνης κοντὰ στὸν Θεό.
    Στὴν πρώτη ἀπό τὶς παραινέσεις αὐτὲς θὰ ἐπιμείνουμε στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ πὰρουμε ἔντονο διδακτικὸ μήνυμα γιὰ τὴ ζωή μας.
    Ἂν θέλης, ἄνθρωπε, νὰ ζῆς εἰρηνικὴ καὶ εὐτυχισμένη ζωή, μᾶς λέει ὁ θεοφώτιστος Ψαλμωδός, παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπό κακοῦ καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον (Ψαλμ. λγ’ 14). Μή λὲς ποτὲ ὑβριστικὸ καί συκοφαντικὸ λόγο γιὰ τὸν ἄλλον καί μὴ ἀνοίγης ποτὲ τὰ χείλη σου, γιὰ νὰ μιλήσουν μὲ δολιότητα καί κακία.
    Καί δίνει πρώτην αὐτὴν τὴν ὁδηγία ὁ Δαβίδ, σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος, διότι ἡ προχειροτάτη σχεδὸν καί πολύτροπος ἁμαρτία ἡ διὰ γλώσσης ἐστίν ἐνεργουμένη (Ὁμ. εἰς ΛΓ’ Ψαλμ.). Ἡ ἁμαρτία δηλαδή, ποὺ γίνεται πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὶς ἄλλες, εἶναι ἡ ἁμαρτία τῆς γλώσσης.
    Ὤ! Αὐτὴ ἡ γλῶσσα μας. Τὸ μικρὸ αὐτὸ τμῆμα τοῦ σώματός μας, ποὺ ἀνάπτει μεγάλες φωτιές, ὅπως γράφει καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος (Ἰακ. γ’ 56). Ἡ γλῶσσα μας! Τὸ μαλακὸ αὐτὸ ὄργανο, ποὺ κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει, ὅπως λέει καὶ ὁ σοφὸς λαός μας. Ἡ γλῶσσα μας! Τὸ πολύτιμο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς δόθηκε γιὰ τὴ συνεννόησί μας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ποὺ τὸ καταντήσαμε μαχαίρι, ποὺ πληγώνει καί ματώνει τοὺς ἀδελφούς μας.
    Δὲν εἶναι βεβαίως δυνατὸν στὰ στενὰ πλαίσια ἐνὸς ἄρθρου νὰ ἐξαντλήσουμε τὸ θέμα τῆς γλώσσης καὶ νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ ὅλες τὶς παρεκτροπές της. Ἐκεῖνο, ποὺ κυρίως θέλουμε νὰ τονίσουμε ἐδῶ βάσει καί τῶν λόγων τοῦ Ψαλμωδοῦ, εἶναι ὅτι γιὰ νὰ ἔχωμε εἰρηνικὴ ζωή, χρειάζεται προσοχή, ὥστε νὰ μὴ πληγώνουμε, νά μή προσβάλλουμε τὸν ἄλλον. Προσοχὴ καί προσπάθεια ὥστε νὰ μὴ βγῆ ποτὲ ἀπὸ τὸ στόμα μας λόγος κακὸς καί δόλιος γιὰ κανένα.
    Γιατί ποιὸς ἀσφαλῶς τὸ ἀγνοεῖ ὅτι τὰ λόγια τὰ ὑβριστικά, τὰ λόγια τὰ ὕπουλα καί πονηρά, τὰ λόγια τὰ συκοφαντικὰ γίνονται αἰτία ἀναστατώσεων καί συχνῶν ἀναταραχῶν;
    Ἡ Ἴδια ἡ προσωπική μας πεῖρα τὸ βεβαιώνει ὅτι, ὅταν εἴπαμε κάτι ἀπρόσεκτο εἰς βάρος κάποιου, τὸ πληρώσαμε κατόπιν μὲ ἀνησυχία καὶ μὲ ἀπουσία τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ μὲ ἀρκετὴ ταλαιπωρία.
    Πολλὰ ἀπὸ τὰ δάκρυά μας, πολλὲς ἀπό τὶς ἀϋπνίες μας, πολλοὶ ἀπό τους ἐκνευρισμούς μας, πολλὲς ἀπὸ τὶς ψυχρότητες καί τὶς φιλονεικίες μας ὀφείλονται στὸ φαρμάκι, ποὺ ξεφεύγει ἀπό τὴν γλῶσσα μας, εἴτε θεληματικὰ εἴτε καὶ ἀθέλητα.
    Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ δὲν τρῶνε γλυκὸ ψωμὶ πολλὲς οἰκογένειες καί διχάζονται καί διασκορπίζονται. Γι’ αὐτὸ χωρίζουν ἀδέλφια  καί   ὑψώνουν   τείχη   ἀνάμεσά τους καί κάνουν χρόνια νὰ μιληθοῦν. Γι’ αὐτὸ διαλύονται Σύλλογοι καὶ Ἑταιρεῖες καὶ δὲν βρίσκει εἰρήνη ἡ κοινωνία μας.
    Χρειάζεται ἑπομένως, ἀδελφέ μου, νὰ προσέξωμε πολὺ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ θεοπνεύστου Ψαλμωδοῦ. Νὰ προσέξωμε δηλαδή, ὥστε νὰ μή μιλᾶμε ποτὲ δόλια καὶ διπλωματικά. Νὰ προσέξωμε, ὥστε νὰ μὴ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη μας λόγια, ποὺ θὰ πληγώσουν μὲ τὸν ἄλφα ἤ τὸν βῆτα τρόπο τὸν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπό μας. Νὰ προσέξωμε, ὥστε παντοῦ καί πάντοτε νὰ μᾶς διακρίνη, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀκρί-βεια γλώττης (Δ’ Κατήχ. §24). Νὰ μὴ γλιστρᾶ δηλαδὴ ἡ γλῶσσα μας σὲ ἄτοπες καί ὑβριστικὲς φράσεις εἰς βάρος τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ὅ,τι λέμε νὰ εἶναι σωστὸ καὶ νὰ ἀντέχη στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος.
    Τότε δὲν θὰ ἀναγκασθοῦμε ποτὲ νὰ κλαύσωμε πικρὰ ἐκ τῶν ὑστέρων γιὰ ὅσα προκάλεσε ἡ γλῶσσα μας. Οὔτε θὰ μᾶς τρώη ποτὲ τὸ σαράκι τῆς ἀνησυχίας μήπως καὶ ἀποκαλυφθοῦν τὰ συκοφαντικὰ καὶ δυσφημιστικὰ λόγια, ποὺ τυχὸν εἴπαμε καὶ σκορπίσαμε ἐδῶ κι ἐκεῖ.
    Ἀντιθέτως θὰ εἴμαστε εἰρηνικοὶ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ θὰ ζοῦμε μία ζωὴ ὁμονοίας καί ἀγάπης. Θὰ νοιώθουμε γαλήνη καί εὐτυχία, ποὺ θὰ προέρχεται ἀπό τὴν βοήθεια, τὴν προστασία καί τὴν εὐλογία Ἐκείνου, ποὺ ὅταν ἔζησε καί σὰν ἄνθρωπος στὴν γῆ μας, δὲν εὑρέθη ποτὲ «δόλος ἐν τῷ στόματί Του» (Α’ Πέτρ. β’ 22).
    Ἄς Τὸν παρακαλοῦμε λοιπὸν νὰ μάς κάνη κι αὐτὴ τὴν χάρι καὶ νὰ βάλη Ἐκεῖνος φραγμὸ στὰ χείλη μας, γιὰ νὰ μὴ περνᾶ ποτὲ κανεὶς ὑβριστικὸς λόγος, ἀλλὰ νὰ μένουν ἡ γλῶσσα καὶ τὰ χείλη μας καθαρά». ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1984, σ. 203)