Ματθ. κστ΄30

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καί ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τό ὄρος τῶν ἐλειῶν…»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Καί ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνον, ἐβγῆκαν εἰς τό ὄρος τῶν ἐλειῶν…» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»

ΣΧΟΛΙΟ

    «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν» (Ματθ. κστ’ 30). Δηλαδὴ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνον, ἐβγῆκαν εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Γνωστότατον τὸ ὄρος αὐτὸ ἀπό τάς διηγήσεις τῶν ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν. Εὑρίσκετο πρὸς τὰ ἀνατολικὰ τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπέχον ἕνα καὶ ἥμισυ περίπου μίλλιον ἀπό τοῦ τείχους τῆς πόλεως. Τὴν ὀνομασίαν του τὴν ὀφείλει εἰς τὸ ὅτι ἦτο κατάφυτον ἀπό ἐλαιόδενδρα, τὰ ὁποῖα ὅμως μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ἐξηφανίσθησαν. Διὰ νὰ φθάση κανεὶς ἐκεῖ ἀπό τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔπρεπε νὰ πε¬ράση ἀπό τὸν χείμαρρον ἢ τὴν κοιλάδα τῶν Κέδρων, ποὺ συχνάκις ἀναφέρουν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελισταί εἰς τὰ Εὐαγγέλιά των.

Τὸ καθῆκον τῆς δοξολογίας.

    Εἶναι ὅμως ἄξιον πολλῆς προσοχῆς, ὅτι ὁ ἱερὸς ὅμιλος τοῦ Κυρίου μετὰ τῶν μαθητῶν πρὶν ἐγκαταλείψουν τὴν αἴθουσαν τοῦ Δείπνου «ὕμνησαν», δηλαδὴ ἔψαλαν ὅλοι μαζῆ ἕνα ὕμνον. Δὲν εἶναι γνωστὸν ποῖον ὕμνον ἔψαλαν. Εἶναι πολὺ πιθανόν, ὅτι ἔψαλαν κάποιον ἀπό τους ψαλμούς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐν χρήσει κατὰ τάς ἀκολουθίας ποὺ ἐγίνοντο εἰς τὸν Ναόν. Ἐάν ὅμως εἶναι ζήτημα μᾶλλον περιέργειας τὸ ποῖον ὕμνον ἀνέπεμψαν εἰς τὸν Θεόν, εἶναι ὅμως διδακτικώτατον, ὅτι τὸ δεῖπνον ἔκλεισε μὲ ὕμνον δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν οὐράνιον Πατέρα. Καὶ διδασκόμεθα ἀπό αὐτό, ὅτι πάντοτε μέν, ἰδιαιτέρως ὅμως ὅταν μεταλαμβάνωμεν τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ Τὸν δοξολογοῦμεν καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμεν διὰ τὰ ἀγαθὰ πού μᾶς παρέχει. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἰδιαιτέρως τονίζει τὴν ἀλήθειαν αὐτήν. «Ἄς ἀκούουν, λέγει, καὶ ἂς μανθάνουν ὅσοι ὡσὰν χοῖροι τρώγουν καί, ἀφοῦ χορτάσουν καὶ μεθύσουν ἀπό τὴν πολυφαγίαν καὶ πολυποσίαν, σηκώνονται ἀπό τὸ αἰσθητόν τραπέζι καὶ τὸ λακτίζουν καὶ τὸ κλωτσοῦν, ὅτι πρέπει νὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεὸν διὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοὺς ἐχάρισε καὶ νὰ τελειώνουν τὸ φαγητὸν των μὲ ὕμνους. Ἀλλά ἀκούσατε ἀκόμη καὶ ὅσοι εἶσθε βιαστικοὶ καὶ βιάζεσθε νὰ ἐξέλθετε ἀπό τὸν Ναὸν καὶ δὲν περιμένετε νὰ ἀκούσετε καὶ τὴν τελευταίαν εὐχαριστήριον εὐχήν, ποὺ ἀπευθύνει ὁ λειτουργὸς πρὸς τὸν Θεὸν ἔπειτα ἀπό τὴν θείαν Κοινωνίαν. Διότι αὐτὴ ἡ τράπεζα ἡ αἰσθητὴ εἶναι σύμβολον ἐκείνης. Ὁ Κύριος ηὐχαρίστησε καὶ ὕμνησε τὸν Θεόν καὶ προτοῦ τοὺς παραδώση τὸ μυστήριον, διὰ νὰ μᾶς διδάξη, ὅτι καὶ ἡμεῖς πρέπει νὰ Τὸν εὐχαριστῶμεν. Ἀλλά ηὐχαρίστησε καὶ ὕμνησε καὶ μετὰ τὴν παράδοσιν διὰ νὰ μᾶς μάθη, ὅτι καὶ ἡμεῖς ἔτσι πρέπει νὰ κάμνωμεν». Ἡ θερμὴ πρὸς τὸν Θεόν εὐχαριστία ἔπειτα ἀπό τὴν γεῦσιν τῆς τροφῆς, ἀλλά καὶ ἔπειτα ἀπό τὴν ἀπόλαυσιν τῆς ὁποιασδήποτε δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ εὐχαριστῶν ἔχει καρδίαν εὐγνώμονα καὶ εὐγενῆ καὶ ἀνώτερα αἰσθήματα, εἶναι δὲ ἄξιος τῶν εὐεργεσιῶν, τάς ὁποίας πλουσιοπαρόχως μας χορηγεῖ ὁ Θεός. Μὴ παραλείπωμεν λοιπὸν ποτὲ τὴν πρὸς τὸν Θεόν εὐχαριστίαν. Καὶ καθῆκον μας εἶναι αὐτό, ἀλλά καὶ συμφέρον μέγα.
    Ἀλλ’ ὁ Κύριος τὴν ὥραν τῆς διαδρομῆς πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν δὲν τὴν ἀφίνει νὰ περάση ἀνεκμετάλλευτος. Τὴν χρησιμοποιεῖ διὰ νὰ προετοιμάση τοὺς μαθητάς του. Τὰ ὅσα βεβαίως θὰ τοὺς εἴπη δὲν θὰ εἶναι εὐχάριστα δι’ αὐτούς. Ὅμως θὰ τοὺς τὰ εἴπη. Πρέπει καὶ ἐκεῖνοι νὰ προετοιμασθοῦν διὰ τάς δυσκόλους ὥρας, αἱ ὁποῖαι τοὺς περιμένουν» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Τά Πάθη τά Σεπτά», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).