Κυρτιακή 28 Μαρτίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Καί ἅμα ἐπλησίασεν, ὅταν εἶδε τήν πόλιν Ἱερουσαλήμ, τόν κατέλαβαν λυγμοί καί ἔχυσεν ἄφθονα δάκρυα δι’ αὐτήν…" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἐρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ
«Ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὁ Κύριος ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθη μετ’ ὀλίγας ἡμέρας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὰ εἶχεν ἄλλως τε προείπει λεπτομερῶς. Καὶ ὅμως, ποῖον ἄφθαστον ψυχικὸν μεγαλεῖον! Ὅταν προέλεγε τὰ φρικτὰ παθήματά Του, δὲν ἔκλαυσε. Καὶ ὅταν μέ τὸ φρικτὸν φραγγέλιον διήνοιγαν βαθείας πληγάς ἐπί τοῦ ἀχράντου σώματός του, οὐδὲ καὶ τότε ἔκλαυσεν. Οὔτε ὅταν μὲ θηριώδη σκληρότητα ἐτρυποῦσαν τάς χεῖρας, καὶ τοὺς πόδας του καὶ τὸν ἐκάρφωναν. Οὔτε ὅταν ἐσήκωναν τὸν σταυρόν, διὰ νὰ τὸν στήσουν ὄρθιον, ὁπότε τὸ σῶμα ἐκρέμετο ἀπό τάς πληγάς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν καὶ οἱ πόνοι τοῦ σταυρικοῦ μαρτυρίου ἔγιναν ἀβάστακτοι, οὐδὲ καὶ τότε ἔκλαυσεν ὁ Ἰησοῦς. Τώρα κλαίει! Τώρα ποὺ εἶδεν ἐνώπιόν Του νὰ ἐκτείνεται περίλαμπρος καὶ ἀκτινοβόλος ἡ ἀκρόπολις τοῦ Ἰσραήλ, ἡ ἔνδοξος πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου, ἡ πολυύμνητος Ἱερουσαλήμ. «Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ» (Λουκ. ιθ’ 41). Εἰς τὴν θέαν τῆς πόλεως δάκρυα ἄφθονα καὶ θερμὰ ἔβρεξαν τὸ πρόσωπόν του καὶ λυγμοὶ ἀνετάραξαν τὸ στῆθός του. Δὲν εἶναι δάκρυα συγκινήσεως ἀπό ψυχικὴν ἱκανοποίησιν, προερχομένην ἀπό τὸν πρωτοφανῆ αὐθόρμητον ἐνθουσιασμόν του λαοῦ. Εἶναι κλαυθμὸς ὀδύνης βαθείας. Εἶναι πόνος ψυχῆς ἀνέκφραστος μὲ λόγους ἀνθρωπίνους. Κλαίει διὰ τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἀχάριστος καὶ ἀγνώμων εἶχε λησμονήσει τάς εὐεργεσίας καὶ τάς διδασκαλίας του, εἶχε γίνει ἐπιλήσμων τῶν μεγάλων θαυμάτων, ποὺ συνετελέσθησαν εἰς αὐτήν. Κλαίει διότι βλέπει τὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ εἶναι ὡσὰν τὴν ἄκαρπον συκῆν, τὴν ὁποίαν θὰ ἐξήραινε μετ’ ὀλίγον ἡ θεία δικαιοσύνη. Τὴν βλέπει νὰ ἔχη φύλλα μόνον, σχῆμα καὶ ἐμφάνισιν θρησκευτικότητος μόνον, καὶ ὄχι καρποὺς μετανοίας καὶ ἀρετῆς. Κλαίει διὰ τοὺς κατοίκους της, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν τὸν ὑπεδέχοντο ὡς βασιλέα καὶ ἀνέκραζον «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Λουκ. ιθ’ 38), ἔπειτα ἀπό ἐλαχίστας ἡμέρας θὰ τὸν ἀπεκήρυτταν, θὰ τὸν ἠρνοῦντο καὶ κάτωθεν τοῦ πραιτωρίου τοῦ Πιλάτου θὰ ἀνέκραζαν «οὐκ ἔχομεν βασιλέα, εἰμή Καίσαρα». Κλαίει, διότι, ὅταν ὁ Πιλᾶτος θὰ ἔνιπτε τάς χεῖρας καὶ θὰ ἔλεγεν ἀθῶος εἰμι ἀπό τὸ αἷμα τοῦ δικαίου τούτου», αὐτοί χωρὶς νὰ συναισθάνωνται τὴν βαρύτητα τῶν λόγων του, χωρὶς νὰ ἀναμετροῦν τάς συνεπείας τῆς ἀρνήσεώς των, θὰ ἔλεγαν: «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπί τὰ τέκνα ἡμῶν (Ματθ. κζ’ 25). Τάς κραυγάς ἐκείνας ἀκούει ἐκ προτέρου ὁ Ἰησοῦς. Καὶ εἰς τὴν παγεράν καὶ ἀνατριχιαστικὴν βοὴν τῶν λόγων ἐκεί-νων πνίγεται καὶ ἐξαφανίζεται ἡ φωνὴ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, μὲ τὸν ὁποῖον τώρα τὸν ὑποδέχονται. Κλαίει, διότι ἡ ἴδια αὐτὴ πόλις μετ’ ὀλίγον θὰ τὸν περιφρονήση, θὰ τὸν προδώση, θὰ τὸν ἀπαρνηθῆ. Οἱ κάτοικοί της θὰ τὸν ποτίσουν μὲ τὸ ὄξος καὶ τὴν χολὴν καὶ θὰ τὸν στεφανώσουν μὲ τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ χλευαστικῶς θὰ τὸν ἐνδύσουν μὲ τὴν κοκκίνην χλαμύδα. Καὶ εἰς βάθος ἀχαριστίας καὶ ἀπιστίας φθάνοντες, θὰ κινοῦν εἰρωνικῶς τάς κεφάλας λέγοντες: «Οὐὰ ὁ καταλύων τὸν ναόν… (Μάρκ. ιε’ 29). Καὶ ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζων καὶ προβλέπων αὐτὰ ὅλα τώρα ὁπού διὰ τελευταίαν φοράν εἰσέρχεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, «ἰδών τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ».
« Ἰδών τὴν πόλιν ἔκλαυσεν. Καὶ ὅμως ἡ πόλις ἔπρεπε νὰ κλαίη. Ἐάν ἔκλαιεν ἡ πόλις, δὲν θὰ ἔκλαιεν ὁ Ἰησοῦς. Ἐάν ἔκλαιεν ἡ πόλις, τὰ δάκρυά της θὰ ἦσαν δεῖγμα τῆς μετανοίας της. Τὰ δάκρυα δὲ τῆς μετανοίας εἶναι κατ’ ἐξοχὴν εὐπρόσδεκτα ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Οἱ ἐκ βάθους στεναγμοὶ τῆς συντετριμμένης καρδίας ἐπισύρουν τὸ ἔλεος τοῦ πολυευσπλάγχνου καὶ πανοικτίρμονος Κυ¬ρίου. Τέτοια δάκρυα ὅμως ἡ Ἱερουσαλὴμ δὲν εἶχε νὰ ἐπιδείξη, ὅπως ἄλλοτε ἡ Νινευί. Εἰς τὴν Νινευί, τὴν πολυάριθμον καὶ ἁμαρτωλὸν πόλιν, ὁ προφήτης Ἰωνᾶς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἐκήρυττεν ὅτι «ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευί’ καταστραφήσεται» (‘ἴωνα γ’ 4). Καὶ μόλις οἱ ἄνθρωποι ἤκουσαν τὸ κήρυγμα αὐτὸ τῆς μετανοίας, κατενύγησαν βαθέως, συνησθάνθησαν τὰ ἁμαρτήματά των, ἐνήστευσαν, παρεκάλεσαν, ἱκέτευσαν τὸν Θεόν, ἔκλαυσαν κλαυθμὸν μέγαν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦλθε χαρμόσυνον καὶ πανευτυχές. Ἤκουσεν ὁ Κύριος τὴν προσευχὴν τῶν Νινευιτῶν. Εἶδε τὰ δάκρυά των καὶ τοὺς συνεχώρησε. Καὶ ἡ Νινευί τότε δὲν κατεστράφη.
Πόσον διαφορετικὰ ὅμως ἦσαν τὰ πράγματα μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ! Εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, εἰς τὸν μέγαν καὶ θαυμαστὸν ναόν της, εἰς τάς στοάς της καὶ τάς πλατείας της, ἠκούσθησαν ἀπό τὸ στόμα τοῦ Κυρίου διδασκαλίαι ὑψίστης σπουδαιότητος. Εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἀνέβλεψεν ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς καὶ ἐθεραπεύθη ὁ ἐπί 38 ἔτη παράλυτος. Ὄχι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπί τρία ἔτη ἐκήρυττεν, ἐθαυματούργει καὶ προσέφερε τὴν σωτηρίαν, τὴν λύτρωσιν, χωρὶς δυστυχῶς νὰ εὑρίσκη ἀνταπόκρισιν. «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ… ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε (Ματθ. κγ’ 37). Ποὶαν στοργήν, ὑπερβαίνουσαν τὴν μητρικὴν ἀγαπην, ἐκφράζουν οἱ λόγοι αὐτοί! Καὶ ὅμως δὲν εὑρῆκαν οὐδὲ αὐτοὶ οἱ λόγοι ἀνταπόκρισιν ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλεως.
Δὲν θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἐκβιάση τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ προσφέρει τὴν σωτηρίαν, τὸν καλεῖ εἰς τὴν βασιλείαν του, προσφέρεται νὰ τὸν ἀναδείξη κληρονόμον τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν του, τὸν βοηθεῖ ἀκόμη νὰ ἐκτιμήση τὸ ὕψος τῆς κλήσεως, τὸν πλοῦτον τῆς δόξης καὶ τῆς εὐτυχίας, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν καλεῖ, καὶ περιμένει. Περιμένει νὰ ἴδη ἀνταπόκρισιν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Περιμένει νὰ εἰπῆ ὁ ἄνθρωπος τὸ ναί. Καὶ τότε, τί χαρά! Ποὶα ἀπερίγραπτος μακαριότης! Κλαίει τότε ὁ ἄνθρωπος, κλαίει ἡ μετανοοῦσα πόλις, ἀλλά χαίρει καὶ ἀγάλλεται ὁ Θεός. Διότι τὰ δάκρυα ἐκεῖνα συντελοῦν εἰς τὸ νὰ εἴπη ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. θ’ 2). Ἀλλ’ ἐάν ὁ ἄνθρωπος κρατῆ κλειστὰ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς καὶ κωφεύη εἰς τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν καλεῖ εἰς τὴν σωτηρίαν, ὤ, τότε! Γελᾶ ἴσως ὁ ἄνθρωπος καὶ νομίζει ὅτι ἀποστατῶν ἀπό τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νικά καὶ θριαμβεύει. Ἀλλὰ τότε ἀκριβῶς κλαίει ὁ Ἰησοῦς. Κλαίει, διότι προβλέπει τὸ ὀλέθριον κατάντημα τῆς ψυχῆς, τῆς πόλεως, τοῦ ἔθνους, ποὺ τοῦ στρέφει τὰ νῶτα καὶ ἀδιαφορεῖ. «Ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. κγ’ 38).
«Ἰδών τὴν πόλιν ἔκλαυσεν». Θλιβερὸν γεγονὸς αὐτὸ διὰ τὴν Ἱερουσαλήμ, νὰ φέρεται μὲ τόσην περιφρόνησιν καὶ ἀσέβειαν πρὸς τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου! Ἀλλά ὁ θεῖος Παῦλος ἀπευθυνόμενος πρὸς κάθε ἄνθρωπον, κυρίως δὲ πρὸς κάθε πιστόν, ποὺ ἔλαβεν ἐπίγνωσιν τοῦ θείου θελήματος, προσπαθεῖ νὰ προλάβη, ὥστε νὰ μὴ συμβῆ κάτι παρόμοιον. Μὴ λυπεῖτε, λέγει, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως (Ἐφεσ. δ’ 30). Ἀδελφοί μου, προσέξατε, λέγει. Προσέξατε εἰς τὴν συμπεριφοράν σας, εἰς τὰ ἔργα σας, εἰς τούς λόγους σας, εἰς τὴν ἰδιωτικὴν καὶ δημοσὶαν ζωήν σας. Προσέξατε, μὴ τυχὸν μὲ τὴν συμπεριφοράν σας γίνεσθε αἰτία νὰ λυπῆται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, νὰ κλαίη ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος νὰ λέγη: Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀεί πλανῶνται τὴ καρδία (Ψαλμ. 94, 10).
Χριστιανοὶ ἀδελφοί μου. Θὰ ἀνεχθῶμεν τοιαύτην κατάστασιν; Βαστᾶ ἡ ψυχή μας νὰ προσθέτωμεν λύπην ἐπί λύπης καὶ πόνον ἐπί πόνου εἰς τὸν ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθέντα Κύριον; Τί φοβερὸν ποὺ εἶναι, νὰ προσβλέπη ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς πρὸς μίαν ψυχήν, πρὸς μίαν οἰκογένειαν, πρὸς μίαν κοινωνίαν ἀνθρώπων καὶ νὰ κλαίη! Νὰ κλαίη, διότι βλέπει πόσον ὀλίγον ἐπρόσεξαν τὴν φωνήν Του, πόσον ὀλίγον ἐξετίμησαν τὴν θυσίαν Του.
Ἀλλ’ ὄχι. Ἄς μὴ ὑπάρξη περίπτωσις, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος, ποὺ μὲ τόσην ἀγάπην καὶ συγκατάβασιν μᾶς προσφέρει τὴν σωτηρίαν καὶ μᾶς καλεῖ κοντά Του, νὰ κλαύση ἕνεκα τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς περιφρονήσεως, ποὺ συναντᾶ. Ἄς κλαίωμεν ἡμεῖς συντετριμμένοι καὶ τεταπεινωμένοι ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ Του, μετανοοῦντες διὰ τάς ἁμαρτίας μας, ζητοῦντες τὸ ἔλεός Του, διά νὰ τὸν κάμωμεν ἔτσι νὰ χαίρη. Γεμᾶτος τότε ἀπό στοργήν θὰ μάς κυττάζη ἀπό τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ του καὶ μὲ τὸ πρόσωπον ἱλαρόν θὰ μᾶς λέγη: Εἶδον τὰ δάκρυά σου, εἶδα τὴν μετάνοιάν σου, ἤκουσα τάς ἱκεσίας σου καὶ σὲ συγχωρῶ. Καὶ σὺ λοιπόν, μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους ἁμαρτωλούς, ποὺ μετενόησαν καὶ ἔκλαυσαν καὶ τοὺς συνεχώρησα, καὶ σὺ θὰ ἀκούσης τό: «ἀμὴν λέγω σοι, μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἔν τῷ παραδείσῳ (Λουκ. κγ’ 43), ( Ἀπό τό βιβλίο «Χριστός ἐσταυρωμένος», σ. 77, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).