Ματθ. κστ΄63

Πέμπτη 1 Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα. Καὶ ἀποκριθείς ὁ ἀρχιερεύς εἶπεν αὐτῷ ἐξορκίζω σὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζών¬τος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς, εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»  

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐσιώπα. Καί ἀπεκρίθη ὁ ἀρχιερεύς καί τοῦ εἶπε· Σέ  ὁρκίζω εἰς τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος ζῇ καί τιμωρεῖ τούς ἐπιόρκους, νά μᾶς εἴπῃς, ἐάν εἶσαι σύ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ
«Τὸ μυστήριον τῆς σιωπῆς τοῦ Ἰησοῦ.

    «Ὁ δὲ  Ἰησοῦς ἐσιώπα». Καὶ καθὼς συμπληρώνει ὁ Ἱερὸς Μᾶρκος «καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο». Ἀλλὰ διατὶ σιωπᾶ ὁ Ἰησοῦς; Διατὶ δὲν ἀπολογεῖται; Διατὶ δὲν ἀποδεικνύει, ὅτι τὰ ὅσα οἱ ψευδομάρτυρες καταθέτουν εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνυπόστατα; Διατὶ δὲν ἐκθέτει τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῶν λόγων Του; Διατὶ λοιπὸν σιωπᾶ; Ὤ! Ἔχει τὴν δύναμιν ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀποδείξη τὴν ἀλήθειαν, ἀλλά καὶ νὰ κατάπληξη τοὺς δικαστάς Του καὶ νὰ τοὺς κάμη νὰ μείνουν ἄναυδοι. Καὶ ὅμως σιωπᾶ. Σιωπᾶ πρῶτον, διότι γνωρίζει καλῶς, ὅτι ὅ,τι καὶ ἂν ἔλεγεν, ἐφ’ ὅσον οἱ κατήγοροι εἶχον λάβει ἀπόφασιν νὰ τὸν θανατώσουν, κανεὶς δὲν θὰ τὰ ἐπρόσεχε καὶ τίποτε δὲν θὰ ὠφελοῦσε τὸ νὰ ὁμιλήση. Καί, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «Ἀνώφελα θὰ ἦσαν ὅλα ὅσα θὰ ἔλεγεν εἰς τὴν ἀπολογίαν Του, ἐφ’ ὅσον κανεὶς δὲν θὰ τὰ ἤκουε καὶ δὲν θὰ τὰ ἐπρόσεχε. Διότι μόνον τὸ σχῆμα τοῦ δικαστηρίου εἶχε τὸ δικαστήριον ἐκεῖνο. Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως ἦτο ἔφοδος ἀπό ληστάς, οἱ ὁποῖοι ἐπῆλθον, προερχόμενοι ἀπό ὁδοὺς καὶ σπήλαια». Ἐγνώριζεν ὁ καρδιογνώστης Κύριος πόσον αἱ καρδίαι τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶχαν σκληρυνθῆ, καὶ ὅτι τίποτε δὲν ἠμποροῦσε νὰ τάς ἁπαλύνη καὶ νὰ τάς μαλακώση. Πρὸς τί λοιπὸν νὰ ὁμιλήση; Καὶ δὲν εἶναι καλύτερον καὶ προτιμότερον νὰ σιωπήση;
    Ἔπειτα ἐγνώριζεν ὁ Ἀναμάρτητος Κύριος, ὅτι περισσότερον πειστικὴν ἀξίαν ἔχουν τὰ ἔργα, τὰ θαύματα τῆς ἀγάπης καὶ ὅλα ὅσα εἰργάσθη ὑπὲρ τοῦ ἀγνώμονος ἐκείνου λαοῦ, παρὰ ἡ διὰ τῶν λόγων ἀπολογία. Καὶ ἀφοῦ λοιπὸν εἰς τίποτε δὲν ἴσχυσαν τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶδον ὅλοι, εἰς τί θὰ ὠφελήση ἡ ἀπολογία Του;
    Σιωπᾶ τέλος ὁ Κύριος «ὄχι διότι ἔχει ὑποστῆ τὴν σύγχυσιν ἢ τὴν κατάπληξιν τοῦ ἐνόχου, οὔτε διότι ἐν ἀπορίᾳ διατελῶν δὲν ἔχει πῶς νὰ ὑπερασπίση τὸν ἑαυτόν Του, ἀλλά διὰ νὰ πληρωθῆ ἡ Γραφή, ἥτις τὸν παρουσιάζει «ὡς ἀμνόν ἄφωνον ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν» (Ἡσ. νγ’ 7) καὶ διὰ νὰ ἀποδειχθῆ κατὰ τὸ ἀνθράπινον γνήσιος υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, ὅταν οἱ ἐχθροί του τὸν ἐσυκοφάντουν, ἐγένετο «ὡσεί ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς» (Ψαλμ. λζ’ 15) (Π. Τρεμπέλας, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Μᾶρκον, σελὶς 285). Ἰδοὺ διατὶ σιωπᾶ ὁ Κύριος. Καὶ μᾶς δίδει μὲ τὴν στάσιν Του αὐτὴν τὸ ὑπέροχον παράδειγμα νὰ περιμένωμεν σιωπῶντες, ὅταν ἀδίκως κατηγορούμεθα καὶ συκοφαντούμεθα, τὴν δικαίωσίν μας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. θὰ ἔλθη Ἐκεῖνος καὶ θὰ μᾶς δικαιώση, διότι εἶναι Θεός δικαιοσύνης.
    «Ἐξορκίζω σὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἵνα ἡμῖν εἰπῆς, εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» ἤ «ὁ υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ», ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς Μᾶρκος. Ὁ  Καϊάφας εἰς μεγίστην   ἀπορίαν   εὑρισκόμενος,   θέλει   ὁπωσδήποτε   νὰ   ἀποσπάση ἀπό τὸ στόμα τοῦ Κυρίου φράσιν ἐνοχοποιητικὴν. Ἀπό κάπου εἶναι ἀνάγκη νὰ πιασθῆ. Κάπου νὰ στηρίξη τὴν κατηγορίαν. Δι’ αὐτὸ πολλὴν πονηρὶαν καὶ πολὺν δόλον κρύπτει ἡ  ἐρώτησίς του. Δὲν τὸν ἐρωτᾶ ἁπλῶς, ἀλλά τὸν ἐξορκίζει, τοῦ  ἐπιβάλλει  ὅρκον,  τοῦ  ζητεῖ ἐνόρκως  νὰ  ἀπαντήση.   Ἡ μαρτυρία δὲ ἡ  ἔνορκος ἦτο  πολὺ περισσότερον  βαρύνουσα ἀπό τὴν ἁπλῆν καὶ ἄνευ ὅρκου τοιαύτην. Ἐάν ἡ μεθ’ ὅρκου τοῦ  Κυρίου ὁμολογία ἦτο τοιαύτη,  ὥστε  νὰ στηρίζεται  ἐπ’ αὐτῆς κατηγορία, ἐπέτυχεν ὁ  Καϊάφας τὸ ποθούμενον.  Ἀλλά   καὶ   τὸ   περιεχόμενον   τῆς   ἐρωτήσεως   ἦτο   σοβαρόν. Δὲν τοῦ  ζητεῖ νὰ τὸν  βεβαιώση   μόνον,   ἐάν  αὐτὸς  εἶναι  ὁ Χριστός.   Διότι  ὅλοι  οἱ   ἱερεῖς   καὶ  ἀρχιερεῖς   καὶ   βασιλεῖς χριστοὶ   ὠνομάζοντο   καὶ   «χριστοὶ   Κυρίου».   Ἑπομένως   αὐτὴ ἡ ὁμολογία τοῦ Κυρίου, ἔστω καὶ ἐνόρκως διδομένη, δὲν θὰ ἀπετέλει τὸ σῶμα τοῦ ἐγκλήματος.  Ἡ ἐρώτησις εἶναι, νὰ ἀπαντήση ὁ Ἰησοῦς ὄχι μόνον ἂν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά ἂν βεβαιώνη, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἦτο ἡ πέτρα τοῦ  σκανδάλου.   Αὐτὴν  τὴν  θείαν   καταγωγὴν  πάσῃ   θυσίᾳ ἄπερριπτον οἱ ἄρχοντες.  Καὶ τὴν ἐθεώρουν ὡς βλασφημίαν μεγάλην. Καὶ τὴν ἐχρησιμοποίησαν ὡς τὴν βασικὴν κατηγορίαν διὰ τὴν εἰς θάνατον καταδίκην Του. Πάντοτε, ὁσάκις ἤκουον τὸν Κύριον νὰ προβάλλη  διὰ τὸν ἑαυτόν Του τοιαύτην ἀξίωσιν,  ἐξανίσταντο  σφοδρῶς.   Καὶ τοῦ  ἐπετίθεντο  μὲ  πολὺ πάθος. Αὐτοὶ μὲν νὰ εἶναι τοῦ Ἀβραὰμ ἀπόγονοι, Ἐκεῖνος δὲ νὰ λέγη, ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ Υἱός;  Ἄς κάμη τὸν κόπον ὁ ἀναγνώστης νὰ μελετήση τὸ 8ον κεφάλαιον τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, διὰ νὰ βεβαιωθῆ διὰ τὴν τρομεράν ἐντύπωσιν, τὴν ὁποίαν ἐδημιούργει εἰς τοὺς ἄρχοντας ἡ βεβαίωσις τοῦ Κυρίου, ὅτι ὁ Πατὴρ Του τὸν διδάσκει ὅσα πρέπει νὰ λαλήση καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ Του εἶναι μαζῆ Του. Ἀκόμη καὶ ὅταν τοὺς ἐβεβαίωσεν, ὅτι «πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Ἰωαν. η’ 58), ἐβάστασαν λίθους διὰ νὰ Τὸν κτυπήσουν.
    Ἀλλὰ διατὶ τόση ἀντίδρασις εἰς τὸ νὰ δεχθοῦν τὸν Κύριον ὡς Υΐόν του Θεοῦ; Διατὶ τὸν ἀπορρίπτουν μὲ τόσην μανίαν; Καὶ διατὶ τὴν ὁμολογίαν Του, ὅτι εἶναι «ὁ Υἱός του Εὐλογητοῦ» εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν ὡς τὴν μεγαλυτέραν ἀπόδειξιν, διὰ νὰ στηρίξουν εἰς αὐτὴν τὴν κατηγορίαν περὶ βλασφημίας; Δὲν τοὺς ἔλειπαν αἳ ἀποδείξεις περὶ τῆς θείας Του καταγωγῆς. Ἦτο ὁ ἐγωισμὸς των καὶ τὸ πεῖσμα των, τὸ ὁποῖον τοὺς ὡδήγησε εἰς τὸ νὰ γίνουν Χριστοκτόνοι. Δι’ αὐτὸ καὶ ἔχει πάντοτε ἐφαρμογὴν ἡ ἀλήθεια, ὅτι τὸ βασικὸν αἴτιον τῆς ἀπιστίας εἶναι ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὰ δὲν ἀφίνουν τὸν ἄνθρωπον νὰ σκύψη καὶ νὰ παραδεχθῆ τὴν σώζουσαν ἀλήθειαν. Καὶ ἔτσι ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν ἀπιστίαν. Τί κρῖμα!» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Τά Πάθη τά Σεπτά», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).